Γιατί εισάγουμε μαϊντανό και άνηθο...

Αρθρογραφία 22 Νοεμβρίου 2014

* Η παγκοσμιοποίηση, η αλλαγή διατροφικών και καταναλωτικών προτύπων, το κόστος παραγωγής αλλά και οι ιδιαιτερότητες του Έλληνα, η απουσία υποδομών αλλά και ελέγχων...

 
Είναι όντως έτσι, όπως το είπε ο δήμαρχος Λαρισαίων: Όταν εισάγουμε ακόμη και μαϊντανό, τότε έχουμε όλοι ευθύνη για την αγροτική μας παραγωγή...
 
Πράγματι, η Ελλάδα κατακλύζεται από εισαγωγές οπωροκηπευτικών, ακόμη και «ταπεινών» προϊόντων, όπως ο μαϊντανός και ο άνηθος. Αν και το ισοζύγιο είναι ακόμη πλεονασματικό, εντούτοις αυξάνουν διαρκώς οι εισαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών, πολλά από τα οποία έρχονται ακόμη και αεροπορικώς!
 
Όπως παρατηρεί έμπορος της Λαχαναγοράς της Λάρισας, στις κρύες περιόδους του χειμώνα, όταν «τελειώνει» ο κύκλος παραγωγής των ελληνικών, αλλά και σε εποχές υψηλής ζήτησης (π.χ. νηστεία πριν το Πάσχα και κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα), η πλειοψηφία των οπωροκηπευτικών είναι εισαγόμενη. Κι ενώ, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, μπρόκολα, φτάνουν στην Ελλάδα οδικώς, με χώρες προέλευσης την Τουρκία (κυρίως), την Κύπρο, την Ιταλία, αλλά και από τη Βορ. Αφρική, μαϊντανός και άνηθος έρχονται αεροπορικώς (από την Κύπρο).
 
Οι λόγοι είναι πολλοί: Καταρχήν είναι προϊόντα ημέρας, είναι ποιοτικά (γι? αυτό και βασικοί αγοραστές είναι εστιατόρια πολυτελείας, που δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες παραγωγούς) και αφετέρου διότι... είναι ελαφρά.
 
Και γιατί συμφέρει η... αεροπορική εισαγωγή μαϊντανού; Απλά διότι αγοράζεται με το κιλό και πωλείται με το ματσάκι, επιτρέποντας τεράστια ποσοστά κέρδους.
Το ερώτημα είναι: γιατί εισάγουμε και δεν τα παράγουμε εμείς;
 
Καταρχήν λόγω κόστους. Η παγκοσμιοποίηση ξεριζώνει την αγροτική παραγωγή από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Όποιος παράγει φθηνότερα, κερδίζει τις αγορές. Και η Ελλάδα γειτνιάζει με φθηνές χώρες παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα εισαγόμενα οπωροκηπευτικά κατακλύζουν κυρίως τη βόρεια Ελλάδα και όχι π.χ. την Πελοπόννησο, λόγω των αποστάσεων.
 
Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι.
Όπως αναφέρει ο πρώην πρόεδρος των λαϊκών αγορών κ. Ι. Συμπίκος, οι ίδιες οι εταιρίες παραγωγής σπόρων ακολουθούν διαφορετικές πολιτικές από χώρα σε χώρα. Στην Ελλάδα 1000 σπόροι ντομάτας πωλούνται έναντι 180 ευρώ, ενώ στη Βουλγαρία 30 ευρώ. Όταν δε στη Βουλγαρία το μηνιαίο κόστος του εργάτη δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ, τότε η σύγκριση είναι καταλυτική.
 
«Εγώ καλλιεργώ σε θερμοκήπιο. Με 0,80 λεπτά δεν μπορώ να παράγω ντομάτα, διότι η τιμή αυτή ίσα-ίσα που καλύπτει το κόστος παραγωγής», αναφέρει.
 
Ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα: Στη μισή σχεδόν Ελλάδα, από τη Θεσσαλία και βορειότερα τρώμε τούρκικα οπωροκηπευτικά. «Δεκάδες νταλίκες περνούν καθημερινά τα σύνορα», προσθέτει ο κ. Συμπίκος, επιρρίπτοντας ευθύνες και στην απουσία ελέγχων, αφού όπως αναφέρει, ενώ τα ελληνικά προϊόντα είναι ?στην πλειοψηφία τους- απαλλαγμένα φαρμάκων (όπως επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές οδηγίες), δεν συμβαίνει το ίδιο με τα τουρκικά. Ποιος όμως νοιάζεται;
 
Θα προσθέταμε όμως και κάτι ακόμη: Τα οπωροκηπευτικά θέλουν συνεργασία, υποδομές και πολύ προσωπική εργασία. Απαιτούν ποιότητα και ?κυρίως- διάρκεια σ΄ αυτή, όπως και πιστότητα στην παράδοσή τους. Με δύο λόγια υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό...
 
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Από την άλλη, η διαφοροποίηση των διατροφικών μας συνηθειών και το υπερκαταναλωτικό πρότυπο της ελληνικής κοινωνίας (στροφή στα ζωικά προϊόντα), έχει μετατρέψει και την αγροτική μας οικονομία σε οικονομία εισαγόμενων προϊόντων.
 
Ταυτόχρονα, ο νεοπλουτισμός και οι καταναλωτικές συνήθειες, είναι υπεύθυνες για πολλές ακόμη στρεβλώσεις. Μια από αυτή, ότι, ενώ μέχρι πριν από 20 χρόνια ο Έλληνας κατανάλωνε μόνο εποχικά είδη, τώρα θέλει να τρώει τα πάντα όλο το χρόνο. Και φυσικά το ελληνικό κλίμα μπορεί να ευνοεί πολλές παραγωγές, όχι όμως όλες και για 12 μήνες. Όταν λοιπόν ζητάς ντομάτες, φασολάκια, αρακά, μελιτζάνες, εκτός εποχής τότε θα φας εισαγόμενες...
 
Στην αγροτική Ελλάδα λοιπόν, από τη μια συναντάς ακαλλιέργητα χωράφια, ενώ την ίδια ώρα το ισοζύγιο στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων είναι ελλειμματικό. Παράλληλα, απουσιάζουν εξαγωγικές στρατηγικές αλλά και πολιτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής.
 
Ο «ΧΑΡΤΗΣ» ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Όπως εξηγεί ο Λαρισαίος έμπορος φρούτων και οπωρολαχανικών, κατά την περίοδο της πασχαλινής νηστείας, το 80% των κηπευτικών (μελιτζάνες, πιπεριές, κολοκυθάκια), είναι εισαγωγής (στην πλειοψηφία τους από την Τουρκία). Υπάρχουν μάλιστα μανάβικα και καταστήματα τα οποία πωλούν αυτά τα κηπευτικά, όπως και ντομάτες σε μεγάλες ποσότητες καθώς και αρκετά λεμόνια, σχεδόν αποκλειστικά από εισαγωγές. Κάτι που συνέβη φέτος και με τα λάχανα: το 50% ήταν εισαγόμενα (από Σκόπια, Βουλγαρία, Τουρκία), λόγω ελλιπούς ελληνικής παραγωγής.
 
Ακόμη:
- Σκόρδα εισάγονται καθ? όλη τη διάρκεια του χρόνου, κυρίως όμως από Ιανουάριο μέχρι Μάιο (από Κίνα και Αργεντινή), καθώς η ελληνική παραγωγή δεν επαρκεί, ενώ δεν υπάρχουν και ψυκτικές εγκαταστάσεις για τη συντήρησή τους.
- Λεμόνια, το χειμώνα εισάγονται από την Τουρκία (σε ποσοστό έως και 70%), ενώ από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, από τη Ν. Αφρική, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη (σε ποσοστό που φτάνει και το 90%),
- Μπρόκολα, κουνουπίδια, μαρούλια, είναι, σε ποσοστό που φτάνει και το 50% εισαγόμενα (Τουρκία, Ιταλία), από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο,
- Τα καλοκαιρινά φρούτα (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα, νεκταρίνια), τον Απρίλιο ως και τα τέλη Μαϊου είναι αποκλειστικά εισαγόμενα (από Ισπανία, Μαρόκο),
- Η ντομάτα, ο «βαρώνος της αγοράς», όπως αποκαλείται, στις εποχικές εξάρσεις της ζήτησης (γιορτές, περιόδους νηστείας και καλοκαίρι), καθώς αυξάνει η τιμή της, αυξάνουν και οι εισαγωγές (από Τουρκία, Ολλανδία, Βέλγιο και Ισπανία).
- Πατάτες, το χειμώνα έρχονται και από Γαλλία, Γερμανία, την άνοιξη από Κύπρο και Αίγυπτο,
- Κρεμμύδια, από το τέλος του χειμώνα και μετά εισάγουμε από όλο τον κόσμο (ακόμη και από Ιράν, Ινδία),
- Μήλα: η ποικιλία «φούτζι» έχει εκτοπίσει το ελληνικό κόκκινο μήλο. Από το Μάρτιο και μετά εισάγουμε κάποιες ποσότητες από Ιταλία και Γερμανία, ενώ από τον Απρίλιο μέχρι και τις αρχές Σεπτέμβρη στην Ελλάδα πωλούνται αποκλειστικά μήλα εισαγωγής (Αργεντινή, Ν. Αφρική, Χιλή).
- Ακτινίδια, από τα μέσα Μαΐου έως τον Οκτώβριο γίνεται σχεδόν αποκλειστική διάθεση εισαγόμενων από την Ν. Ζηλανδία και τη Χιλή (την υπόλοιπη περίοδο διατίθενται μόνο ελληνικά),
- Αχλάδια, από Αύγουστο μέχρι τον Μάρτιο είναι ελληνικά, ενώ την υπόλοιπη περίοδο κάνουμε εισαγωγές με εξαίρεση τον Ιούλιο,
- Μανταρίνια και πορτοκάλια είναι μόνο ελληνικά σε αντίθεση με τις μπανάνες που είναι όλες εισαγόμενες.
 
Γενικά πάντως, σημειώνει ο συνομιλητής μας, στην εμπορία των φρούτων και λαχανικών λειτουργούν τα αντανακλαστικά της αγοράς. Και προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση γίνονται και πολλές εισαγωγές. Με μια επισήμανση: με εξαίρεση την μπανάνα, όπου δραστηριοποιούνται 4-5 πολυεθνικές, στην εμπορία των φρούτων και λαχανικών δεν λειτουργούν καρτέλ.
 
Δ. Χατζ.(από http://www.eleftheria.gr/)

Προβλήθηκε 1836 φορές