του Περικλή Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου-ιστορικού
Η πείνα
Τις μαύρες μέρες της τριπλής ξένης κατοχής 1941-1944, στην επιβίωση των κατοίκων της Αθήνας συνέβαλλαν τα λαϊκά συσσίτια. Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και η κυβέρνηση Τσολάκογλου κατέσχεσαν όλα τα διαθέσιμα αποθέματα τροφίμων.
Ο Τσολάκογλου προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, για το θανατικό του 1941-1942, γράφει στα «Απομνημονεύματα» του: «Η πολεμική κατάστασις, η αβεβαιότης περί του χρόνου, καθ’ ον θα τερματισθεί ο πόλεμος, η εξάντλησις των υπαρχόντων μκρών αποθεμάτων, η εκ μέρους των Αρχών κατοχής υφαρπαγή τινών εξ αυτών θεωρηθέντων ως λεία πολέμου…και ούτως αι πυκνοκατωκημεναι Αθήναι δεν είχον ανάλογον περιφέρειαν περισυλλογής των προϊόντων και ήτο επόμενον, όθεν να υποφέρωσιν αυταί περισσότερον από την δεινοτάτην κρίσιν…».
Η μάχη της επιβίωσης
Όλες οι επαγγελματικές οργανώσεις, οι σύλλογοι δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι και καθηγητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι και γενικά όλες οι επαγγελματικές ομάδες, ίδρυσαν και λειτούργησαν συσσίτια.
Η επιβίωση του λαού ως το τέλος της Κατοχής ήταν ζήτημα ενός καθημερινού αγώνα, που, ξεκινώντας από τις πιο απλές μορφές κι αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερο κόσμο, εξελίχτηκε σ' ανοιχτή και σκληρότατη μάχη, που σ' αυτήν πήραν μέρος χιλιάδες και χιλιάδες πατριώτες. Στις γειτονιές της Αθήνας, στήθηκαν τα καζάνια της επιβίωσης που συνήθως μαγείρευαν ότι έβρισκαν τις περισσότερες φορές χωρίς λάδι.
Άλλες φορές το συσσίτιο ήταν σκέτο νεροζούμι, με λίγα γυφτοφάσουλα ή φακές ή λαχανίδες. Κι’ όμως αυτό φτωχό συσσίτιο, που δεν μπορούμε σήμερα να διανοηθούμε ότι μπορεί φάει άνθρωπος στάθηκε πολύτιμο στήριγμα της ζωής σ' εκείνη τη φοβερή δοκιμασία.
Το καζάνι
Το συσσίτιο παρασκευαζόταν μια φορά την ημέρα έξω από δημαρχεία, σχολεία, εκκλησίες, τράπεζες κ.α. Το μεσημέρι την ώρα της διανομής, σχηματίζονταν ουρές ανθρώπων με πρόσωπα μαστιγωμένα από την ανέχεια. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα κατσαρολάκι και περίμεναν την σειρά τους να πάρουν την πολύτιμη μερίδα τους.
Μια τέτοια σκηνή περιγράφει ο Δημήτρης Ψαθάς : «Ένα καζάνι. Ένας κύριος μπροστά στο καζάνι με μια τεράστια κουτάλα.
Κι΄ένας δεύτερος κύριος πλάι στον πρώτο. Ιεροτελεστία. Ο πρώτος κύριος βουτά την κουτάλα στο καζάνι κι’ ύστερα την αδειάζει στο τενεκεδάκι της κυρίας που έχει σειρά.
Ο δεύτερος κύριος επιθεωρεί τις κουταλιές και το ντενεκεδάκι. Εντάξει. Φεύγει η κυρία, σοβαρή, κι’ έρχεται η σειρά άλλου. Κι’ ύστερα άλλου κι’ άλλου.
Η ουρά αρχίζει απ’ το χείλος του καζανιού και εκτείνεται ως πέρα. Εφ’ ενός ζυγού, άλλος ψηλός, άλλος κοντός, άλλος μακρύς, άλλος λιγνός. Κόσμος ανάκατος…».
Σε αυτή την λειψή μερίδα των συσσιτίων, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας στήριζε τις ελπίδες για επιβίωση και την έβλεπε ως την μοναδική σανίδα σωτηρίας από το φάντασμα της πείνας.
Όμως η λειτουργία των συσσιτίων είχε ένα σωρό δυσκολίες. Για να βρεθούν και αυτά τα ελάχιστα τρόφιμα οργανώθηκαν δίκτυα που αναζητούσαν έναντι πληρωμής εκτός Αθηνών στα χωριά της επαρχίας, και μαχητικά από την κυβέρνηση των δοσίλογων, με διαβήματα, διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
«...Όλα τα προϊόντα της γης - γράφει ο Δ. Γληνός - ακόμα και κείνα που μας περίσσευαν και τα πουλούσαμε στο εξωτερικό έγιναν, με μιας, για μας αόρατα... Οχι πια το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι, παρά το λάδι μας, οι ελιές μας, τα τυριά μας, οι σταφίδες μας, τα σύκα μας, τα κρασιά μας, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα ψάρια, τα καπνά μας, τα χάσαμε από τα μάτια μας...».
Κι ο Δ. Γληνός προσθέτει: «...Στη χώρα της ελιάς και του λαδιού, πεθαίνουν οι άνθρωποι από πρηξίματα, γιατί δεν έχουν σταγόνα λάδι να προσθέσουνε στα νερόβραστα χόρτα τους...».
Οι Κρητικοί
Η πρώτη μαχητική εκδήλωση για την επιβίωση έγινε από τους Κρητικούς έφεδρους πολεμιστές της Αλβανίας, τον Ιούλιο του 1941.
Οι Κρητικοί φαντάροι δεν μπόρεσαν να γυρίσουν στο νησί τους μετά την κατάρρευση του μετώπου.
Δεκαεφτά χιλιάδες πολεμιστές έμειναν στη Αθήνα, χωρίς δουλειά και στέγη, με την σκέψη πάντα πως θα οργανώσουν τον γυρισμό στο νησί τους. Με τις δυναμικές διαμαρτυρίες τους κατάφεραν να πετύχουν την ίδρυση συσσιτίου.
Λίγο καιρό ύστερα, οι Γερμανοί και η δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου σταμάτησαν τα συσσίτια, ενοχλημένοι από την αγωνιστική στάση των Κρητών, από τους οποίους πολλούς συνέλαβαν και έκλεισαν στο στρατόπεδο της Λάρισας.
Η οργάνωση
Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε επαγγελματικό φορέα υπήρχαν Επιτροπές, που πάνω τους είχαν πάρει την υπόθεση των συσσιτίων, και το έκαναν έργο ζωής
«Εκατοντάδες στελέχη και μέλη της Αντίστασης του ΕΑΜ και τ' αετόπουλα ακόμη, βρέθηκαν και πάλεψαν στην έπαλξη των συσσιτίων, γύρω από το καζάνι - γράφει ο Νίκος Καραντηνός.
Ήταν μια μάχη, που απαιτούσε καθημερινή αγωνιστική εγρήγορση.
Στο φοιτητικό μας συσσίτιο, εκεί στα πευκάκια, στην πανεπιστημιακή λέσχη, στο Χημείο. Ένα καζάνι, που τροφοδοτούσε πάνω από οχτώ χιλιάδες φοιτητές στα Ανώτατα Ιδρύματα.
Κι’ εκεί παρούσα, άγρυπνη κι άτρομη, η Επιτροπή, αυτή που έδινε καθημερινή μάχη για να εξασφαλιστούν τα τρόφιμα για τη λειτουργία του. Είναι αυτοί, που αψήφησαν το κίνδυνο και που έπεσαν στα χέρια των Γερμανοτσολιάδων, που τουφεκίστηκαν. Ο Γιάννης, ο Αριστείδης, ο Κωστάκης, ο Νίκος, κι άλλοι, κι άλλοι...»
Ο Σπύρος Κωτσάκης καπετάνιος του Α Σώματος του ΕΛΑΣ Αθήνας (Νέστορας) γράφει : «Η πείνα είναι βασανιστική. Από το Νοέμβρη (του 1941) γίνεται θανατικό. Η εξασφάλιση τροφής, η επιβίωση, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτούς τους μήνες.
Ακόμα στη μνήμη υπάρχουν στιγμές, επεισόδια, περιστατικά φρίκης, αλλόκοτης, ανάρμοστης συμπεριφοράς μικρών και μεγάλων… Τότε ήταν που «έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα» που λένε.
Στην πλατεία Πλαστήρα (στο Παγκράτι) είδα εξάχρονο παιδί, ίσως και μικρότερο, σκελετωμένο, να φωνάζει να κλαίει σπαραχτικά και να βρίζει τη μάνα του που δεν του ‘δινε τη μερίδα του ψωμιού του.
Φώναζε: «Καλέ, πάρτε της τώρα το ψωμί μου. Στο σπίτι θα μου το φάει αυτή». Μέχρις εκεί είχε φέρει η πείνα τους ανθρώπους, να τρώει η μάνα τη μερίδα του παιδιού της καταδικάζοντας το σε βέβαιο θάνατο.
Ηλιούπολη
Στη Ηλιούπολη της Κατοχής, η μάχη της επιβίωσης μέσα από τις οργανωμένες δυνάμεις της Αντίστασης.
Στην οδό Σκουφά, στα Κανάρια, στο νηπιαγωγείο που είχε ιδρύσει το σωματείο «Η Πρόοδος» υπήρχε οργανωμένο συσσίτιο.
Σήμερα την θέση του έχει πάρει ένα τριώροφο κτίσμα. Το σωματείο, όταν η πείνα πήρε διαστάσεις το παραχώρησε στο ΠΙΚΠΑ. Στην περιοχή υπήρχαν άλλα δυο συσσίτια, στη Χαραυγή και την Αγία Μαρίνα.
Στα συσσίτια αυτά έτρωγαν εκατοντάδες παιδιά. Για τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο είχαν οργανωθεί εξωσχολικά συσσίτια.
«Εκεί πρόσφεραν υπηρεσία, η Τζανετάκαινα η Ελένη, η Ελένη Παυλίδου, ο Μίμης ο Σταυρόπουλος και η αδελφή του, ο Νίκος ο Αρφαράς, η Λέλα η Ράδου και ο Περίδης ο γιατρός και βέβαια εγώ και ο Γρηγόρης» γράφει Γαβριέλα Χαμογεωργάκη μέλος του ΕΑΜ Ηλιουπολης.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1944 οι Εγγλέζοι βομβάρδισαν τον Πειραιά και σκοτώθηκαν πολλοί, στην Αγία Τριάδα, στα ορύγματα, στον ηλεκτρικό.
Οι Πειραιώτες σκόρπισαν στην Αθήνα και όπου μπόρεσε να φτάσει κανείς. Ήρθαν και στην Ηλιούπολη.
Στήθηκε καζάνι για να στηριχτούν οι άστεγοι και πεινασμένοι, με πρωτοβουλία της Εθνικής Αλληλεγγύης. Στην οργάνωση της Αλληλεγγύης δούλεψαν δραστήρια η Ελευθερία Χαλκιά, η Παρθένα Κοσαβακίδου, η Χρυσούλα Γεωργοπούλου, η Ζωή Πετροπούλου (στα συσσίτια της ΕΟΧΑ) και πολλοί άλλοι.
Χωρίς αυτά τα λαικά συσσίτια οι 300.000 νεκροί της Αθήνας από την πείνα, τον χειμώνα του 1941-1942 θα πλησίαζαν το ένα εκατομμύριο θύματα.
Πηγές:
-Ψαθάς Δημήτρης, (1961), ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, Αθήνα : εκδόσεις «Αιγαίο».
- Γληνός Δημήτρης, (1942), «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», Έκδοση Ελεύθερης Ελλάδας.
-Καραντηνός Νίκος, εφ.Ριζοσπάστης, 17/9/2000.
-Μάτακα-Χαμογεωργάκη Γαβριέλα, (1989), «Εκείνα τα χρόνια…στην Ηλιούπολη».
-Κωτσάκης Σπύρος, (1986),Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
-Τσολάκογλου Γεώργιος, (1959), Απομνημονεύματα, Αθήνα: εκδόσεις Ακροπόλεως.