Γνωρίζουμε την ιστορία πίσω από τον πίνακα «Πρόβα μπαλέτου στη σκηνή» του Εντγκάρ Ντεγκά, που αποκαλύπτει την μετατροπή της όπερας του Παρισιού σε ένα είδος πολυτελούς οίκου ανοχής, προορισμένου μόνο για αριστοκράτες.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Βιβλιοθήκης της Όπερας του Παρισιού ο Εντγκάρ Ντεγκά είχε παρακολουθήσει πάνω από 177 μπαλέτα και όπερες, ενώ κατάφερε να έχει ειδική πρόσβαση στα παρασκήνια προτού αποκτήσει αρκετά χρήματα για να μπορεί να πληρώνει το εισιτήριο των παραστάσεων.
Είναι φανερό πως ο κόσμος του μπαλέτου ευέξαπτε την φαντασία του! Κάπως έτσι, μας χάρισε δεκάδες πίνακες όπου έχει αιχμαλωτίσει με μοναδικό τρόπο όλη αυτή την ντελικάτη ομορφιά και την χάρη των «μικρών ποντικών», όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά στο Παρίσι του 19ου αιώνα τις μπαλαρίνες.
Ο Εντγκάρ Ντεγκά ήταν Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης, από τους πιο σημαντικούς του 19ου αιώνα.
Ολόκληρο το όνομα του ήταν Edgar Germain Hilaire Degas. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού, μολονότι ο ίδιος δεν δεχόταν τον όρο και προτιμούσε να αυτοαποκαλείται ρεαλιστής.
Ήταν ένας εκπληκτικός δεξιοτέχνης στην απόδοση της κίνησης και του ανθρώπινου σώματος, όπως φαίνεται στους πίνακές του με θέμα τον χορό, τις ιπποδρομίες και τα γυναικεία γυμνά.
Ωστόσο έμεινε στην ιστορία ως η αυθεντία της απεικόνισης χορευτριών μπαλέτου.
Αυτοπορτραίτο του καλλιτέχνη
«Εκτός από την καρδιά μου, αισθάνομαι όλα να γερνούν μέσα μου. Ακόμη και η καρδιά μου έχει κάτι το τεχνητό. Την έχουν ράψει οι χορεύτριες σε ένα πορτοφολάκι από ροζ σατέν, πολύ απαλό ροζ, σαν τα παπούτσια τους» είχε γράψει τον Ιανουάριο του 1886 στον γλύπτη Πωλ-Αλμπέρ Μπαρτολομέ.
Η σχεδόν εμμονική ενασχόληση του Ντεγκά με τις μπαλαρίνες και οι συνεχείς επισκέψεις του στην όπερα του Παρισιού, έχει πολλές φορές ερευνηθεί.
Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης επισκεπτόταν την όπερα του Παρισιού καθώς αποτελούσε γι’ αυτόν έναν έξοχο χώρο σιωπηρής παρατήρησης της ανθρώπινης κίνησης.
Πέρα από τον Ντεγκά υπήρχαν και άλλοι -κυρίως αριστοκρατικής καταγωγής- που επισκέπτονται συχνά την όπερα, και που οι προθέσεις τους δεν ήταν τόσο ευγενικές.
Την κατάσταση αποκαλύπτει με μαεστρία ο πίνακας «Πρόβα μπαλέτου στη σκηνή».
Ο πίνακας «Πρόβα μπαλέτου στη σκηνή», που φιλοτεχνήθηκε το 1874, παρουσιάζει τις ντελικάτες νεαρές να κάνουν πρόβα υπό την καθοδήγηση ενός μαέστρου.
Ωστόσο, λίγο πιο πέρα στην άκρη του δωματίου δύο άντρες μέσα στα σμόκιν τους, τις παρατηρούν σιωπηρά. Κάθονται άνετα σε δύο καρέκλες και ίσως επιλέγουν πιο μικροσκοπικό ποντικάκι θα πάρουν υπό την προστασία τους.
Τι γινόταν τελικά στην όπερα του Παρισιού και ποιοι ήταν αυτοί οι μυστηριώδεις άνδρες;
Αbonnés
Σύμφωνα με το history.com, η επιτυχία του μπαλέτου στο Παρίσι στηρίχτηκε εξολοκλήρου σε κοινωνικές συμβάσεις.
Το κομμάτι των σεξουαλικών σχέσεων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την πραγματικότητας της μπαλαρίνας, και η μεγάλη όπερα της πόλης, το Palais Garnier, είχε σχεδιαστεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Ένα πολυτελές δωμάτιο στο πίσω μέρος της σκηνής, το foyer de la danse, ήταν το μέρος όπου οι χορευτές έκανα ζέσταμα πριν την παράσταση.
Ήταν όμως και ένα club για τους abonnés, τους πλούσιους άντρες που είχαν μόνιμη συνδρομή στην όπερά.
Εκεί μπορούσαν να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους, να κάνουν σημαντικές γνωριμίες και τέλος μπορούσαν να κάνουν συγκεκριμένου είδους προτάσεις στις μπαλαρίνες.
Αυτές οι προτάσεις οδηγούσαν σε άνισες σχέσεις δύναμης και επιβολής.
Οι νεαρές κοπέλες είχαν εισαχθεί στην ακαδημία μπαλέτου όταν ήταν ακόμη μικρά παιδιά.
Οι περισσότερες προέρχονται από την εργατική τάξη ή από εξαθλιωμένα κοινωνικά περιβάλλοντα.
Πολλές φορές έμπαιναν στην ακαδημία για να βοηθήσουν τις οικογένειες τους, δουλεύοντας εξουθενωτικά έξι ημέρες την εβδομάδα.
Τα έσοδα και η καριέρα των μικρών χορευτριών εξαρτιόταν από αυτούς τους ευκατάστατους άνδρες. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να ανταποκριθούν θετικά στις σεξουαλικές προτάσεις τους και μερικές φορές οι ίδιες οι μητέρες τους τις δασκάλευαν στο πώς να ανάβουν τις φλόγες της αντρικής επιθυμίας.
Αυτές οι σχέσεις πολλές φορές ήταν μία σανίδα σωτηρίας για τις μπαλαρίνες που ζούσαν μέσα στην φτώχεια. Όχι μόνο αυτοί οι αριστοκράτες είχαν ισχυρή κοινωνική θέση, αλλά συνήθως υποστήριζαν οικονομικά την όπερα.
Μαθήματα χορού, Εντγκάρ Ντεγκά
Η όπερα του Παρισιού γίνεται ένας είδος πολυτελούς οίκου ανοχής…
Άντρες σαν αυτούς είχαν την εξουσία να ορίζουν ποιος θα μπει στην ακαδημία, αλλά και ποιος θα πάρει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ουσιαστικά λειτουργούσαν σαν «πάτρωνες» τον κοριτσιών, προσφέροντας τους μία χλιδάτη ζωή, ένα άνετο διαμέρισμα για να κάνουν πρόβες και ιδιαίτερα μαθήματα για να ανυψώσουν την θέση τους στην ακαδημία.
Με λίγα λόγια δυστυχώς, αυτό το λίκνο πολιτισμού, η όπερα του Παρισιού, λειτουργούσε σαν ένας πολυτελής οίκος ανοχής για πλούσιους φιλότεχνους.
Η ιστορικός τέχνης Lorraine Coons, σημειώνει πως ακόμα και οι μπαλαρίνες που δεν υπέκυψαν στις ορέξεις τους, αντιμετώπισαν την κοινωνική κατακραυγή, καθώς κατηγορήθηκαν πως είχαν συμπεριφερθεί σαν ιερόδουλες.
Όλες αυτές οι σχέσεις εξουσίας ενδιέφεραν ιδιαίτερα τον Ντεγκά, γι’αυτό και έχει φιλοτεχνήσει λίγους πίνακες του απεικόνιζαν παραστάσεις χορού. Τα περισσότερα έργα του απεικονίζουν τα παρασκήνια, τα μαθήματα χορού ή τις πρόβες.
Είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο του μπαλέτου από μία μυστική κλειδαρότρυπα.Απώλεια Όρασης και γλυπτική
Το 1870 ξεσπά ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος κι επιστρατεύεται για να υπηρετήσει στο πυροβολικό. Τότε ήταν που άρχισε να αναπτύσσει πρόβλημα όρασης.
Το 1874 φεύγει από τη ζωή ο πατέρας του, ο όποιος του κληροδοτεί μόνο χρέη. Αναγκάζεται να πουλήσει ένα μέρος της συλλογής του για να αντεπεξέλθει οικονομικά.
Από το 1880 θεωρείται ήδη ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Γαλλίας, αλλά με την όραση του να χειροτερεύει, στρέφεται προς την γλυπτική, που δεν απαιτεί οξεία όραση.
Το 1908 η όραση του χειροτερεύει τόσο που αποφασίζει να σταματήσει να ασχολείται με τα εικαστικά. Λόγω χρεών του κάνουν έξωση και καταλήγει να τριγυρνά τυφλός στους παριζιάνικους δρόμους.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια, το φημισμένο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης αγοράζει σε αστρονομικό ποσό τον πίνακα του «Μπαλαρίνες».
Φεύγει από την ζωή στις 27 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών.
Τη σορό του συνόδευσαν, μεταξύ άλλων, ο Κλωντ Μονέ κι ο Ζαν Λουΐ Φορέν.
Ο πίνακας αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.