Θεατρική παράσταση "Η νύφη της Κούλουρης",
του Ευάγγελου Παντόπουλου
σε σκηνοθεσία Γιώργου Σίσκου.
Δημοτικό Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης (Δημήτρης Κιντής)
Κυριακή 14 Ιουλίου 2013 ώρα 09.00 μ.μ.
Ο Ευάγγελος Παντόπουλος (Αθήνα 1860 ? Αθήνα 1913) υπήρξε σημαντικός κωμικός ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θιασάρχης από τους πρωτοπόρους του Αθηναϊκού θεάτρου του 19ου αιώνα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Καλλιτεχνική φύση, σπούδασε αρχικά ζωγραφική στο Πολυτεχνείο και φωνητική στο Ωδείο, αλλά σύντομα τον κέρδισε το θέατρο. Αναφέρεται ότι για πρώτη φορά ανέβηκε στο σανίδι το 1878 στη Χίο ή κατά άλλους στο Αίγιο το 1877 με το θίασο του Δημήτρη Κοτοπούλη - Βασιλειάδου. Αναμφισβήτο πάντως είναι ότι είχε τεράστια απήχηση στο κοινό και δημιούργησε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα «σχολή» στους κωμικούς ρόλους, εισάγοντας έναν φυσικότερο και αμεσότερο τρόπο παιξίματος. Αρχικά συνεργάστηκε με τον Ταβουλάρη και αργότερα έγινε πρωταγωνιστής στο θίασο του Αλεξιάδη στο θέατρο Απόλλων, μέχρι να γίνει και ο ίδιος θιασάρχης της «Ελληνικής Κωμωδίας».
Ο Παντόπουλος πρωταγωνίστησε σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού θεάτρου της εποχής, αλλά και ξένου ρεπερτορίου, όπως των Γκολντόνι, Ίψεν, Γκόγκολ κ.ά, αλλά ειδικότερα στα έργα του Μολλιέρου. Θεωρείται ότι άνοιξε το δρόμο στο κωμειδύλλιο, στο οποίο άλλωστε διακρίθηκε με σημαντικούς ρόλους, με τις επιτυχημένες παραστάσεις «οι Καρβουνιάρηδες», και «οι Μυλωνάδες», που ανέβασε το (1888). Συνέγραψε και ο ίδιος επιτυχημένα έργα (σάτιρες, κωμωδίες, κωμειδύλλια), με πιο γνωστό τη «Νύφη της Κούλουρης» (1896), βασισμένο από μια λαογραφική ιστορία "ο γάμος της Κούλουρης", το οποίο ανέβασε ο ίδιος και υποδυόταν με μεγάλη επιτυχία τον υπενωματάρχη Μίχο Ζουλαχμάκη. Επίσης έγραψε και το μονόπρακτο "Έσχισες την γάταν;" και το ποίημα "Το τσοπανόπουλο" το οποίο με μουσική του μουσικοσυνθέτη Κόκκινου έγινε πολύ δημοφιλές τραγούδι.
Μεταξύ των έργων που δίδαξε από σκηνής αξίζει ν΄ αναφερθούν: "Κωμωδία των παρεξηγήσεων" του Σαίξπηρ, (1887), με συμπρωταγωνιστή τον Σπύρο Ταβουλάρη, "Η τύχη της Μαρούλας" (1888) και "Το τέλος της Μαρούλας" γνωστά και με τον τίτλο "Μπάρμπα Λινάρδος" (1890) του Δ. Κορομηλά, "Η λύρα του Γέρο-Νικόλα" (1891), "Ζητείται υπηρέτης" (1891) του Μπ. Άννινου, "Ο Καπετάν Γιακουμής" (1892) και "Γάμος δια φόλας" (1892) του Δ. Κόκκου, "Το πικ-νικ" (1892), "Οικογένεια Παραδαρμένου" (1892), και "Η νίκη του Λεωνίδα" (1893) του Μπ. Άννινου, καθώς και "Ο Γενικός Γραμματέας" (1893) και "Υπαίθριοι Αθήναι" (1894) του Η Καπετανάκη.
Η επιτυχία του Παντόπουλου, αν και αυτοδίδακτος, οφειλόταν κυρίως στη μελέτη και επιμέλεια της ηθογραφίας και γενικά στην εργατικότητά του στη φυσικότερη απόδοση των χαρακτήρων που υποδυόταν, που όμως προκάλεσαν τον φθόνο και τις επιθέσεις των ανταγωνιστών του. Τελικά πέθανε φτωχός και ξεχασμένος (άπορος) στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας.
Το έργο έχει ως εξής: "Στη μικρή κοινωνία της Κούλουρης μια από τις ανώτατες αρχές είναι και ο αστυνόμος Μίχος, που αγαπάει τρελά τη Λενιώ, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποφύγει την κουτσομπόλα κυρά Παγώνα, που είναι ερωτευμένη μαζί του. Τα κουτσομπολιά της Παγώνας για τη Λενιώ που είναι λογοδοσμένη από παιδί με τον πλούσιο Κόλια, κάνουν τη θεία της, την Κατήγκω, να κλειδώνει κάθε βράδυ στην κασέλα της τα πασουμάκια της ανεψιάς της, ώστε να εμποδίσει τη νέα να βγαίνει έξω την ώρα που αυτή και ο άνδρας της, ο Χαρίτος, κοιμούνται. Έτσι, η κοπέλα, που είναι ερωτευμένη με τον Μήτσο, έναν φτωχό καρβουνιάρη, φορά κάθε βράδυ τις παλιές παντόφλες της θείας της, για να τον συναντά. Τα σχόλια δίνουν και παίρνουν αναγκάζοντας τον Μήτσο να μεταμφιεστεί σε ένα ερωτικό τους ραντεβού με τα ρούχα του Γερμανού Βούλτχερ, που είναι φιλοξενούμενος του δημάρχου και τον οποίο προηγουμένως έχει σώσει από βέβαιο πνιγμό. Εκείνο το βράδυ όμως τους παραμονεύει ο Μίχος Πριν προλάβει να ξεχωρίσει τα πρόσωπά τους οι δύο ερωτευμένοι το αντιλαμβάνονται και φεύγουν βιαστικά, ξεχνώντας πίσω τους το καπέλο του Γερμανού και το πασούμι της θείας Κατήγκως! Το περιστατικό περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, που γίνονται χειρότερα, όταν η Λενιώ ακούγοντας την αδελφή του Μήτσου, Αγγέλα, παριστάνει την ερωτευμένη στον Μίχο αποσπώντας του έτσι τα ξεχασμένα αντικείμενα. Τελικά, μέσα από κάποια ξεκαρδιστικά επεισόδια το κορίτσι αναγκάζεται να αποκαλύψει ενώπιον όλων την αλήθεια και τότε η λύση έρχεται απρόσμενα από τον "μυστηριώδη" ξένο..."