Ο Σπύρος Πετρουλάκης, μετά το Παράθυρο της Νεφέλης, επέστρεψε με την Εξομολόγηση, το πιο σκληρό κοινωνικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει ως τώρα.
Η Ελένη, ως άλλη οσία, τραβά του λιναριού τα πάθη από μια σκληρή, μητριαρχική θετή οικογένεια, που εν συνόλω ίσως φανούν υπερβολικά και πολλά μαζεμένα για έναν άνθρωπο, όμως αυτή ακριβώς η περιπέτεια, αυτά τα δεινά και τα πάθη είναι απαραίτητα για να δείξουν το μέγεθος της συγχώρεσης από τον Θεό και της ψυχικής σωτηρίας που βρήκε η Ελένη στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας ως Μαρκέλλα.
Η Ελένη χάνει τους πλούσιους γονείς της σε ατύχημα στην Κωνσταντινούπολη του 1928 και η θεία της, η Ντιλέκ, παντρεμένη με τον άβουλο Αντώνη, την υιοθετεί, αποσκοπώντας στην περιουσία της. Τον αδερφό της Ελένης, Ηλία, τον υιοθέτησε ο θείος του Στυλιανός και τα δυο αδέρφια χωρίστηκαν οριστικά. Δύσκολη και ανάποδη η μοίρα της Ελένης, που κατήντησε δουλικό στο ίδιο της το ανάκτορο και θύμα των σεξουαλικών ορέξεων του ξαδέρφου της, Οσμάν. Το προξενιό με έναν βοσκό της Θεσπρωτίας θα αποφέρει καρπούς κι η Ελένη κάνει ένα μακρινό ταξίδι γεμάτη όνειρα και προσδοκίες, μόνο και μόνο για να προσγειωθεί σε μια πραγματικότητα σκληρότερη και δυσκολότερη.
Η ιστορία είναι γραμμένη με την απαράμιλλη τεχνική του συγγραφέα που γνωρίσαμε ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα ενηλίκων, μόνο που στην Εξομολόγηση διάλεξε να μας αφηγηθεί μια ιστορία σκληρή, επίπονη, τραγική. Ένας άνθρωπος που βασανίστηκε, αδικήθηκε, βιάστηκε ψυχολογικά και σωματικά και ωρίμασε απότομα στα 13 του τι χαρακτήρα άραγε συγκρότησε; Πώς θα αντιδράσει όταν του δοθεί η ευκαιρία να εκδικηθεί όσους της έκαναν κακό; Πόσο καταλυτικό ρόλο θα παίξει ο άδολος έρωτας στα χιονισμένα βουνά στην Κατοχή; Θα προλάβει ο Θεός να τυλίξει γύρω από την Ελένη τον μανδύα της σωτηρίας και να την καλέσει στο μοναστήρι; Και γιατί διάλεξε τον πατέρα Θεόφιλο για να του εξομολογηθεί τη ζωή της πριν πεθάνει; Τι συνδέει αυτούς τους δύο ανθρώπους;
Ένα διαφορετικό κοινωνικό μυθιστόρημα, που με έφερε σε σύγκρουση με τον αθώο εαυτό μου και πείστηκα πόσο απάνθρωπες ήταν (και είναι ακόμη) οι καταστάσεις στην επαρχία, ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες. Άβουλες, πιόνια στις ορέξεις του καθενός, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς έρωτα, χωρίς υπόσταση. Κι όταν αποκτήσουν οικογένεια, γίνοται δεσποτικές, τυρρανικές, απαιτητικές.
Στην Εξομολόγηση δίνονται βίαιες σκηνές, χωρίς συγκάλυψη και εξωραϊσμό, που με πόνεσαν και με μάτωσαν (η σκηνή του ακρωτηριασμού με συγκλόνισε, δεν περίμενα ποτέ ότι ένας άνθρωπος θα έφτανε σε τέτοιο σημείο απελπισίας που να ακρωτηριάσει...... δε λέω τίποτε άλλο, όμως πραγματικά σοκαρίστηκα).
Διάβασα μια αλλιώτικη ιστορία που τελικά δεν είχε σκοπό να ομορφύνει τα βράδια μου αλλά να συγκλονίσει τις μέρες μου και να με κάνει να σκεφτώ πόσα πλάσματα υπάρχουν εκεί έξω που χρειάζονται βοήθεια αλλά δεν μπορούν να κραυγάσουν γιατί είναι κλεισμένα γύρω από βουνά αδιαφορίας και ποταμούς σιωπής!
Ένα από τα πιο όμορφα εξώφυλλα καλωσορίζει τον αναγνώστη σε έναν μαύρο κόσμο που προχωρά ανυποψίαστος σελίδα σελίδα σε όλο και πιο ζοφερές τροπές της ιστορίας κι εκεί που η καρδιά σφίγγεται και λες «φτάνει»!, βγαίνει ο ήλιος του έρωτα, χαλαρώνει η αφήγηση και ομορφαίνουν οι άνθρωποι, κι έτσι σιγά σιγά η Ελένη βρίσκει το καταφύγιό της στον οίκο του Θεού.
Χωρίς να είναι ηθικοπλαστικό ή θρησκευάμενο, το κείμενο δείχνει πόσο μπορεί να αντέξει η ψυχή, πόσες σκοτεινές πλευρές έχει ο άνθρωπος και πόσο καθαρά προσωπική επιλογή (και λίγο η συγκυρία) είναι να κάνεις μια πράξη, απότοκη των βιωμάτων!
Ο συγγραφέας έχει πάρει μια κοινωνία και την έχει τεμαχίσει χωρίς αναισθητικό, μόνο και μόνο για να κραυγάσει με τον δικό του, λογοτεχνικό τρόπο ότι ο άνθρωπος είναι θηρίο αλλά έχει τη δύναμη και την ικανότητα να σταθεί στα πόδια του και να ενταχτεί σε λογικούς κανόνες.
Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αυστηρά επιλεγμένοι και ζουν τόσο έντονες και άσχημες καταστάσεις που ο Σπύρος Πετρουλάκης μόνο με τον σκηνοθέτη Λαρς Φον Τρίερ μπορεί να συγκριθεί.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Τη λάσπη της γης, ακόμα και τις ακαθαρσίες μπορείς να τα πλύνεις και να φύγουν. Η λάσπη όμως που έχουν οι άνθρωποι στην ψυχή, όσο και να την πλύνεις, όσο και να την καθαρίσεις, δεν φεύγει ποτέ. Μένει εκεί. Ένα άσβεστο στίγμα» (σελ. 175).
Του Πανου Μαρκάκη - Τουρλή από bookia.gr