Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε το 1942 το «Σαλταδόρο» αποτυπώνοντας ένα φαινόμενο που η επίσημη Ιστορία αγνόησε επιδεικτικά.
Οι θρυλικοί σαλταδόροι της Κατοχής ήταν μια ηρωική πραγματικότητα την οποία απαθανάτισε το ρεμπέτικο.
Ο Γενίτσαρης εξηγεί στον Κώστα Χατζηδουλή πώς γράφτηκε το τραγούδι:«Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν.
Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα.
Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν.
Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος.
Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως...
Στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου.
Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα.
Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου ’κάνε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήτανε κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε.
Μου ’πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος–όποιος, γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν.
"Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;".
Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι, που λέω: "Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε".
Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια.
Το ρεφρέν που λέω: "Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω", το έγραψα μετά από λίγες μέρες».