του Παύλου Παπανότη
Μετά από πολύμηνη απουσία επανέρχομαι μ’ένα θέμα που πτυχές του ανέλυσα σε προηγούμενο δημοσίευμα: την ατιμωρησία των ταγματασφαλιτών μετά την Κατοχή, για την οποία υπεύθυνοι ήταν η τότε ελληνική πολιτική ηγεσία, κυρίως ο «γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου, και ο στρατηγός Σκόμπι, διοικητής των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων που έφτασαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944.
Υλικό για την τεκμηρίωση των θέσεων μου αποτελούν δημοσιεύματα δυο εφημερίδων της εποχής εκείνης, ιδεολογικά αντίθετων μεταξύ τους, της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα έφυγαν από την Αθήνα και έξι μέρες αργότερα έφθασαν στην πρωτεύουσα τα μέλη της εθνικής κυβέρνησης, η οποία είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή στις 3 Σεπτεμβρίου 1944.
Όσοι ταγματασφαλίτες συνελήφθησαν από δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. παραδόθηκαν στις στρατιωτικές αρχές και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή, όπου παρέμειναν –υποτίθεται – φρουρούμενοι.
Ακόμη ηγετικά στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας καθώς και οι εμπνευστές για τη συγκρότησή τους εγκλείστηκαν στις φυλακές «Αβέρωφ», οι οποίες είχαν μεταβληθεί σε φυλακές «πολυτελείας».
Αυτό επιβεβαιώνουν τα όσα έλεγε ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που συνελήφθη ως υποκινητής για την ίδρυση της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης (εφημερίδες ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλα της 27ης Οκτωβρίου 1944).
Δήλωνε ότι στου «Αβέρωφ» δεν κρατείται, αλλά απλώς φιλοξενείται (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 4ης Νοεμβρίου 1944).
Γενικά, παρά τις πομπώδεις δηλώσεις του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και άλλων κυβερνητικών στελεχών για παραδειγματική τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, φαινόταν ότι δεν υπήρχε η πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο.
Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στο Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτήθηκε για να δικάσει τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς των κατοχικών κυβερνήσεων και άρχισε τις εργασίες του στις 22 Φεβρουαρίου 1945.
Στις 8 Μαρτίου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Τσουδερού, υπουργός των Ναυτικών στην εθνική κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και αρχηγός του Ενωτικού Κόμματος.
Ερωτώμενος για τα Τάγματα Ασφαλείας κατέθεσε: «Οιαδήποτε μορφή στρατού, ιδρυομένου επί κατοχής κατόπιν ειδικής αδείας του εχθρού, δεν ήτο δυνατόν παρά να βλάψει τα ελληνικά συμφέροντα. Γνωρίζω ότι δεν θα ήτο δυνατόν να σχηματισθούν τάγματα και να στρατολογηθούν πρόσωπα, εάν δεν είχε γίνει μακρά σειρά εγκλημάτων από το Ε.Α.Μ. και τον Ε.Λ.Α.Σ.» (εφημερίδες ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλα της 9ης Μαρτίου 1945).
Με την κατάθεσή του αυτή ουσιαστικά έδινε άλλοθι για τη δράση των ταγματασφαλιτών. Σε ερώτηση του Επιτρόπου του Δικαστηρίου αν τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν Έλληνες και τους παρέδωσαν στους Γερμανούς, η απάντηση του μάρτυρα ήταν: «Δεν έχω καμμίαν επ’ αυτού μαρτυρίαν» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1945).
Στις 15 Μαρτίου 1945 κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ο Γεώργιος Παπανδρέου. Κατά την περίοδο της διακυβερνήσεώς του είχαν συμβεί τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών.
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι «δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου για την «κατάπνιξη» του κινήματος του Δεκεμβρίου».
Τότε έγινε ο ακόλουθος διάλογος ανάμεσα στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον Ιωάννη Ράλλη, τον κατηγορούμενο τρίτο κατοχικό πρωθυπουργό, που είχε συγκροτήσει τα Τάγματα Ασφαλείας:
Ιωάννης Ράλλης: «Είπατε ότι τον Δεκέμβριον δεν μετεχειρίσθητε διά την κατάπνιξιν της « στάσεως» τα Τάγματα Ασφαλείας. Μήπως γνωρίζετε πώς εσώθημεν κατά την επίθεσιν του Ε.Λ.Α.Σ. εναντίον των φυλακών Αβέρωφ την 18ην Δεκεμβρίου; Θα σας το είπω εγώ. Εντός των φυλακών ήσαν κρατούμενοι άνδρες και αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας Κοζάνης. Εννέα ημέρας ενωρίτερον αφέθησαν ελεύθεροι, ωπλίσθησαν και ετάχθησαν παρά το πλευρόν της αγγλικής φρουράς της φυλακής». (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 16ης Μαρτίου 1945)
Γεώργιος Παπανδρέου: «Απεφασίσαμεν να οπλίσωμεν τους άνδρας των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπου και αν ευρίσκοντο, διά την προσωπικήν των ασφάλειαν. Και αυτό έγινε από ανθρωπισμόν».
Ιωάννης Ράλλης: «Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας είχαν λάβει όπλα προ του κινήματος και ανέλαβον ακόμη υπηρεσίαν και εμάχοντο. Και μάλιστα αξιωματικός των ταγμάτων ασφαλείας προήχθη υπό της Κυβερνήσεώς σας».
Γεώργιος Παπανδρέου: «Ίσως να υπάρχουν μεμονωμένα παραδείγματα».
Τότε ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης υπέβαλε στον μάρτυρα την ερώτηση: «Είπατε ότι τα τάγματα δεν έλαβον μέρος εις τας επιχειρήσεις (κατά τα Δεκεμβριανά). Μήπως ξεύρετε το γεγονός ότι εμάχοντο εις την Σχολήν Χωροφυλακής (Μακρυγιάννη) κατά του Ε.Λ.Α.Σ»;
Και η απάντηση του τέως πρωθυπουργού: «Αν ήσαν εκεί πλησίον, τότε πρόκειται για άμυνα. Απεκλείσθη εις τα τάγματα η ανάληψις αγώνος, αλλά όχι και η άμυνα κατά των κομμουνιστών και του Ε.Λ.Α.Σ.». (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 16ης Μαρτίου 1945)
Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ήδη από τον Νοέμβριο του 1944 είχε «επιδώσει τελεσίγραφο» στην ηγεσία του Ε.Α.Μ. για διάλυση του Ε.Λ.Α.Σ. ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.
Αντίθετα, από τον αφοπλισμό είχε εξαιρέσει την «Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία» και τον «Ιερό Λόχο», μονάδες που είχαν συγκροτηθεί από τους Άγγλους στη Μέση Ανατολή και θα επάνδρωναν πλέον τον εθνικό στρατό.
Παράλληλα, όπως φάνηκε από τους προηγούμενους διαλόγους, είχε αποφασίσει «δι’ ανθρωπιστικούς λόγους» τον εξοπλισμό των ταγματασφαλιτών.
Συνεπώς, εξώθησε την πολιτική κατάσταση στην πρώτη φάση του Εμφυλίου, με στόχο την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, τουλάχιστον για τη μεγαλύτερη μερίδα του ελληνικού λαού, και την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της αγγλικής πολιτικής.