Ελευθέριος Ανευλαβής
Το γράμμα το έλαβες, εχθές. «Ανέγνων, έγνων κατέγνων» είπες.
«Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως»: το διάβασες μα δεν το κατάλαβες, φτενέ Πολιτικατζή, λαθρεπιβάτη της εξουσίας.
Δεν μας κλέψατε, μόνο, τον γλίσχρο μισθό μας. Την τιποτένια μας σύνταξη.
Κλέψατε και το δώρο του παππού για τα εγγόνια. Στερήσατε το παιχνίδι των παιδιών μας, και την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας.
Κλέψατε, και τη μέρα της αμφίβολης χαράς, καθώς περιμέναμε τη σύνταξή μας, ξεροσταλιάζοντας στα ΑΤΜ, και τα μετρούσαμε, κι ήσαν ακόμη λιγότερα, τα λιγοστά ευρώ της άθλιας σύνταξης.
Μας κλέψατε τα χρόνια της ζωής μας, ασπρίζοντας τα μαλλιά μας, μέσα σε μια ατέλειωτη νύχτα-εφιάλτη.
Μας αφήσατε να ζούμε σε βουβά σπίτια. Σε ετοιμοθάνατες γειτονιές. Σε θλιβερά σκοτάδια με σβησμένα τζάκια και παγωμένα σπίτια. Χωρίς σκιές στους τοίχους, γιατί και το ρεύμα μάς κόψατε και η γκαζόλαμπα είναι σβηστή.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μας κλέψατε, όλα τα επίσημα αρχεία της ιστορίας μας, κάνοντάς την «συνωστισμό» στην προβλήτα της Σμύρνης.
Κλέψατε όλες τις βιβλιοθήκες της ηθικής και του δίκιου.
Μας κλέψατε, τα μουσεία του παρελθόντος μας, που χωρίς αυτά, αύριο δεν υπάρχει.
Τα κλέψατε, τα μαγαρίσατε, τα βρωμίσατε όλα, για να ξεχάσουν οι άνθρωποι, πως είναι πολίτες. Για να αφανιστεί κάθε ήχος ελπιδοφόρος.
Μάταια, πια, περιμένουμε να τρίξει η πόρτα ανοίγοντας, για να μπει ο αγέρας της ελπίδας του αύριο. Κι αυτόν μας τον κλέψατε, πνίγοντας, μέσα στη μαυρίλα του αύριο, κάθε προσδοκία μας.
Μέσα στις ψυχές μας, βρέχει ένα κίτρινο χολιασμένο βροχόνερο αγανάκτησης, απελπισμένης οργής, για το σήμερα που μας κάψατε, για το αύριο που μας κλέψατε. Εσείς οι αχρείοι λαομπαίχτες.
Τη ζυγαριά τη γέρνετε πάντα προς το δολερό σας μέρος.
Τα φύλλα, από το ημερολόγιο, πέφτουν, χωρίς να δείχνουν μιαν άλλη μέρα. Κι οι γιορτές των αγίων χαθήκανε κι αυτές, μαζί και με τους αποντάγιους. Ούτε Εκείνος φαίνεται πουθενά. Χάθηκε; Τον ψάχνουμε. Δεν Τον βρίσκουμε.
Ολόγυμνοι, πια, φοράμε τον εαυτό μας και δεν τον αναγνωρίζουμε.
Η μνήμη, ανοιχτή πληγή του χτες.
Τότε που ζούσαμε.
Τότε που γελούσαμε.
Τότε που ονειρευόμασταν.
Τότε που ελπίζαμε.
Σπαταλήσατε, λερώσατε, σκοτώσατε όλες τις λέξεις. Λεξοφονιάδες.
Το πέπλο της εξουσίας και της αυθαιρεσίας σας είναι. πια, διάτρητο.
Και φαίνεται ο αδιάντροπος κώλος της, αδιάντροπης εξουσίας σας.
Όχι δεν πιάνω το χέρι σου, κωλορεβερέντζη πολιτικατζή. Δεν ταιριάζει η παλάμη σου στη δικιά μου. Η δικιά σου γεμάτη με άνομο χρήμα. Η δικιά μου άδεια ακόμη και από ελπίδα.
Ονειροκλέφτη. Χαλασμένε. Κερδοσκόπε των ελπίδων.
Με μπροστάρη, το κλεμμένο μας δίκιο.
Με σύντροφο, την κρυμμένη μας περηφάνια, που φυλάξαμε ζωντανή μέσα στην καρδιά μας. Την περηφάνια που ποτέ δεν μπορέσατε να μας κλέψετε, εσείς οι «μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες» (Γ. Σεφέρης).
Όρθιοι και υπερήφανοι, θα σας καλέσουμε να ΑΠΟΛΟΓΗΘΕΙΤΕ επί του φοβερού βήματος του λαού, Λειεγκέφαλοι. Ματαιόσπουδοι. Σπουδαιογελοίοι. Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά. Νταβατζήδες του λαού. Τρομοκράτες των ονείρων μας.
Κλέφτες του μόχθου και του ιδρώτα της ζωής μας. Της παράδοσής μας. Της πόλης μας. Της αξιοπρέπειάς μας. Της ανθρωπιάς μας.
Και θα σας επιβάλουμε
ΠΟΙΝΗ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΥ από την πόλη των Πολιτών,
ΕΝ ΟΝΌΜΑΤΙ Της ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Της ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ των ματιών μας.
Της ΑΔΟΛΗΣ σκέψης μας. Της ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ της καρδιάς μας.
«Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
Γιατί άκουσαν μιαν απαίσια βοή,
Την σκάλα ν’ ανεβαίνει».
(Κ. Καβάφης)
Είναι η φωνή του λαού, «που γυρεύει ένα τίποτα για να πιστέψει και να πεθάνει» (Μ. Αναγνωστάκης),
«Ούτινος δούλος…ούδ’ υπήκοος». (Σοφοκλής)