Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος. Μέχρι τον Μπουρνόβα έφτανε εκείνο το τρομερό βουητό της φωτιάς, ο καπνός της που μύριζε θάνατο? Για τρεις ημέρες θαρρούσαμε πως δεν υπήρχε νύχτα? Διάφορες ειδήσεις έφταναν ως εμάς? Ότι η προκυμαία είχε γίνει στάχτη, ότι από τον Φραγκομαχαλά δεν είχε απομείνει τίποτα, ως και η θάλασσα καιγόταν λέγανε? Είχαν καεί και οι ξένες προσβείες, και οι κινηματογράφοι, και τα θέατρα? κι οι τράπεζες, τα εμπορικά κέντρα, τα λουτρά? οι λέσχες των ξένων, τα κέντρα διασκέδασής τους? Τα περίφημα κτίρια, όλα, όλα, είχανε γίνει στάχτη.
Για τέσσερις ολόκληρες ημέρες ουρανομήκεις φλόγες δεσπόζουν πάνω από τη Σμύρνη και οι τουρκικές αρχές δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια για την κατάσβεσή τους. Η φωτιά διήρκεσε μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου και αποτέφρωσε τέσσερα εκατομμύρια στρέμματα, κατασπάραξε 65 γειτονιές, 46 εκκλησίες, 55.000 σπίτια (43.000 ελληνικά, 10.000 αρμένικα και 2.000 ξένων υπηκόων) και 5.000 μαγαζιά.
Υπολογίζεται ότι τις ημέρες της πυρκαγιάς, παρά τις μερικές χιλιάδες προσφύγων που είχαν καταφέρει να διασωθούν πάνω στα πλοία των ξένων δυνάμεων ή με κάποιο άλλο πλωτό μέσο, τις συστηματικές δολοφονίες και τους πνιγμούς, στην προκυμαία συνέχιζαν να βρίσκονται πάνω από μισό εκατομμύριο απελπισμένοι άνθρωποι, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα διαφυγής.
Τα στρατεύματα είχαν σχηματίσει κλοιό γύρω από την πόλη ώστε οι πρόσφυγες να παραμείνουν μέσα στην καιόμενη περιοχή.
Τα πλήθη που έτρεχαν να διαφύγουν πυροβολούνταν ανελέητα και αναγκάζονταν να επιστρέψουν. Πολλοί είχαν παραφρονήσει από την πείνα και τη δίψα. Ο κόλπος της Σμύρνης είχε πλέον κορεστεί από τουμπανιασμένα πτώματα και ανθρώπινα μέλη. Ο Γ. Τσουμπαριώτης τόλμησε να βγει από την κρυψώνα του στο νεκροταφείο και να φθάσει στην προκυμαία: «Η θάλασσα ήταν γεμάτη ανθρώπινα σώματα. Υπήρχαν τόσα πολλά, που αν έπεφτες στο νερό δεν θα βούλιαζες, επειδή όλα αυτά τα σώματα θα σε κρατούσαν στην επιφάνεια. Και έβλεπες τις πρησμένες κοιλιές των πτωμάτων να ξεπροβάλλουν πάνω από την επιφάνεια του νερού» [Μίλτον: 2008, σ. 375]. Και όμως, δεκάδες Τουρκόπουλα, με μαντήλια στο πρόσωπο για να μην εισπνέουν τη δυσωδία, κολυμπούσαν ανάμεσα στα πτώματα, προσπαθώντας να αποσπάσουν κάποιο κόσμημα?
Βρισκόμαστε ανάμεσα σε τρία θανάσιμα στοιχεία: τη φωτιά, το ξίφος και τη θάλασσα. Η κατάστασή μας είναι απελπιστική. Δεν υπάρχει πια τρόπος να αποφύγουμε την καταστροφή, έχουμε χάσει κάθε ελπίδα. Η φωτιά, οι πυροβολισμοί και τα ρόπαλα των Τούρκων έχουν στριμώξει το πλήθος των χριστιανών από τρεις πλευρές [?] Πάνω στα ξένα επιβατικά πλοία και στα πολεμικά, που είναι αγκυροβολημένα κοντά στην ακτή, μπορούμε να διακρίνουμε κινηματογραφικό εξοπλισμό, τον οποίο έχουν στρέψει προς το μέρος μας, για να γυρίσουν ταινίες που παρουσιάζουν το μαρτύριό μας. Αυτοί οι κινηματογραφιστές και οι πανευτυχείς συνάδελφοί τους είναι απλοί παρατηρητές των βασάνων μας. Απωθούν ακόμα και εκείνους που τους πλησιάζουν, είτε κολυμπώντας είτε κωπηλατώντας, για να ζητήσουν καταφύγιο στα πλοία τους, μόνο και μόνο για να επιδείξουν την πολιτική τους ουδετερότητα [Χατζεριάν: 2008, σ. 103-4].
Από την πυρκαγιά η προκυμαία είχε πλέον υπερθερμανθεί, ενώ μεγάλα σύννεφα καπνού και η μυρωδιά της καμένης σάρκας πνίγουν τους πρόσφυγες. Ακόμα και πλοία που είχαν αγκυροβολήσει κοντά στην ακτή αναγκάζονταν να απομακρυνθούν, από τον φόβο μήπως αναφλεγούν τα εύφλεκτα υλικά τους από την υπερθέρμανση. Πολλές οικογένειες χριστιανών επέστρεψαν στην πυρπολημένη πόλη και βρήκαν καταφύγιο μέσα σε οικογενειακούς τάφους των μεγάλων ελληνικών νεκροταφείων, και παρέμειναν εκεί για τις επόμενες δυο τρεις ημέρες!
Εκεί, υπό τους θόλους του Ναού, μέσα εις το σκότος της οστεοθήκης, ή, ακόμα, και την σιωπήν των τάφων και κάτω από το μελαγχολικόν θρόημα των κυπαρισσιών, κατέφευγεν η καταδιωγμένη από το εκδικητικό και κορανικό πάθος των Τούρκων Ρωμηοσύνη. [Μιχαήλ Αργυρόπουλος]
Σπάζουν την καγκελένια πόρτα του και ξεχύνονται μέσα στο κοιμητήριο χιλιάδες. Η κάθε οικογένεια αναζητά έναν άνετο τάφο. Τον περιτριγυρίζει, κάθεται ολόγυρα κάπως να ξαποστάσει. Μα οι Τούρκοι τους παίρνουν μυρωδιά, μπαίνουν μέσα, ληστεύουν, κι αρπάζουν κορίτσια να τα βιάσουν. Οι ζωντανοί, όμως, μη μπορώντας σε τίποτα άλλο πια να ελπίζουν, πιστεύουν πως οι νεκροί κάπως θα τους προστατέψουν. Ανασηκώνουν τις ταφόπετρες και χώνουν μέσα στα μνημούρια τα κορίτσια τους και τα πιο νέα αγόρια τους. Τη νύχτα τα βγάζουν να πάρουν λίγο αέρα. Τι τρώγανε; Σύναζαν χόρτα φυτρωμένα πάνω και ολόγυρα στους τάφους, παίρνανε από κάποιο κοντινό χαντάκι βρώμικο νερό, σπάζανε τα νεκροσέντουκα, ανάβανε φωτιές και βράζανε τα χόρτα. [Δημήτρης Φωτιάδη]
Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο πρώτο νεκροταφείο, που ήταν το μεγαλύτερο της Σμύρνης. Μα το βρήκαν γεμάτο κόσμο. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά που έκλαιγαν σπαρακτικά γιατί πεινούσαν, κορίτσια ντυμένα σαν γριές, άντρες ηλικιωμένοι, παιδιά, γριούλες, όλοι με τη σφραγίδα του τρόμου και της απόγνωσης στο πρόσωπο, τριγυρνούσαν σαν τους βρικόλακες ανάμεσα στους μαρμάρινους τάφους, κι όποιος προλάβαινε,, έπιανε θέση μέσα σε αυτούς. [Βασιλική Ράλλη]
Κρύφτηκαν δυο μέρες μέσα σ? ένα τάφο, στο νεκροταφείο, δίπλα στον Πανιώνιο. Μια μέρα τόλμησε και βγήκε από τον τάφο και κανείς μας δεν τον ξανάδε πια. Έτσι έχασε τη ζωή του ο παλιοελλαδίτης θείος μου, που τόσο τον αγάπησα γιατί στο πρόσωπό του έβλεπα τον Ελευθερωτή.
[Μανόλη Μεγαλοκονόμος]
Η προκυμαία ήταν μια μικρογραφία της Κόλασης. Χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ξεριζωμένοι από την ενδοχώρα της Σμύρνης και από τα βάθη της Μικρασίας, με αμάξια, με μπόγους στη ράχη, με μπαούλα στα χέρια και με όσα από τα πράγματά τους είχαν μπορέσει να πάρουν μαζί, παράβγαιναν μεταξύ τους ποιος θα μπορέσει να βρει ένα πλεούμενο να τον πάει σε κανένα νησί κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα? [Μεχμέτ Τζοράλ, σ. 301].
IΩΝΙΚΟΝ
Γιατί τα σπάσαμε τα? αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ? τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι? αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ? την ζωή των
και κάποτ? αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κωνσταντίνος Καβάφης