Του Δημήτρη Γ. Παπαδημητρίου
Σύμβουλου Επιχειρήσεων
Η μείωση της βιομηχανικής, αγροτικής, κτηνοτροφικής παραγωγής, η μείωση της παραγωγικότητας, η αύξηση των κρατικών δαπανών χωρίς ανάπτυξη, ο συνδυασμός μειωμένης παραγωγής και σταθερής αύξησης των τιμών, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ελληνική κρίση, που εύκολα την αποδίδουμε στις διεθνείς συνθήκες, ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης ή αλλιώς της κεϋνσιανής πολιτικής (με ελάχιστες εξαιρέσεις) που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Και οι πολιτικοί καλλιέργησαν (και συνεχίζουν να καλλιεργούν) στο λαό τη νοοτροπία περί «παντοδυναμίας, μεγαλοψυχίας και δικαιοσύνης του Κράτους». Και τι έγινε στην πραγματικότητα: Η αύξηση των ατομικών εισοδημάτων σε σχέση με την αύξηση του παραγόμενου εισοδήματος είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πόρων για επενδύσεις, τη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης και την αύξηση του ποσοστού της ανεργίας.
Το επόμενο βήμα ήταν η εύκολη λύση: ο εξωτερικός δανεισμός και η μείωση των κερδών των επιχειρήσεων μέσω της αυξανόμενης φορολογίας. Ταυτόχρονα οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες, οι συντεχνίες και τα συνδικάτα πίεζαν συνεχώς τις κυβερνήσεις διεκδικώντας όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίττα του εθνικού προϊόντος. Και οι κυβερνήσεις το αποδέχτηκαν στο όνομα του ? «πολιτικού κόστους».
Από το 1981 οι προϋπολογισμοί ήταν ελλειμματικοί, το δημόσιο χρέος βαθμιαία μεγάλωνε και τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτα δραματική. Ζούσαμε μια πλασματική ευημερία με δάνεια και επιδοτήσεις. Όλα αυτά τα χρόνια η ελληνική «εικονική πραγματικότητα» στηριζόταν σε δανεικά, στις «ενέσεις» της ευρωπαϊκής κοινότητας, στη ναυτιλία και τον τουρισμό.
Το αποτέλεσμα αυτής της πορείας και η έλλειψη θάρρους από τις κυβερνήσεις να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, ήταν η αύξηση του χρέους, των ελλειμμάτων και της ανεργίας. Προβλήματα που προσπαθούσαν να αντιμετωπίζουν με την συνεχόμενη αύξηση της φορολογίας, δίνοντας τη χαριστική βολή στις επενδύσεις και στις υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Από το σύνολο των ετήσιων κρατικών εξόδων το 70% πηγαίνει σε μισθούς και συντάξεις του δημόσιου τομέα, το 20% σε εξυπηρέτηση των κρατικών χρεών και το 10% μόλις σε γενικές δραστηριότητες. Από αυτά, σε ετήσια βάση, το 12% (με τους καλύτερους υπολογισμούς) αναγκαζόμαστε να τα δανεισθούμε, διότι δεν το έχουμε?? Και πληρώνουμε κάθε χρόνο, από δανεικά κατά κύριο λόγο, κάπου 30 δις ευρώ σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων. Συντηρώντας έτσι τον μεγαλύτερο αναλογικά δημόσιο τομέα της γης?... (Α. Ανδριανόπουλος «ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ»)
Και τα χρέη έγιναν θηλιά και μας έπνιξαν. Η παγκόσμια οικονομική κρίση απλά φανέρωσε τη «γύμνια» μας. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης από την κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά από τα δικά της λάθη.
Και ποια είναι η αντίδρασή μας; Πολιτικοί, οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι, σχολιαστές και «βαθυστόχαστοι» αναλυτές μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της χώρας. Και όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική κατάσταση, αλλά εξακολουθούν να συνθηματολογούν και να παρασύρουν τον κόσμο σε αντιλήψεις ξεπερασμένες και υποσχέσεις που φανερώνουν άγνοια των κινδύνων.
Όμως όλοι μιλάνε για ανάπτυξη. Και δεν απαντάνε στα κρίσιμα ερωτήματα. Τι είναι επιτέλους αυτή η ανάπτυξη; Τι είδους ανάπτυξη; Πώς θα έρθει η ανάπτυξη; Δεν υπάρχει καμία μαγική συνταγή ανάπτυξης. Όσοι νομίζουν ότι από τον πάτο που βρισκόμαστε ως δια μαγείας θα αρχίσει η άνοδος, ζούνε με ψευδαισθήσεις. Η επιτυχία θα έρθει με μία συνεχή διαδικασία και μία σειρά μέτρων που θα δώσουν τη δυνατότητα να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη και στην αύξηση της απασχόλησης.
Πρώτα απ? όλα πρέπει να αποκατασταθεί η έννοια του κέρδους. Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης επικράτησε ένα αρνητικό κλίμα απέναντι στην επιχειρηματικότητα, τον επιχειρηματία και το κέρδος. Όμως βασική προϋπόθεση για την ανάληψη οικονομικής δραστηριότητας από τους ιδιώτες είναι η προσδοκία του κέρδους και οι πιθανότητες να επιτευχθεί. Λησμονούν οι περισσότεροι ότι ένας ιδιοκτήτης κεφαλαίου (μικρού ή μεγάλου), ένας επιχειρηματίας, ένας νέος άνθρωπος με πρωτοποριακές ιδέες, δεν είναι διατεθειμένος να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα, αν δεν διασφαλιστεί η επένδυση και η διατήρηση της επιχείρησής του. Τα υψηλά κέρδη μιας εταιρείας πρέπει να θεωρούνται δείγμα του δυναμισμού και της ζωτικότητας και όχι απόδειξη εκμετάλλευσης. Η εργασία, η επιχειρηματική δραστηριότητα, η δημιουργική πρωτοβουλία, η επιδίωξη του υγιούς κέρδους είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που θα δώσουν τόνωση στην οικονομία και θα οδηγήσουν στην αύξηση των ατομικών εισοδημάτων.
Τα πρώτα άμεσα μέτρα πρέπει να είναι η πολιτική μείωσης των φόρων και των κρατικών δαπανών που θα δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες, ώστε να αναπνεύσει η αγορά, να εισρεύσει χρήμα, να πραγματοποιηθούν νέες παραγωγικές επενδύσεις και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υψηλή φορολογία (ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης) αυξάνει τη φοροδιαφυγή, συρρικνώνει τη φορολογική βάση, οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων και πλήττει την ανταγωνιστικότητα.
Η καμπύλη Laffer, που λησμονούν(;) να τη διδάξουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, περιγράφει τη σχέση της αύξησης των φόρων με τη μείωση των δημοσίων εσόδων.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έννοια της ελαστικότητας των φορολογικών εσόδων, δηλαδή κατά πόσο θα μεταβληθούν τα έσοδα, αν πρώτα παρατηρηθεί μία μεταβολή στο επίπεδο του φορολογικού συντελεστή. Στο παρακάτω σχεδιάγραμμα απεικονίζεται η σχέση που μόλις περιγράψαμε.
Στον άξονα των Ψ έχουμε τα φορολογικά έσοδα και στον άξονα των Χ το ποσοστό φορολογίας. Είναι κατανοητό πως με 0% φορολογία το κράτος δεν θα είχε έσοδα και πως με 100% οι πολίτες μίας χώρας δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να εργαστούν, αφού ολόκληρο το εισόδημα τους θα κατέληγε στα ταμεία του κράτους. Αν πάλι συνέχιζαν να εργάζονται, τότε φαινόμενα διαφθοράς και παραοικονομίας θα παρατηρούνταν αμέσως και σε πολύ μεγάλη έκταση, αφού κάθε πολίτης θα προσπαθούσε να αποκρύψει το εισόδημα του.
Ταυτόχρονα πρέπει να λάβουμε ριζικά μέτρα στο δημόσιο τομέα. Οι άχρηστοι και αντιπαραγωγικοί κρατικοί φορείς πρέπει να καταργηθούν άμεσα. Με απολύσεις και μετατάξεις προσωπικού όπου χρειάζεται.
Η κατάργηση, επιτέλους, των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Οι κάθε λογής έλεγχοι, άδειες, εγκρίσεις, θεωρήσεις, υπογραφές, σφραγίδες και πολλά άλλα εφευρήματα των κρατικών υπαλλήλων πρέπει να καταργηθούν και να απλουστευθούν οι διαδικασίες. Τα απολύτως απαραίτητα θα εξασφαλίζονται με υπεύθυνες δηλώσεις που θα ελέγχονται δειγματοληπτικά. Κανένα νέο φορολογικό νομοσχέδιο για τα επόμενα 3-4 χρόνια.
Και επιτέλους ας τολμήσουν οι πολιτικοί να συγκρουστούν με τα συντεχνιακά συμφέροντα. Κανένα επάγγελμα κλειστό. Οι νόμοι στην αγορά εργασίας να μην διαφέρουν από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς.
Άλλη μία βασική προϋπόθεση μίας αναπτυξιακής πορείας για την ελληνική οικονομία είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς και ο επαναπατρισμός των ελληνικών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας τα τελευταία τριάντα χρόνια κατόρθωσε να προσελκύσει λιγότερες άμεσες ξένες επενδύσεις από ότι η Ρουμανία την τελευταία δεκαετία.
Εμπόδια για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι η γραφειοκρατία, η απουσία σταθερού φορολογικού πλαισίου και οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στη χώρα μας όχι μόνο έχουν δημιουργήσει ένα μη ανταγωνιστικό περιβάλλον για τους ξένους επενδυτές, αλλά αποτελούν την αιτία μεταφοράς της έδρας πολλών ελληνικών επιχειρήσεων σε γειτονικές βαλκανικές χώρες. Η φυγή πολλών ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό την τελευταία δεκαετία, έχει συντελέσει σημαντικά στη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των φορολογικών εσόδων.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι: Η οικονομική δραστηριότητα τρέφει την οικονομική δραστηριότητα και το κέρδος τρέφει το κέρδος. Αν μπορέσουμε να το αντιληφθούμε αυτό, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη και ισχυρή Ελλάδα.
Απαραίτητη είναι η συνειδητοποίηση του κοινού συμφέροντος. Στόχος μας δεν είναι η διεκδίκηση της «μερίδας του λέοντος» αλλά η συνεργασία όλων των κοινωνικών τάξεων για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.