Ο λύκος και το αρνί βρεθήκανε στην ίδια όχθη να πίνουν νερό.
Πιο ψηλά στο ποτάμι στεκόταν ο λύκος, πιο κάτω το αρνί.
Πεινασμένος ο λύκος έψαχνε αφορμή για να ριχτεί στο αρνί.
“Γιατί”, του είπε, “μου θόλωσες το νερό;”
“Με συγχωρείς, λύκε”, είπε το αρνί, “αλλά πώς μπορεί να σου θόλωσα το νερό; Εσύ είσαι πιο πάνω και το δικό σου νερό έρχεται σε μένα, όχι το αντίθετο”.
Ο λύκος δεν μπορούσε να το αντικρούσει.
Αλλά πήγε πιο κοντά.
“Πάνε δυο χρόνια που με κακολογείς και λες για μένα τα χειρότερα”, είπε στο αρνί.
“Μα εγώ δεν είχα γεννηθεί πριν δύο χρόνια. Πώς μπορούσα να σε κακολογήσω;” του είπε το αρνί.
“Ο πατέρας σου με κακολογούσε”, είπε ο λύκος και έφτασε δίπλα του.
“Τον πατέρα μου ούτε που τον γνώρισα”, ξεκίνησε να λέει το αρνί.
Όμως ο λύκος σταμάτησε να κουβεντιάζει.
Όρμησε στο αρνί και το ‘φαγε.
Κι ο νόμος αυτός συνεχίζει να ισχύει.
Τα αρνιά τα τρώνε οι λύκοι, όσα επιχειρήματα κι αν έχουν, όσο λογικά κι αν είναι.
Δεν μπορείς να συζητήσεις μ’ εκείνον που θέλει να σε φάει.