Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι γεννήθηκε σε μία εποχή όπου οι πόρτες των Ακαδημιών Καλών Τεχνών ήταν ερμητικά κλειστές για τις γυναίκες καλλιτέχνες.
Ωστόσο, εκείνη μέσα από ένα σκληρό προσωπικό ταξίδι κατάφερε σήμερα να θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες ζωγράφους της μπαρόκ εποχής και μία από τους σημαντικότερους ακολούθους τους Καραβάτζιο.
Ο έξοχος ρεαλισμός των έργων της τα καθιστά μοναδικά. Ζωγράφιζε με πυγμή και θάρρος, εμφανώς επηρεασμένη από το ύφος του σπουδαίου Καραβάτζιο, ωστόσο η δική της φωνή παραμένει ακλόνητη μέσα στους πίνακες της.
Γεννήθηκε το 1593, και αρχικά μαθήτευσε στο εργαστήριο του πατέρας της, Οράτσιο Τζεντιλέσκι, στην Ρώμη. Το γεγονός πως ο πατέρας της ήταν ζωγράφος ήταν ο μόνος τρόπος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη ζωγραφική. Ήταν όμως και η αιτία πυροδότησης ενός ντόμινου δυσβάστακτων γεγονότων για την νεαρή Αρτεμίζια.
Self-portrait as the Allegory of Painting, Artemisia Gentileschi
Ένα αποτρόπαιο γεγονός
Το 1611, ο πατέρας της έχει ήδη αντιληφθεί το μεγαλείο του ταλέντου της και αποφασίζει να προσλάβει έναν δάσκαλο. Επιλέγει τον ανερχόμενο ζωγράφο Αγκοστίνο Τάσσι, μία επιλογή που θα μετάνιωνε πικρά στη συνέχεια.
Ο 30χρονος τότε Τάσσι την βιάζει εν ώρα μαθήματος. Μετά από αυτήν την αχρεία πράξη, της κάνει πρόταση γάμου και εκείνη δέχεται για να αποκαταστήσει την τιμή της.
Ο πραγματικός λόγος που ο Τάσσι έκανε πρόταση στη Αρτεμίζια ήταν για να διατηρήσει τις ερωτικές σχέσεις μαζί της. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμία πρόθεση να την παντρευτεί.
Η μέρα του γάμου δεν έρχεται και ο Οράτσιο απελπισμένος αποφασίζει εννέα μήνες μετά το συμβάν να κινηθεί δικαστικά εναντίον.
Η δίκη που ακολούθησε, αποτέλεσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής εκείνης στη Ρώμη, ενώ παράλληλα ήταν μία εξευτελιστική διαδικασία για την Αρτεμίσια.
Αναπάντεχα, όλα όσο ειπώθηκαν σε αυτή την δίκη έχουν καταγραφεί και διασωθεί σε ένα γραπτό ντοκουμέντο 400 ετών.
Μία δίκη – παρωδία
Η Αρτεμίζια βασανίστηκε στη δικαστική αίθουσα και υποβλήθηκε σε γυναικολογική εξέταση με σκοπό να εξεταστεί η ειλικρίνεια της ομολογίας της.
Στον σύγχρονο κόσμο δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε πόσο ταπεινωτική ήταν αυτή η διαδικασία για μία έφηβη της εποχής. Συσκευές σύνθλιψης είχαν τυλιχτεί γύρω από τα δάχτυλα της και τα τραβούσαν με δύναμη, προκαλώντας οξύ πόνο.
Ο δικαστής είχε προτείνει μία διαφορετική εκδοχή του βασανιστηρίου «sibille», καθώς η κοπέλα ήταν 18 ετών. Μέσα στην αίθουσα καθόταν και ο άνθρωπος που την βίασε.
Κανένας δεν σκέφτηκε να τον βασανίσει. Την ώρα του βασανισμού της η Αρτεμίζια θα του πει με σαρκασμό: «Αυτοί οι σφιγκτήρες είναι το δαχτυλίδι γάμου που μου υποσχέθηκες“.
Η δική διήρκεσε εφτά μήνες και η εξέταση μαρτύρων δεν είχε τελειωμό.
Φίλοι, γνωστοί, καλλιτέχνες και συγγενείς περιέγραψαν στους δικαστές τη ζωγράφο σαν μία φιλήσυχη κοπέλα, που έβγαινε έξω ελάχιστα, καθώς ασχολούνταν όλη μέρα με την ζωγραφική.
Αντίθετα, ο Τάσσι περιγράφηκε σαν ένας βίαιος και άστατος άνθρωπος, ενώ οι «κακές γλώσσες» έλεγαν πως είχε σκοτώσει την ίδια του τη γυναίκα.
Παρόλα αυτά, η Τζεντιλέσκι βασανίστηκε και ο Τάσσι αφέθηκε ελεύθερος.
Γιατί; Ο δαιμόνιος ζωγράφος προστατεύονταν από την ίδιο τον Πάπα, επειδή η τέχνη του –ξεχασμένη σήμερα- ήταν ανεκτίμητη για εκείνη την εποχή.
Όλοι ήξεραν πως έφταιγε, ωστόσο ο πάπας είχε δηλώσει: «Ο Τάσσι είναι ο μόνος ζωγράφος που δεν με απογοητεύει. Όλοι οι υπόλοιποι ζωγράφοι προσποιούνται πως είναι άνθρωποι με τιμή, αλλά με απογοητεύουν συχνά”.
Η Τζεντιλέσκι, που ήταν έφηβη όταν η περιβόητη δίκη τελείωσε, είχε ντροπιαστεί σε μία κοινωνία όπου η τιμή ήταν τα πάντα. Ο μόνος τρόπος να πάρει την εκδίκηση της ήταν να χρησιμοποιήσει το μόνο όπλο που διέθετε: τα πινέλα της.
Δεν μπορούσε να γράψει την ιστορία της, καθώς, όπως αποκαλύφθηκε στην δίκη ήταν σχεδόν αναλφάβητη. Η διαχρονική αξία των έργων τιμωρούν πλέον κάθε μέρα τον βιαστή, υπενθυμίζοντας την ιστορία της, αλλά και το μεγαλείο δύναμης που έδειξε.
“Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη” (O πίνακας του 1610)
Ένα από τα έργα της, ο πίνακας «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη» υπενθυμίζει ακριβώς αυτή την ιστορία. H καλλιτέχνης ζωγράφισε το πρώτο αντίγραφο το 1610, έναν χρόνο δηλαδή πριν τον βιασμό από τον Τάσσι.
Μετά το τραγικό συμβάν επανήλθε στο ίδιο θέμα με περισσότερο συναίσθημα, αλλά και πυγμή.
“Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη” (O πίνακας του 1614-1620)
Στον νέο πίνακα, που φιλοτεχνήθηκε το 1614 -1620, η Αρτεμίζια φέρνει νέο αέρα σε αυτή τη βιβλική ιστορία, έχοντας τη μνήμη της νωπή ακόμη από τον βιασμό της.
Στην βιβλική ιστορία η Ιουδήθ ήταν μία όμορφη χήρα από την Βαιτυλούα, που αποφάσισε να βοήθησε τον λαό της.
Τον 4ο αιώνα πΧ, ο Ολοφέρνης, που ήταν στρατηγός του Ναβουχοδονόσορα, πολιορκούσε τη Βαιτυλούα με 170.000 στρατιώτες και 12.000 ιππείς.
Η Ιουδήθ αφού φόρεσε τα πολυτιμότερα κοσμήματα της και τα ομορφότερα της ρούχα, πήγε στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη.
Λέγοντας πως είναι ιέρεια, εισήλθε στο στρατόπεδο και υποσχέθηκε πως θα αποκάλυπτε στον Ολοφέρνη την λύση για την κατάληψη της πόλης.
Κατά την διάρκεια της συνομιλίας του τον αποπλανεί. Εκείνος γεμάτος πόθο για αυτήν, την καλεί στην κάμαρα του.
Με την βοήθεια της υπηρέτριας της, τον παγιδεύει μέσα στην ίδια του την κάμαρα και τον αποκεφαλίζει.
Η πολιορκία της πόλης λύνεται!
Την βιβλική ιστορία της Ιουδήθ έχουν φιλοτεχνήσει πολλοί σημαντικοί ζωγράφοι, καθώς τα βιβλικά θέματα ήταν δημοφιλή τότε.
Στους περισσότερους πίνακες με το ίδιο θέμα, συμπεριλαμβανομένου ενός πίνακα του Καραβάτζιο, η Ιουδήθ είχε μαζί μία υπηρέτρια που περίμενε να συλλέξει το ακρωτηριασμένο κεφάλι.
Η Αρτέμιζια το αλλάζει αυτό. Κάνει την υπηρέτρια μία νεαρή δυνατή γυναίκα που συμμετέχει ενεργά στην δολοφονία. Αυτό κάνει δύο πράγματα.
Προσθέτει ένα άγριο ρεαλισμό, αλλά και μεταφέρει το μήνυμα: «Τι μπορούν οι γυναίκες να κάνουν αν ενωθούν;».
Είναι φυσικό επακόλουθο η θηριώδης απεικόνιση του πίνακα πολλές φορές να έχει «μεταφραστεί» σαν μία “ζωγραφισμένη εκδίκηση” του βιασμού.
Το στιβαρό χέρι της Ιουδήθ αποκεφαλίζει χωρίς δισταγμό τον Ολοφέρνη, όπως η Αρτεμίζια φαντασιώνεται να δολοφονεί τον βιαστή της.
Καθώς η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη, όλο το πρόσωπο της συσπάται, τα χέρια είναι σφιχτά, ενώ το αίμα αναβλύζει άγρια από τον λαιμό του βασιλιά. Ο εκπληκτικός νατουραλισμός της σκηνής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή του Καραβάτζιο.
Η Αρτεμισία ακολούθησε την τεχνική της ζωγραφικής του, προσθέτοντας έντονες αντιθέσεις φωτός και σκοταδιού. Η δύναμη της σκηνής, ωστόσο, είναι δικό της επίτευγμα και ο πίνακας κατατάσσεται στα αριστουργήματα της μπαρόκ τέχνης.
Ενάντια στα όρια και τις προκαταλήψεις της εποχής της
Ο βιαστής Τάσσι τελικά παρέμεινε στην φυλακή για εννέα μήνες.
Η Αρτεμίζια ύστερα από προτροπή του πατέρας της παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο Στιαττέζι και μετακόμισε στη Φλωρεντία.
Το 1614, οι Μέδικοι, μια πολύ πλούσια οικογένεια της Φλωρεντίας και γνωστοί πάτρωνες των τεχνών, την παίρνουν υπό την προστασία τους. Λίγους μήνες αργότερα έγινε η πρώτη γυναίκα μέλος της Accademia delle Arti del Disegno.
Στην Φλωρεντία συναντά τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκιμ με τον οποίο γίνονται εραστές. Με την βοήθεια του Μαρίνγκιν αποκτά δικό της εργαστήριο και βοηθούς, το οποίο βοηθάει ιδιαίτερα την καριέρα της. Εξαιτίας αναρίθμητων χρεών, αλλά και της διάλυσης του γάμους της, το 1621 επέστρεψε στην Ρώμη.
Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από την περίοδο της παραμονής της στην Αγγλία, όταν συνεργάστηκε και πάλι με τον πατέρα της που είχε γίνει αυλικός ζωγράφος του Καρόλου Α΄, το 1638. Ο Οράτσιο πέθανε το 1639 και η Αρτεμίζια επέστρεψε στη Νάπολη, όπου και πέθανε το 1652.
Κατά την διάρκεια τη ζωής της, η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι κατάφερε να κάνει το ανήκουστο: να ακμάσει σε έναν ανδροκρατούμενο τομέα τον 17ο αιώνα.
Σήμερα, παραμένει πηγή έμπνευσης, όχι μόνο για τα δυνατά έργα της, αλλά και την ικανότητα να υπερνικά τα όρια και τις προκαταλήψεις της εποχής της.
Ο πίνακας “Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη” που φιλοτεχνήθηκε το 1614-1620, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην γκαλερί Ουφίτσι, στην Φλωρεντία.