Πέθανε σε ηλικία 88 χρονών ο Νίκος Ξανθόπουλος, ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου.
Το «Παιδί του Λαού», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν ένας ξεχωριστός ηθοποιός που πρωταγωνίστησε σε δραματικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 υποδυόμενος τον άντρα με φιλότιμο και μπέσα που θα μπορούσε για τη γυναίκα που αγαπά να κάνει τη μεγαλύτερη θυσία, τον άνθρωπο που μέσα από χιλιάδες δυσκολίες κατάφερνε να φτιάξει την ζωή του και να κερδίσει την αγάπη. Ήταν με λίγα λόγια αυτός που αποτύπωσε πιο πειστικά -λόγω και των βιωμάτων του- στη μεγάλη οθόνη την καθημερινότητα, τους πόθους και τις δυσκολίες εκατομμυρίων Ελλήνων της βιοπάλης.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία, την προσφυγική γειτονιά της Αθήνας. Παιδί Ποντίων προσφύγων μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Ο πατέρας του ήταν κατά περίσταση τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση. Μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του είχε τη συνήθεια να «εξαφανίζεται» για μεγάλα χρονικά διαστήματα. «Μια μέρα πήγε να φέρει κρασί κι έκανε 6 μήνες να γυρίσει» έγραψε στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2005 με τίτλο «Όσα Θυμάμαι και Όσα Αγάπησα». Στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, της οποίας παρέμεινε πιστός οπαδός μέχρι το τέλος.
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έχοντας ως ίνδαλμά του τον Μάνο Κατράκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στο θίασο της Κατερίνας με την κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία». Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκτός από τον θίασο της Κατερίνας, που υπήρξε μεγάλη δασκάλα γι’ αυτόν, έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, συνεργάστηκε με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο
Το 1958 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι». Στην αρχή έπαιξε ρόλους κακού, σκληρού και γενικά μικρούς ρόλους, σε κωμωδίες, δράματα, ακόμη και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες, ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο απογείωσε την καριέρα του
Με την ίδρυση της εταιρείας των Τεγόπουλου/Καράμπελα «Κλακ Φιλμς» το 1963, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της. Με σκηνοθέτη τον Τεγόπουλο και σπουδαίους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου στους υπόλοιπους ρόλους, ο Νίκος Ξανθόπουλος καθιερώθηκε σε ρόλους κατατρεγμένου και αδικημένου, σε ταινίες όπως «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969).
Πολλές από αυτές τις ταινίες προβλήθηκαν απευθείας στις συνοικίες της Αθήνας και στην επαρχία. Και μπορεί οι διανοούμενοι να τις λοιδορούσαν και οι κριτικοί να τις περιφρονούσαν, αλλά ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους λαϊκούς κινηματογράφους και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ζούσαν ακόμη τότε αποθέωναν «το παιδί του λαού».
Σ’ αυτές τις ταινίες ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά, ενώ συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας έγραψαν τραγούδια γι’ αυτόν. Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους και 55 σινγκλ. Εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς.
Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά την κατάρρευση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου επανήλθε στο θέατρο και εμφανίστηκε σποραδικά στην τηλεόραση. Το 1996 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο», δίπλα στη Βάνα Μπάρμπα.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος και έμενε στο κτήμα του στην Παιανία. Ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε παντρευτεί δύο φορές κι είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
www.zougla.gr