ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ·ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (Περικλής Καπετανόπουλος)

Αρθρογραφία 17 Νοεμβρίου 2020

Αξίζει να διαβάσετε αυτό το κείμενο. Αναφέρεται στην εισβολή στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι σε εκείνο του 1973, αλλά το 1944.

Είχα την τύχη, να γνωρίσω και να μιλήσω για αυτό το θέμα με τον Φοίβο Τσέκερη, πρωταγωνιστή της ηρωικής αντίστασης του Λόχου ΕΛΑΣ Σπουδαστών ενάντια στα εγγλέζικα τανκς τον Δεκέμβρη του 1944 στο Πολυτεχνείο.

Περικλής Καπετανόπουλος


ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, 5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944



Δίπλα στο Μνημείο των νεκρών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973 ορθώνεται μια μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα των νεκρών φοιτητών του Ε.Μ.Π που αγωνίστηκαν εναντίον των κατακτητών στο διάστημα 1941 – 1944 μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Νέων της Σπουδάζουσας και του Λόχου Σπουδαστών του ΕΛΑΣ (Λόχος λόρδος Μπάιρον μετονομάστηκε στα Δεκεμβριανά).

Το Πολυτεχνείο, χώρος ιερός και αιματοβαμμένος, υπήρξε «Κάστρο της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα» και η πόρτα του παραβιάστηκε τρεις φορές: 6 Μάρτη 1942, 5 Δεκέμβρη 1944, 17 Νοέμβρη 1973.

«Ήταν 6 Μαρτίου 1942. Το Πολυτεχνείο απεργούσε" διηγείται ο Φοίβος Τσέκερης. «Ένας σπουδαστής μπήκε λαχανιασμένος στη Λέσχη μας και μας είπε ότι από την είσοδο της οδού Πατησίων, μια ομάδα χαφιέδων μπήκε στην αυλή του Πολυτεχνείου. Αρπάξαμε ο καθένας ό,τι βρήκε μπροστά του, ένα ξύλο ή σιδεροδοκό και κατεβήκαμε τρέχοντας, οπότε βρεθήκαμε μπροστά σε ένα θέαμα που μας άφησε άναυδους. Είδαμε τον Ν.Κιτσίκη ( σημ: ο αγωνιστής Πρύτανης του Πολυτεχνείου) ανασκουμπωμένο να παλεύει με τους χαφιέδες και να τους σπρώχνει προς την έξοδο.

Σε λίγο πετάχτηκαν όλοι οι χαφιέδες έξω.

Από τότε και μέχρι την Απελευθέρωση δεν παραβιάστηκε άλλη φορά το Πολυτεχνειακό άσυλο.
Η δεύτερη παραβίαση έγινε στις 5 Δεκέμβρη του 1944, στη μάχη του ΕΛΑΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ με τους Άγγλους επεμβασίες, στο Πολυτεχνείο, όταν ένα από τα εγγλέζικα τανκς έσπασε την κλειδαριά και άνοιξε διάπλατα τη σιδερένια πόρτα της οδού Πατησίων για να εισβάλουν στην αυλή του Πολυτεχνείου οι πάνοπλοι Βρετανοί στρατιώτες.

Η τρίτη παραβίαση ήταν στις 17 Νοέμβρη 1973 όταν το τανκς της Χούντας των Συνταγματαρχών γκρέμισε την πόρτα αυτή για να εισβάλουν οι πάνοπλοι στρατιώτες και να διαλύσουν τους εξεγερμένους φοιτητές. Από τότε αυτή η πόρτα μένει κλειδωμένη και ανοίγει κάθε χρόνο, στην επέτειο της 17 Νοέμβρη.»

Ο Φοίβος Τσέκερης, αρχιτέκτονας και συγγραφέας, στο βιβλίο του «ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. Από τους αγώνες με τη Σπουδάζουσα», μας παραδίνει μια πολύτιμη μαρτυρία και ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο από τους αγώνες των νέων της εποχής του για την Εθνική Ανεξαρτησία.

Ο ίδιος ήταν φοιτητής της Αρχιτεκτονικής στο Ε.Μ.Π κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της Ο.Κ.Ν.Ε και του ΕΑΜ Νέων της Σπουδάζουσας.

Το 1943 έγινε μέλος της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Το 1944 ήταν διμοιρίτης της Διμοιρίας του Ε.Μ.Π και του Λόχου Σπουδαστών του ΕΛΑΣ, που στα Δεκεμβριανά έγινε Λόχος λόρδος Μπάυρον. Συνελήφθη κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Τραυματίστηκε βαριά στη μάχη που έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο στις 5 Δεκεμβρίου 1944.

«….Το απόγευμα της ίδιας μέρας, 5 του Δεκέμβρη, είχανε ανάψει για καλά οι μάχες στο κέντρο της Αθήνας.

Ακροβολισμένοι και τοίχο – τοίχο, ο ένας πίσω από τον άλλο κατεβήκαμε στην πλατεία Εξαρχείων κι από κει κατηφορίσαμε τη Στουρνάρα προς το Πολυτεχνείο. Ολόκληρος ο δρόμος βαλλότανε από τη Γενική Ασφάλεια που βρισκόταν στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρα[…]

Μπήκαμε στο Πολυτεχνείο από τα παράθυρα της λέσχης και σκορπίσαμε ώστε να καταλάβουμε όλα τα κτίρια του[…]

Δεν πέρασε λίγη ώρα και έγινε το μεγάλο κακό. Θάμαστε καμιά δεκαριά που είχαμε βγει στον απυρόβλητο διάδρομο για να ξεκουραστούμε. Μερικοί για να καπνίσουνε ένα τσιγάρο ώσπου να κρυώσουνε οι αραβίδες τους. Οι υπόλοιποι απ’ τα παράθυρα συνεχίζανε τη μάχη. Ξαφνικά είδαμε στην άκρη του διαδρόμου, αυτόματα να ξερνάνε φωτιά κατά πάνω μας. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρεθήκαμε όλοι τρυπημένοι από τις σφαίρες των Εγγλέζων να σφαδάζουμε πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, να βογκάμε και να ζητάμε βοήθεια, ενώ οι σφαίρες εξακολουθούσανε να ρίχνονται κατά πάνω μας.

Όπως στεκόμαστε εκεί ανύποπτοι και απροστάτευτοι, τους δώσαμε εύκολο στόχο και κανείς δε γλίτωσε απ’ αυτή την απαίσια σφαγή. Μια σφαγή άνανδρη και εγκληματική, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε εχθροπραξίες με τους Εγγλέζους. Δεν είχαμε ανταλλάξει πυρά και προσπαθούσαμε να τους πείσουμε ότι δεν πρέπει να αναμιχθούν στη διένεξη που είχαμε εμείς με την κυβέρνησή μας.

Δεν έχει ξεκαθαριστεί πως οι Εγγλέζοι φτάσανε μέχρι εκεί, χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας, ώστε να μας βρούνε ακάλυπτους και να μας θερίσουν.

Απ’ ότι μάθαμε αργότερα, κάποιος κλητήρας του Πολυτεχνείου που ήξερε καλά τα κατατόπια, τους έμπασε κρυφά από το υπόγειο και από σκάλα, της οποίας αγνοούσαμε την ύπαρξη ώστε να τη φυλάμε.

Μετά απ’ αυτόν τον ξαφνικό αιφνιδιασμό, όσοι πολεμούσανε απ’ τα παράθυρα, όπως ήτανε φυσικό, εγκαταλείψανε τις θέσεις τους και ενωθήκανε με την ομάδα που βρισκόταν στο κτίριο της Αρχιτεκτονικής. Κι εμείς μείναμε στο έλεος των Εγγλέζων, πεσμένοι πάνω στο δάπεδο του διαδρόμου, πνιγμένοι στα αίματά μας, να βογκάμε και μερικοί να ξεψυχάνε.


Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Να καταλάβω πόσες σφαίρες με είχανε χτυπήσει. Τα πόδια μου και τα δυο τα αισθανόμουνα σα λιωμένα. Η πρώτη μου σκέψη ήτανε, να απομακρυνθώ από το μέρος που βρίσκονταν αυτοί που μας χτυπήσανε, και να πλησιάσω προς τους δικούς μας για να με περιθάλψουνε. Άρχισα να σέρνομαι στο διάδρομο. Σύρθηκα περίπου 30 μέτρα.

Βγήκα από την πόρτα στο πλατύσκαλο και γαντζώνοντας τα χέρια μου στα σκαλιά, κατάφερα να κατέβω τη μικρή μαρμάρινη σκάλα, που έβγαζε στην αυλή του Πολυτεχνείου.

Βρέθηκα στην αυλή και σύρθηκα καμιά δεκαριά μέτρα προς τα εκεί που ήτανε οι δικοί μας, με την ελπίδα ότι κάποιοι θα έρθουνε να με πάρουνε. Εκεί οι δυνάμεις μου με εγκαταλείψανε και σταμάτησα την προσπάθεια να προχωρήσω άλλο.

Το μυαλό μου όμως δούλευε καλά και όλες μου οι αισθήσεις λειτουργούσανε επίσης καλά.
Όπως ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα και ανίκανος πια να κάνω οτιδήποτε, παρακολούθησα λεπτό με λεπτό τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου.

Ένα εγγλέζικο τανκς έπεσε πάνω στη σιδερένια πόρτα της οδού Πατησίων, την άνοιξε διάπλατα και στάθηκε εκεί με την κάνη του να κοιτάει προς το χτίριο της Αρχιτεκτονικής. Εγγλέζοι στρατιώτες μπαίνανε πάνοπλοι, με προφυλάξεις και ακροβολίζονταν δεξιά κι αριστερά με πρόθεση να κυκλώσουνε το χτίριο.

Ξαφνικά είδα έναν Εγγλέζο στρατιώτη να σκύβει και να με κοιτάει με περιέργεια. Ύστερα άρχισε να μου μιλάει στη γλώσσα του χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε συμπάθεια. Αυτό το επιβεβαίωσα σε λίγο, όταν άπλωσε το χέρι του και μου χάιδεψε το κεφάλι.

Του ζήτησα νερό. Του έδειξα πλάι μια βρύση που ασταμάτητα έτρεχε νερό, γιατί όπως φαίνεται είχε σπάσει από κάποια σφαίρα.

Έτρεξε πρόθυμα προς τη βρύση, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε δυνατή η φωνή ενός άλλου, μάλλον αξιωματικού, που τον διάταξε να μην ασχοληθεί άλλο μαζί μου αλλά να κοιτάξει τη δουλειά του. Μου έδωσε να καταλάβω ότι θα ξανάρθει αργότερα και έφυγε χωρίς να ξαναγυρίσει.

Είχε πια αρχίσει να νυχτώνει. Από μέσα από το διάδρομο ακουγόταν τα βογκητά και οι παρακλήσεις για βοήθεια των τραυματισμένων συναγωνιστών μου. Όσων ακόμα ζούσανε. Από μακριά ακουγόντουσαν πυροβολισμοί και εκρήξεις χειροβομβίδων, ενώ το χώρο του Πολυτεχνείου τον σκέπαζε μια σιγή που δε σήμαινε, παρά την προετοιμασία για τη μεγάλη σύγκρουση που θα ξεσπούσε σε λίγα λεπτά.

Είδα κάποιον ελασίτη να βγαίνει από το κτίριο της Αρχιτεκτονικής και να προχωράει προς το εγγλέζικο τανκς. Τον γνώρισα από το ντύσιμο και το περπάτημα του. Ήταν ο συνάδελφος μου στο Πολυτεχνείο Νίνος Χρυσόπουλος. Επειδή ήξερα καλά εγγλέζικα, κατάλαβα ότι τον είχε στείλει ο Γρηγόρης Φαράκος, ο καπετάνιος του λόχου, να μιλήσει με τους Εγγλέζους.

Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του να απευθύνεται προς αυτούς που ήτανε κλεισμένοι στην Αρχιτεκτονική.

«Συναγωνιστές. Όπως είχαμε συνεννοηθεί, τους είπα ότι εμείς δεν έχουμε σκοπό να πολεμήσουμε εναντίον τους, αν αυτοί δεν μας χτυπήσουν. Η διένεξη μας με την κυβέρνηση Παπανδρέου είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τον Ελληνικό λαό. Η επέμβασή τους θα αποτελούσε παραβίαση της συμφωνίας των τριών μεγάλων δυνάμεων. Έστω και τώρα τους παρακαλούμε να φύγουνε και να μας αφήσουνε ήσυχους , να περιμαζέψουμε τους τραυματίες και τους νεκρούς μας. Η απάντησή του ήτανε ότι μας θεωρούνε επαναστάτες και αναρχικά στοιχεία και ότι αν σε δέκα λεπτά δεν παραδοθούμε , θα επιτεθούνε με όλες τους τις δυνάμεις και θα μας εξοντώσουνε όλους».

Για λίγα λεπτά ακολούθησε μια νεκρική σιγή.

Μετά ξεχώρισα τη φωνή του Φαράκου από την Αρχιτεκτονική:

« Να τους πεις ότι δεν είμαστε αναρχικά στοιχεία, αλλά φοιτητές που υπερασπιζόμαστε την Εθνική μας Ανεξαρτησία και αυτή τη στιγμή, το ίδιο το σχολείο μας. Δε θέλουμε πόλεμο μαζί τους, αλλά αν μας επιτεθούνε θα πολεμήσουμε. Δεν πρόκειται να παραδοθούμε».

Σε λίγο η φωνή του Χρυσόπουλου:

« Συναγωνιστές, η απάντησή τους είναι ότι σε τρία λεπτά επιτίθενται».
Πράγματι, πριν περάσουνε τρία λεπτά, οι Εγγλέζοι αρχίσανε να τρέχουνε πέρα δώθε, να παίρνουνε θέσεις μάχης και να ακούγονται διαταγές αξιωματικών προς τους στρατιώτες.


Και να μια κόλαση φωτιάς απ’ όλες τις μεριές εναντίον των κλεισμένων στην Αρχιτεκτονική Σχολή. Τα τανκς που είχανε περικυκλώσει το Πολυτεχνείο ρίχνανε απ’ όλες τις μεριές, από τους γύρω δρόμους. Κάθε λεπτό, χιλιάδες σφαίρες πέφτανε πάνω στους « Ελεύθερους Πολιορκημένους».

Οι εγγλέζικες σφαίρες που προοριζόταν για τους Γερμανούς, μαζί με τις γερμανικές από την Ασφάλεια, πέφτανε πάνω σε Έλληνες αγωνιστές, στους εφεδροελασίτες φοιτητές.

Η υπεροχή των Εγγλέζων σε οπλισμό ήτανε συντριπτική , όμως ηρωικά οι σύντροφοι κρατούσανε τις θέσεις τους και δεν τους αφήνανε να πλησιάσουνε, ούτε στην Αρχιτεκτονική , ούτε στο κτίριο Γκίνη.

Γρήγορα οι Εγγλέζοι καταλάβανε ότι τα πράγματα δεν ήτανε τόσο εύκολα, όσο νομίζανε.

Κι εγώ να είμαι πεσμένος ανάμεσα στους αντιμαχόμενους , χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Πόσο μετάνιωσα που βγήκα στην αυλή και πόσο μακάριζα τους άλλους τραυματίες συντρόφους μου που είχανε παραμείνει μέσα στο διάδρομο, προφυλαγμένοι κάπως από τους καινούργιους καταιγισμούς.

Είχε νυχτώσει για καλά όταν σταμάτησε η μάχη. Οι δικοί μας σταματήσανε να αντιστέκονται. Όσοι δεν είχανε τραυματιστεί ή σκοτωθεί και όσοι δεν είχανε πιαστεί αιχμάλωτοι, υποχωρήσανε προς τα Εξάρχεια που ήταν το αρχηγείο του λόχου. Όλα τα κτίρια του Πολυτεχνείου, όλες οι αυλές του είχαν περιέλθει στα χέρια των Εγγλέζων.

Όλοι εμείς οι τραυματισμένοι, που ώρες ατέλειωτες αισθανόμαστε το αίμα μας να φεύγει μαζί με τη ζωή μας, βρισκόμαστε στο έλεος των καινούργιων κατακτητών, που όπως φαίνεται είχανε σκοπό να μας αφήσουνε εκεί σα χτυπημένους σκύλους, ώσπου να μη μείνει σταγόνα από αίμα μέσα μας. Ώσπου να πεθάνει και ο τελευταίος από μας…»

Φοίβος Τσέκερης, ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.
Από τους αγώνες με τη Σπουδάζουσα, Εκδόσεις Εντός, Αθήνα : 2007.


Προβλήθηκε 896 φορές