Βαγγέλης Μαρτάκης, o ''Μαύρος'' ομαδάρχης της ΟΠΛΑ - Φορούσε λευκή καμπαρντίνα και ήταν ο τρόμος των συνεργατών των ναζί (του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη)

Αρθρογραφία 24 Μαρτίου 2021

Οι ανατολικές συνοικίες της Αθήνας ήταν πάντα προπύργιο αντιστασιακών. Βύρωνας, Καισαριανή, Ζωγράφου, Παγκράτι, Υμηττός, Νέα Ελβετία έγραψαν με λαμπρά γράμματα το όνομα τους στις περιοχές που έδωσαν στον αγώνα ενάντια στη Γερμανική κατοχή.

Και όμως και εκεί υπήρχαν κάποιοι, ελάχιστοι προδότες. Κάποιοι που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και που λούφαξαν στη συνέχεια για να γλυτώσουν από το μακρύ χέρι των εκδικητών.

Τρεις στενοί φίλοι αποτέλεσαν το φόβητρο για τους Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών στις ανατολικές συνοικίες. Ο Γιώργος Κολλημένος, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος ή «Καμπούρης» και ο Βαγγέλης Μαρτάκης ή αλλιώς «Μαύρος» λόγω του μελαμψού χρώματος του δέρματος του. Και οι τρεις Μικρασιάτες πρόσφυγες. Και οι τρεις φοιτητές.


Ο Μαρτάκης γεννήθηκε το 1922 στη Χίο, τον πρώτο σταθμό στο ταξίδι της προσφυγιάς από τα παράλια της Μ. Ασίας στην Ελλάδα. Ορφανός από πατέρα, ζούσε με τη μητέρα του στην οδό Κυδωνιών 79 στον Βύρωνα. Η μητέρα του ήταν καθαρίστρια στα δημοτικά σχολεία της Αγίας Τριάδας Παρά τις μεγάλες στερήσεις κατάφερε να σπουδάσει, κάτι σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής.

Η έναρξη της Κατοχής βρίσκει τον Μαρτάκη φοιτητή στη Νομική Σχολή. Πολύ νωρίς εντάχθηκε στις ΕΑΜικές οργανώσεις και ήταν από τους πρώτους ένοπλους του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Ο παράτολμος χαρακτήρας του σύντομα χάρισε στον Μαρτάκη τη φήμη του ατρόμητου μαχητή.


Σύμφωνα με τον συναγωνιστή του, Μάνο Ιωαννίδη, ο Μαρτάκης ήταν «ένας άφοβος, μέχρι τρέλας, ομαδάρχης του ΕΛΑΣ». Ο Μαρτάκης συμμετείχε σε όλες τις αντιστασιακές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν στον Βύρωνα και τις ανατολικές συνοικίες. Πολλές φορές κυκλοφορούσε κρατώντας μια θήκη βιολιού. Μέσα σε αυτή έκρυβε ένα αυτόματο τύπου «μαρσίπ», με το οποίο πολεμούσε στις γειτονιές του Βύρωνα και του Παγκρατίου.


Η απίστευτη ψυχραιμία του και το «μαρσίπ», πρωταγωνιστούν σε μια μικρή ιστορία που κατέγραψε ο φίλος του Μάνος Ιωαννίδης: «Θυμάμαι ένα απόγευμα, κατευθυνόμενος προς τη Ν. Ελβετία, να τον συναντώ στην οδό Κυδωνιών, λίγο πριν από το σπίτι του. Σταθήκαμε κουβεντιάζοντας, όταν απέναντί μας στη γωνία, σταματά ένα μαύρο αυτοκίνητο και βγαίνουν βιαστικά τέσσερις άντρες, ο ένας από τους οποίους κατευθύνεται σε μας και, λέγοντάς μας πως είναι της Ασφαλείας, μας ρωτά αν ξέρουμε που είναι το σπίτι του Βαγγέλη Μαρτάκη. “Να εκεί είναι”, του λέει ο Βαγγέλης ψύχραιμα και του δείχνει το σπίτι του. “Τον είδαμε όμως να φεύγει πριν από λίγο με τη μάνα του, δεν θα βρείτε κανέναν εκεί”, συνέχισε. Οι ασφαλίτες πήγαν και βροντοχτυπούσαν την πόρτα και φυσικά κανένας δεν τους άνοιξε, γιατί πράγματι η μάνα του είχε βγει μαζί του από το σπίτι. Έφυγαν οι ασφαλίτες κουνώντας μάλιστα το χέρι σε αποχαιρετισμό μας. “Αν κάνανε κιχ”, μου λέει ο Βαγγέλης, “θα τους λιάνιζα”, και ανοίγει την άσπρη καπαρντίνα του, δείχνοντάς μου ένα γερμανικό αυτόματο «μαρσίπ» που κρεμόταν από τον ώμο του».

Το τέλος

Ο Μαρτάκης δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας της Ελληνικής Χωροφυλακής, οι οποίοι τον κυνηγούσαν με μανία.
Στις 4 Ιουλίου 1944, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας με τη συνοδεία ολιγάριθμων Γερμανών, πραγματοποίησαν μπλόκο στην περιοχή της Γούβας (Άγιος Αρτέμιος). Περίπου 5.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στη συμβολή των οδών Φιλολάου και Εμπεδοκλέους. Μετά τη λήξη του μπλόκου, περίπου 100 κρατούμενοι οδηγήθηκαν από τα Τάγματα Ασφαλείας στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου. Βλέποντας την πομπή να ανεβαίνει την οδό Φιλολάου, άνδρες του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ αποφάσισαν να επιτεθούν με στόχο τη δημιουργία σύγχυσης ώστε να δώσουν την ευκαιρία σε κάποιους από τους κρατούμενους να δραπετεύσουν.

Πρόχειρα σχεδιασμένη, η επίθεση απέτυχε. Αρνούμενος να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ο Μαρτάκης ανέβηκε στην ταράτσα του κινηματογράφου «Πάλας» και με το πολυβόλο του άρχισε να θερίζει ολόκληρη την πλατεία Παγκρατίου στην οποία είχαν σκορπίσει οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η ανταλλαγή πυρών κράτησε περίπου δύο ώρες.


Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά του, ο Μαρτάκης επιχείρησε να απεγκλωβιστεί. Τον βοήθησε ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Καρλάφτης, καλύπτοντάς τον με διαρκή πυρά από την οδό Ιφικράτους. Οι δύο τους άρχισαν να τρέχουν προς την Καισαριανή. Εκεί, λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του ΕΛΑΣ, δύσκολα θα «έμπαιναν» οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Ο Μαρτάκης και ο Καρλάφτης κατάφεραν να καλύψουν την απόσταση και να φτάσουν στην είσοδο της Καισαριανής. Εκεί ο Μαρτάκης κατέρρευσε. Η αιμορραγία από την σφαίρα που τον είχε τραυματίσει του στέρησε τις δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να καλύψει τα τρία-τέσσερα τελευταία οικοδομικά τετράγωνα. Ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Καρλάφτης, δεν τον άφησε μόνο.

Οι σωροί των Βαγγέλη Μαρτάκη και Παναγιώτη Καρλάφτη μεταφέρθηκαν στο Νεκροτομείο Αθηνών, με το συνοδευτικό έγγραφο του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου να αναφέρει ότι σκοτώθηκαν μετά από συμπλοκή με άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στη συμβολή των οδών Δαμάρεως και Φορμίωνος. Η μανία των Ταγμάτων Ασφαλείας ξέσπασε στους δύο ΕΛΑΣίτες. Ο Βαγγέλης Μαρτάκης δέχθηκε πέντε σφαίρες, μια από τις οποίες ήταν χαριστική βολή στον κρόταφο. Ο Παναγιώτης Καρλάφτης δέχτηκε 20 σφαίρες.

*Για τον θάνατο του Μαρτάκη έγραψε και ο μεγάλος χρονογράφος Δημήτρης Ψαθάς: «Με το συνάδελφο και φίλο Γιώργο Ρούσσο ανεβαίνουμε στο πολυτάραχο Παγκράτι με το τραμ. Πριν απ’ το τέρμα, τ’ όχημα σταματά. Πέρα-πέρα οι δρόμοι κι ολόκληρη η πλατεία πιασμένη από τσολιάδες. Τα πολυβόλα εδώ, οι όλμοι εκεί, πιστόλια εκεί –ένας σκοπός τσολιάς στη μέση της ήρεμης πλατείας. Τι συμβαίνει; Τελειώσαν κάποιο μπλόκο οι τσολιάδες και έχουν στο τμήμα εαμίτες. Ώσπου να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες, αντηχεί ένα πολυβόλο και πέφτει ο τσολιάς-σκοπός κατάχαμα. Δρόμο ο κόσμος. Πανικός. Τρυπώνουμε σ’ ένα τσαγγαράδικο που μισοκατεβάζει τα ρολά. Άνδρες και γυναίκες. Βροχή το ντουφεκίδι. Για πιο μεγάλη σιγουριά, τρέχουν οι τσολιάδες και στήνουνε το πολυβόλο τους στην πόρτα του μαγαζιού […] Το οπτικό μας πεδίο δεν είναι άλλο από τα οπίσθια του τσολιά που σκυμμένος στο πολυβόλο του σημαδεύει διαρκώς και πότε-πότε ρίχνει […] Πούθε χτυπάνε; Ένα μονάχα πολυβόλο ακούγεται από την κορυφή του κινηματογράφου ΠΑΛΛΑΣ. Και του απαντάνε ντουφέκια, πολυβόλα, πιστόλια, τα όπλα ενός ολόκληρου στρατού. Τέσσαρες είναι οι ελασίτες που κάναν την επίθεση για να ελευτερώσουν τους κρατουμένους! Ο Αράπης –λέει–, ο αρχηγός του Βύρωνα, με άλλους τρεις που κατάφεραν στενό-στενό να κατέβουν από το συνοικισμό για να διώξουν τους τσολιάδες! Χαλά ο κόσμος. Σταυροκοπιούνται οι γυναίκες. Και κάποτε τελοσπάντων σταματάει το κακό. –Τι έγινε; -Σκοτώθηκε ο Αράπης –Και οι άλλοι; –Δύο γλίτωσαν και φύγαν. Μαζί με τον αρχηγό τους σκοτώθηκε και άλλος ένας. Είναι θεότρελοι. Τέσσαρες άνθρωποι να τα βάλουν με όλο τούτο το λεφούσι;»


*Σύμβολο της ΟΠΛΑ ήταν το ρολόι με τους δείκτες του σταματημένους στις 12 παρά 5. Ένδειξη του πόσου χρόνου απέμενε στους προδότες και τους δωσίλογους πριν την ώρα τους. Το σήμα της ΟΠΛΑ εμφανίζονταν και προειδοποιητικά σε όσους η οργάνωση θεωρούσε ότι χρειάζονταν προειδοποίηση.

Με την αμέριστη βοήθεια του καθηγητή Ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Πηγή 

Προβλήθηκε 1898 φορές