Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες και ειδήσεις που αφορούν στην αύξηση της εγκληματικότητας και ταυτόχρονα της ανασφάλειας και του φόβου των πολιτών.
Κι όμως! Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΑΣ, για το πρώτο τρίμηνο του 2013, αναφορικά με την εγκληματικότητα (ανθρωποκτονίες, ληστείες, κλοπές κ.λ.π) δείχνουν αισθητή μείωση αυτής σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2012. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: υψηλά επίπεδα ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος τα οποία όμως δεν δικαιολογούνται από τους αντίστοιχους δείχτες της εγκληματικότητας και τα οποία συνοδεύονται από αίσθηση έντονης προσωπικής διακινδύνευσης.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, ο φόβος του εγκλήματος συναρτάται με τις γενικότερες ατομικές και κοινωνικές ανησυχίες των πολιτών και είναι ανεξάρτητος από τα ποσοστά εγκληματικότητας και θυματοποίησης. Περισσότερο τελικά αντανακλά στο κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε ένα κράτος που εμφανίζεται αδύναμο και αναποτελεσματικό μέσω θεσμών και διαδικασιών όπως η αστυνομία, η απονομή δικαιοσύνης, η εκτεταμένη διαφθορά και γραφειοκρατία αλλά και το έλλειμμα κοινωνικών δομών όπως η υγεία, η παιδεία κ.λ.π. Σήμερα δε αυτός ο φόβος και η ανασφάλεια εντείνεται από τις κοινωνικές αλλαγές που επιφέρουν οι οικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα πλαίσιο αρνητικής αξιολόγησης συνολικά της ποιότητας ζωής υποβαθμίζοντάς το!
Άρα τελικά μήπως η συνεχής παρουσίαση μιας αυξητικής τάσης της εγκληματικότητας οικοδομεί πολλούς μύθους και ελάχιστες αλήθειες; Η εγκληματικότητα για να αξιολογηθεί θα πρέπει να μετρηθεί και να οριοθετηθεί και κυρίως να ειδωθεί υπό το πρίσμα τριών θεματικών: α) Πώς και με ποια κριτήρια επηρεάζεται, β) πότε μια δράση θεωρείται αντικοινωνική ? παραβατική και ποιος την ορίζει ως τέτοια και γ) ποιος ο ρόλος της λεγόμενης σκοτεινής εγκληματικότητας. Και κυρίως εκείνο που κανείς δεν πρέπει να ξεχνά είναι το ακόλουθο: ως εγκληματική ορίζεται εκείνη η συμπεριφορά που σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο σε συγκεκριμένη κοινωνία ο νομοθέτης αποφασίζει να την ορίσει ως τέτοια.
Μήπως τελικά τα στοιχεία που καταγράφονται κάθε φορά και οριοθετούν μια πράξη ως παραβατική αποδίδουν μια μόνο πλευρά της «αντικειμενικής» κατά τα άλλα απεικόνισης της πραγματικότητας; Πολλές φορές τελικά η πεποίθηση της αυξομείωσης της εγκληματικότητας μπορεί να μην είναι παρά μια κατασκευή με στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ με κριτήριο την τηλεθέαση και όχι πραγματικές επιστημονικές προσεγγίσεις.
Κατά καιρούς δημιουργούνται «χρήσιμες» εικόνες του εγκλήματος που στιγματίζουν συμπεριφορές άλλοτε ως υπάκουες και άλλοτε ως ανυπάκουες. Όλο αυτό το σκηνικό εντείνει τον φόβο και την ανασφάλεια του πολίτη δημιουργώντας την αίσθηση αύξησης της εγκληματικότητας ακόμα και όταν αυτή δεν υπάρχει.
Και είναι τελικά ο φοβισμένος και ανασφαλής πολίτης ιδιαίτερα ευάλωτος και εύκολα χειραγωγούμενος;
Τα συμπεράσματα στην κρίση του καθενός από εμάς.
Μαντώ Χατζηβασιλείου
Κοινωνιολόγος ? master εγκληματολογίας