Τη Σοφία από τη Λάρισα, που απολύθηκε από το «Πλαίσιο» επειδή δεν χαμογελούσε αρκετά στους πελάτες, δεν την ξέρω ούτε μπορώ να μετρήσω το χαμόγελό της.
«Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ? την αρχή» έγραφε κάποτε ο Χρόνης.
Και η Σοφία κοιτούσε το ρολόι, να φύγει και η τελευταία ώρα απ' το οκτάωρο, να φύγει κι αυτή η βάρδια, να φύγει κι αυτή η μέρα των τρεις κι εξήντα. Κι ο επιστάτης να κοιτάζει συνεχώς το μηχανάκι χρονομέτρησης παραγωγικότητας.
Και η Σοφία, μαζί με τις υπόλοιπες Σοφίες, να τρέχει στην κούρσα του εσωτερικού ανταγωνισμού. Να παίρνει μέρος σε ένα πρωτάθλημα αποδοτικότητας και πωλήσεων.
Και μια αόρατη μεζούρα να μετράει το χαμόγελό της την ώρα της εξυπηρέτησης του πελάτη που πάντα έχει δίκιο. Και το χαμόγελο να μην βγαίνει.
Όπως δεν βγαίνει και ο μήνας. Όπως δεν βγαίνει και η Σοφία με τους λογαριασμούς, με τα παιδιά, με το νοίκι και με τους χίλιους δαίμονες που την παίρνουν στο κατόπι απ' το πρωί.
Και όλο να κοιτάει το ρολόι. Και ο επιστάτης όλο να κοιτάει τη μεζούρα και να φωνάζει στη Σοφία. «Χαμογέλα ρε. Τι σου ζητάνε;». Και το χαμόγελο να συνθλίβεται μέσα στα γρανάζια ενός απρόσωπου μηχανισμού που γεννά ανταγωνισμούς και «εργαζόμενους του μήνα» σε κορνίζα.
Δεν χαμογελούσε αρκούντως η Σοφία και τερμάτισε τελευταία στο εσωτερικό πρωτάθλημα εξυπηρέτησης του πελάτη. Έπεσε κάτω από τη ζώνη υποβιβασμού η Σοφία.
Και ένα πρωί βρέθηκε στη βήτα εθνική, που στα μέρη μας την λένε κι ανεργία. «Δεν τραβάει, ρε Σοφάκι» ήταν το αντίο του αφεντικού. Δεν είχε και χαμόγελο η Σοφία για να παγώσει, όταν της ήρθε το χαρτί του υποβιβασμού. Το τελευταίο της ποιος ξέρει πότε άραγε το είχε ξοδέψει; Ούτε κι αυτή μπορεί καλά καλά να μην θυμόταν.
Χωρίς κανενός τη βοήθεια να μεγαλώνει με έναν κουτσουρεμένο μισθό παιδιά, είχε ξεχάσει να χαμογελά. Χωρίς χαμόγελο, όμως, δεν κάνεις προκοπή πια. Το έγραφε και η σύμβαση.
Γιατί εσύ μπορεί να λες στην επιχείρηση πως έχεις μια μονογονεϊκή οικογένεια, μα στην εταιρεία πρέπει όλα και όλοι να δείχνουν πως «είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια» και την απολαμβάνουμε τη σύμβαση που υπογράψαμε.
Και αν μας ζητήσει το αφεντικό να ντυθούμε ελαφάκια τα Χριστούγεννα, θα υπακούσουμε με χαμόγελο.
Και αν μας ζητήσει το αφεντικό να κοντύνουμε και λίγο ακόμα τη φούστα, θα υπακούσουμε με χαμόγελο.
Και αν μας ζητήσει το αφεντικό να υπογράψουμε για ένα εικονικό δώρο του Πάσχα, θα υπακούσουμε με χαμόγελο.
Και αν θυμώσει το αφεντικό που αρρωστήσαμε, εμείς θα φορέσουμε και πάλι το καλό μας το χαμόγελο και θα χτυπήσουμε την κάρτα στην ώρα της.
Γιατί εδώ είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια και πάντα χαμογελάμε.
Δεν θέλουμε κακομούτσουνους και αγέλαστους. Το λέει και η σύμβαση.
Τη Σοφία από τη Λάρισα, που απολύθηκε από το «Πλαίσιο» επειδή δεν χαμογελούσε αρκετά στους πελάτες, δεν την ξέρω ούτε μπορώ να μετρήσω το χαμόγελό της.
Ξέρω πολλές άλλες Σοφίες.
Τις συναντώ καθημερινά στον φούρνο, στην καφετέρια, στο σούπερ μάρκετ, στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας.
Αναλώσιμες και ανακυκλώσιμες.
Σοφίες με ημερομηνία λήξης που κάθε πρωί φοράνε ληγμένα χαμόγελα και πληρώνονται με ληγμένους μισθούς βασισμένους σε ληγμένες συμβάσεις.
Και όλο κοιτάνε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ? την αρχή.
Πέτρος Κατσάκος
πηγή: Αυγή