Κεμάλ
Το 1970 ο Χατζιδάκις βρίσκεται στην Αμερική.
Ξεκινάει μία συνεργασία με το rock συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble το οποίο ήταν και το πρώτο που τραγούδησε το τραγούδι “Κεμάλ” του Μάνου Χατζιδάκι σε συνεργασία με τον Μαρκ Σνόου.
Έμπνευση για αυτό το τραγούδι ήταν η γνωριμία του Χατζιδάκι με ένα παιδί τον Κεμάλ, ο ίδιος είχε πει
«Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τι μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα.
Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε.
-Δέχεστε να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος.
Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική.
Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του Έρολ Φλυν του ΄35.
Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά.
Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ».
Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες.
Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.»
Το τραγούδι σε ελληνικούς στίχους ακούστηκε για πρώτη φορά το 1982 σε συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη και του Βασίλη Λέκκα στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας.
Η μεγάλη απήχηση του όμως ήρθε το 1990 όταν ο Χατζιδάκις επανακυκλοφόρησε το δίσκο “Reflections” με τον τίτλο “Αντικατοπτρισμοί” στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν το τραγούδι “Κεμάλ”.
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν…