Χριστέ μου,τα συνήθισα όλα!
Μάσκες, προσωπίδες, αντισηπτικά, αγκωνιές αντί χειραψίες· πιο δύσκολο ήταν με τις αποστάσεις, αλλά αυτές είναι και άλλοθι ατράνταχτο, κάποιες φορές -«Δε σου δίνω το χέρι / Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου».
Όλα συνηθίζονται τελικά. Τα υλικά κυρίως.
Όμως τόση παλιανθρωπιά, παραλλαγμένη σε κροκοδείλιους λυγμούς, όχι!
Όχι ακόμα!
Βοήθα Χριστέ μου, εμένα τον ολιγόπιστο μαθητάκο σου, να μη συνηθίσω την ανανδρία και την ατιμία ως αναγκαιότητα: «η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία».
Ας πνιγώ στο βούρκο της, αρκεί να μην περάσει μέσα μου πριν πάψω για πάντα ν’ ανασαίνω. Και για ποια παλιανθρωπιά μιλώ, μη ρωτήσεις.
Επειδή γύρω, παντού καραδοκούν οι επιτηρητές της.