Μαρία Καλλιάνη
Μάγισσες, ανθρωπόμορφοι τράγοι, γκροτέσκες φιγούρες με ζαρωμένα πρόσωπα είναι μερικά από τα θέματα που ζωγράφισε ο ρομαντικός Γκόγια σε μια σειρά από ελαιογραφίες που μέχρι σήμερα προκαλούν αισθήματα δυσφορίας σε όποιο μάτι εστιάσει πάνω τους.
Το έτος 1819, ο ισπανός ζωγράφος Φρανθίσκο Γκόγια, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση της χώρας του, καθώς εκείνη την περίοδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ φιλελεύθερων και βασιλικών, μετακομίζει σε ένα σπίτι κοντά στις όχθες του ποταμού Μανθανάρες, τη λεγόμενη Έπαυλη του Κουφού.
Αν και ο Γκόγια ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα κώφωσης (αποτέλεσμα μιας ασθένειας που παραλίγο να του κοστίσει την ίδια του τη ζωή) όταν μετακόμισε εκεί, εντούτοις το σπίτι αυτό πήρε την ονομασία του από τον προηγούμενος ένοικο που έπασχε από το ίδιο πρόβλημα.
ΚΡΟΝΟΣ
Ίσως ο πιο χαρακτηριστικός πίνακας από αυτήν τη συλλογή. Το θέμα είναι βασισμένο στον ελληνικό μύθο του Τιτάνα Κρόνου που τρώει τα παιδιά του μόλις γεννηθούν ώστε να μην πάρουν την εξουσία του στα χέρια τους. Τα γουρλωμένα μάτια του Κρόνου την ώρα που μασουλάει το πτώμα εκφράζουν μανία και συνάμα απελπισία, καθώς μέσα στην υστερία του αντιλαμβάνεται ότι προκαλεί την ίδια του την μοίρα.
ΔΥΟ ΓΕΡΟΙ
Εδώ διακρίνουμε έναν γέρο, ίσως κουφό, με απεριποίητη εμφάνιση να κρατιέται από ένα μπαστούνι. Από πίσω του, σχεδόν κολλημένη πάνω του, βλέπουμε μια φιγούρα παραμορφωμένη. Φαίνεται να κράζει στον ηλικιωμένο άντρα που μάλλον αδυνατεί να την ακούσει. Ένας πίνακας που αντικατοπτρίζει όλη την πίκρα του Γκόγια για τα γηρατειά, νοιώθει ένα έρμαιο του χρόνου, με το πρόβλημα της κώφωσης να τον καθιστά ανήμπορο και απροστάτευτο.
Μακριά από βασιλιάδες και παραγγελίες ευγενών, έχοντας πλήρη ελευθερία έκφρασης δημιουργεί πάνω στους τοίχους του σπιτιού, τους Μαύρους Πίνακες. Δεκατέσσερις αριστουργηματικές ελαιογραφίες όπου κυριαρχούν οι σκούροι τόνοι και το μαύρο χρώμα. Δεκατέσσερις ελαιογραφίες που αποτυπώνουν την ψυχή του καλλιτέχνη, με τις σκοτεινές φιγούρες να εκπέμπουν κυνισμό, αγωνία, τρόμο και να γεννούν αισθήματα απαισιοδοξίας και απόγνωσης.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΡΑΓΟΣ
Ένα πλήθος ατόμων που κοιτάζει προσηλωμένο, με στόματα που χάσκουν έναν ανθρωπόμορφο τράγο που έχει το ρόλο του Διαβόλου. Από τις έντονες γκριμάτσες τους μπορείς να αντιληφθείς την βαρβαρότητα που τους χαρακτηρίζει. Μοιάζουν σαν μια ανόητη μάζα συνεπαρμένη από το λόγια του τράγου, εύκολα χειραγωγήσιμη.
Ο θεατής την διακρίνει ξεκάθαρα, στοιχείο που δηλώνει ίσως κάτι το επιφανειακό. Ενώ ο τράγος στέκεται στο σκοτάδι με την πλάτη γυρισμένη προς τον θεατή. Εκφράζει βάθος, μυστήριο. Ίσως ο λόγος που κρύβεται είναι ένας συμβολισμός για τα λόγια που λέει στο ευκολόπιστο πλήθος του, λόγια που κρύβουν παγίδες μέσα τους, που μόνο ξεκάθαρα δεν είναι.
Μια ανίερη σύναξη που εκτυλίσσεται σε ένα ανοιχτό σημείο, ίσως σε ένα απόμερο λιβάδι, μέσα στην καρδιά της νύχτας όπου δεν υπάρχει ούτε μια στάλα φωτός για να κάνει φανερό το οτιδήποτε.
Μετά από λίγα χρόνια ο Γκόγια θα εγκαταλείψει το σπίτι αυτό και θα μετακομίσει στο Μπορντό της Γαλλίας, όντας πολύ πικραμένος από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ισπανία. Αργότερα θα γράψει «Αν δεν μπορείς να σβήσεις τη φωτιά στο σπίτι σου, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να σηκωθείς να φύγεις».
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΣΙΔΩΡΟ
Τι να «πρωτοπείς» για αυτόν τον πίνακα ο οποίος τυγχάνει να είναι και προσωπικό αγαπημένο. Απεικονίζει μια λιτανεία που πηγαίνει στο μοναστήρι του Αγίου Ισιδώρου.
Παλιότερα ο Γκόγια είχε ασχοληθεί ξανά με αυτό το θέμα και είχε προσδώσει στην πομπή θετικά χαρακτηριστικά (φωτεινά χρώματα, λευκές ομπρέλες, πολύχρωμα ρούχα) κάνοντας τη να μοιάζει με μέρα γιορτής. Παρατηρούμε ένα έργο όλο φως που εκπέμπει κάτι χαρούμενο και αισιόδοξο.
Η παλαιότερη εκδοχή του πίνακα με τίτλο «Το λιβάδι του Αγίου Ισιδώρου»
Όμως τα χρόνια κύλησαν, και η πομπή πλέον μοιάζει με ζοφερό εφιάλτη. Σαν να πέταξε από πάνω της τον μανδύα της υποκρισίας, δηλώνοντας με αυτήν την πράξη την ψευτιά εκείνων των ηλιόλουστων ημερών. Το μόνο αληθινό που χαρακτηρίζει τη ζωή είναι το σκοτάδι και ο πόνος. Διακρίνουμε λοιπόν την ψυχολογική μετάπτωση του ζωγράφου, που έχει μεγαλώσει και οι μέρες χαράς μοιάζουν τόσο μακρινές, τόσο άπιαστες για εκείνον.
Ας πάρουμε ενδεικτικά κάποια σημεία άξια σχολιασμού.
Παρατηρούμε την κύρια ομάδα που φαίνεται να είναι η κεφαλή της λιτανείας, διακρίνουμε φιγούρες, με κινήσεις και γκριμάτσες απόγνωσης, αγωνίας. Καθώς τις αντικρίζεις σε κάνουν να νιώθεις άβολα και ωστόσο δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω τους. Ανάμεσα τους, μπορούμε να ξεχωρίσουμε έναν κιθαριστή, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται εκτός τόπου, με την έκφραση του να εκπέμπει το αίσθημα της τρέλας.
Καθώς επίσης και οι δύο άντρες με τα καπέλα και τα βαριά πανωφόρια που διακρίνονται πιο πίσω. Το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους και αποπνέουν ένα μυστήριο καθώς μοιάζει να μην έχουν θέση μέσα σε αυτόν τον όχλο.
Ένας πίνακας αριστούργημα, τόσο μακάβριος που το μόνο που εκπέμπει είναι χάος και «ψύχος».
Το 1874, σαρανταέξι χρόνια μετά τον θάνατο του σπουδαίου ζωγράφου, ο τότε ιδιοκτήτης της έπαυλης, ζητά από τον διευθυντή του μουσείου του Πράδο στην Ισπανία να μεταφέρει τις τοιχογραφίες του Γκόγια σε καμβάδες. Το 1878, εξέθεσαν του πίνακες στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι και έπειτα δωρίστηκαν στο μουσείο του Πράδο όπου φιλοξενούνται μέχρι και σήμερα.