Δυσβάσταχτα τα έξοδα κατοικίας για ιδιοκτήτες και ενοικιαστές

Αρθρογραφία 15 Μαϊου 2015

Σε οικονομικό «άχθος» έχει εξελιχθεί η χρήση κατοικίας τόσο για τους ενοικιαστές όσο και για τους ιδιοκτήτες, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη το φορολογικό κόστος που συνεπάγεται η κατοχή και εκμετάλλευση ακινήτων. Σύμφωνα με τη φετινή έρευνα της Housing Europe, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια, Συνεταιριστική και Κοινωνική Στέγη, η Ελλάδα διαθέτει τα μεγαλύτερα έξοδα κατοικίας ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ειδικότερα, τα έξοδα κατοικίας διαμορφώνονται στο 37%, ποσοστό που εκτοξεύεται σχεδόν στο 65% για τα νοικοκυριά που βρίσκονται κοντά στο όριο της φτώχειας. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. διαμορφώνεται σε 22,2% και 41% αντίστοιχα.

 

Ως έξοδα υπολογίζονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, όπως επίσης και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων. Η συνεχής υποχώρηση των εσόδων των νοικοκυριών (π.χ. μειώσεις μισθών και συντάξεων), σε συνδυασμό με τη σταθερή άνοδο των υπολοίπων δαπανών, (όπως ρεύμα, πετρέλαιο θέρμανσης), έχει φέρει όλο και περισσότερους σε εξαιρετικά δυσμενή οικονομική θέση.

Στη δεύτερη θέση μετά την Ελλάδα βρίσκεται η Δανία, με το 30% του διαθέσιμου εισοδήματος να διοχετεύεται για το ακίνητο, ενώ ακολουθεί στην τρίτη θέση η Γερμανία με 28%. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αμφότερες οι εν λόγω χώρες διαθέτουν πολύ χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης συγκριτικά με την Ελλάδα, δείγμα του ότι το κόστος ενοικίασης έχει πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή στις δαπάνες. Ταυτόχρονα, από αυτό συνάγει κανείς και το συμπέρασμα ότι η κατάταξη της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στην πτώση των εισοδημάτων των πολιτών, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας και λιγότερο σε κάποια απότομη άνοδο των δαπανών. Σημειωτέον ότι με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την απογραφή του 2011, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης διαμορφώνεται σε 73,2%, ενώ το 21,7% αφορά σε ενοικιαζόμενες κατοικίες. Στη Γερμανία, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης διαμορφώνεται σε μόλις 45,4%, ενώ στη Δανία δεν ξεπερνάει το 51%.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, στην Ελλάδα καταγράφεται και το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που κρίνεται υπερβολικά βεβαρημένος με τα έξοδα κατοικίας του, με 33,1%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα καταλαμβάνει και άλλες αρνητικές πρωτιές, καθώς διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εταιρείες ρεύματος, νερού ή τηλεφώνου (31,8%). Επίσης, το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές αναφορικά με την εξυπηρέτηση του στεγαστικού του δανείου αγγίζει το 14,9%, ενώ ανάλογο είναι και το ποσοστό εκείνων που χρωστούν ενοίκια. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ιρλανδία και έπεται η Κύπρος. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια, από το 3,6% το 2008 σε 28,1% του συνολικού χαρτοφυλακίου στεγαστικών δανείων στο τέλος του 2014.

Ετσι, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις κοινωνικών λειτουργών, από το 2009 έως το 2011, ο αριθμός των αστέγων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 25%, αγγίζοντας τις 20.000. Είναι προφανές ότι το μέγεθος αυτό θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερο αν δεν υπήρχε η προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, ιδίως για τα εισοδήματα κάτω των 35.000 ευρώ.

Παράλληλα, η δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση από τη χρήση κατοικίας έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο και στην κτηματαγορά, καθώς, παρά την κατάρρευση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, ιδίως από το 2011 και μετά, ο αριθμός των κενών/απούλητων ακινήτων παραμένει πολύ υψηλός. Ταυτόχρονα, οι αγοραπωλησίες συνεχίζουν να μειώνονται, υποχωρώντας κατά 33,8% το 2014, για να διαμορφωθούν πλέον σε λιγότερες από 10.000 ετησίως.

 

από: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Προβλήθηκε 906 φορές