Οι κλέφτες του Μωριά. (Περικλής Δ. Καπετανόπουλος)

Αρθρογραφία 31 Ιανουαρίου 2021

Στην διάρκεια της μακρόχρονης οθωμανικής κατάκτησης της Ελλάδας, η κατοχή όπλων και το στρατιωτικό επάγγελμα δεν επιτρεπόταν στους ραγιάδες. Ωστόσο υπήρχαν και εξαιρέσεις στον ισλαμικό νόμο, καθώς η οθωμανική εξουσία ήταν εξαιρετικά ευέλικτη, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν.

Τα ορεινά μέρη και τα δάση ήταν το καταφύγιο όσων χριστιανών παραβίαζαν τα πλαίσια της οθωμανικής νομιμότητας και συγκρούονταν με τους τοπικούς μπέηδες, τους κοτζαμπάσηδες και τον ορθόδοξο κλήρο.

Μετά το 1715 και την ανάκτηση του Μωριά από τους Οθωμανούς, τα βουνά γέμισαν από κλέφτες, τους οποίους αποκαλούσαν ζορμπάδες και χαϊνηδες. Ο ορεινός χώρος ήταν το "βασίλειο" των κλεφτών, με την σιωπηλή ανοχή των Οθωμανών, οι οποίοι δεν ενδιαφερόντουσαν για την μόνιμη επιβολή της εξουσίας τους στα βουνά, διότι απλά εκεί δεν υπήρχε αξιόλογη φορολογητέα ύλη.

Οι εκπρόσωποι της οθωμανικής διοίκησης ήταν εγκατεστημένοι στους κάμπους και στις πόλεις, όπου η επιβολή της νομιμότητας απέφερε τεράστια φορολογικά έσοδα, όπως για παράδειγμα η επαρχία της Ηλείας (Γαστούνης), με την αγροτική της παραγωγή ή η Πάτρα με την εμπορική της κίνηση.

Έτσι, στην πράξη δημιουργήθηκαν στην Πελοπόννησο δυο εξουσίες: μία επίσημη οθωμανική στα πεδινά, και μια ανεπίσημη εξουσία στα ορεινά, που υπάκουε στους άγραφους νόμους της παράνομης ζωής και στην δύναμη των όπλων.

Οι παράνομοι των βουνών ήταν οργανωμένοι σε νταϊφάδες, ομάδες ολιγομελείς με επικεφαλής έναν καπετάνιο και έλεγχαν μια ορισμένη περιοχή. Τα απαραίτητα τρόφιμα για την συντήρηση τους τα έπαιρναν συνηθέστερα, από τους κτηνοτρόφους και τους αγρότες των βουνών και σπανιότερα, από τους εύπορους Οθωμανούς υπηκόους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, χωρίς διάκριση θρησκείας.

Χωρίς αμφιβολία οι κλέφτες «επίεζον τους ποιμένας και τους χωρικούς δια τα της πρώτης ανάγκης», γράφει ο Τ.Κανδηλώρος.

Όταν κάποιοι κλεφτοκαπετάνιοι άρχιζαν τις επιθέσεις ενάντια σε κληρικούς, κατώτερους και ανώτερους, σε κοτσαμπάσηδες, σε χωριά και κεφαλοχώρια ή έπιαναν τα δερβένια ληστεύοντας τα καραβάνια των εμπόρων, τότε η οθωμανική εξουσία αντιδρούσε, εκδίδοντας φιρμάνι για την θανάτωση τους (είναι οι λεγόμενοι φιρμανλήδες), καλώντας μουσουλμάνους και χριστιανούς να πάρουν μέρος στην καταδίωξη τους, με την συνδρομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.

Όταν όμως η εξόντωση των κλεφτών απόβαινε αδύνατη ή οικονομικά ασύμφορη, τότε έμπαινε σε ενέργεια ο χρηματισμός και η προδοσία. Συνεργοί των Οθωμανών αξιωματούχων, με διάφορα ανταλλάγματα γίνονταν οικείοι ή φιλικά των κλεφτών πρόσωπα, καθώς και οι προεστοί των επαρχιών.

Τον πρωτοκλέφτη του Μωριά Ζαχαριά, που τα αποσπάσματα δεν μπορούσαν να συλλάβουν, τον σκότωσε τελικά με μπαμπεσιά, στα Τσέρια της Μάνης μέσα στο πύργο του, ο κουμπάρος του Κουκέας, έναντι σημαντικής χρηματικής αμοιβής, τον Οκτώβριο του 1803.

«Κουμπάροι εφάγαν τον Μαντά, κουμπάροι και τον Ζαχαριά», έγραψε ο άγνωστος λαϊκός ποιητής για το περιστατικό της δολοφονίας του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830), η δράση των κλεφτών ωραιοποιήθηκε και αποτέλεσε ένα από τα βασικά υλικά για την συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας.

Αποσιωπήθηκαν όλες εκείνες οι δραστηριότητες των κλεφτών, οι οποίες θα μπορούσαν να αμαυρώσουν την εικόνα τους, όπως η σύλληψη και η διαπόμπευση του πρωτοσύγγελλου Χριστιανουπόλεως, προεστού των Γαργαλιάνων και μοραγιάννη της Αρκαδιάς Ανδριανόπουλου.

Για τον ιερωμένο αυτό μας πληροφορεί ο Βρετανός αρχαιολόγος ser William Gell που πέρασε από τους Γαργαλιάνους στα 1804, ότι « ήταν πλούσιος του τόπου άρχων και κατά τις πληροφορίες του τίποτα δεν γινόταν υπό του πασά του Μωριά χωρίς την έγκρισή του και ωμίλει την ιταλική των Ιονίων νήσων , εις δε την ιδιότητα του κληρικού ωφείλετο η μεγάλη του επιρροή στους κατοίκους της περιοχής». Η περίπτωση αυτή δεν ήταν η μοναδική.

Παρά τα όσα διέπρατταν οι κλέφτες, σε βάρος χωρικών, κληρικών, χριστιανών κοτζαμπάσηδων και μουσουλμάνων αγάδων η δημώδης ποίηση ύμνησε και εξιδανίκευσε την ζωή τους. Ο κλέφτης, αν και άγριος, επικίνδυνος παράνομος οπλοφόρος, αποτελούσε πρότυπο για τον ραγιά, διότι συγκέντρωσε όλα όσα εκείνος δεν μπορούσε να έχει, ζώντας κάτω από τον οθωμανικό ζυγό: αξιοπρέπεια και τιμή, τόλμη και γενναιότητα, καλή φορεσιά και ασημοκαπνισμένα άρματα και το κυριότερο, ελεύθερο αέρα.

Όσοι από τους κλέφτες του Μωριά, επέζησαν από τον μεγάλο διωγμό της κλεφτουριάς στα 1806, αποτέλεσαν το «προζύμι» του επαναστατικού στρατού του 1821, ιδιαίτερα αυτοί που υπηρέτησαν στα Επτάνησα στα ελαφρά τάγματα πεζικού που σχημάτισαν από Έλληνες εθελοντές οι Άγγλοι.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αναδείχτηκε «μαγιώρος» δηλαδή ταγματάρχης στον αγγλικό στρατό, αποκτώντας στρατιωτική εμπειρία και γνώσεις, οι οποίες του χρησίμευσαν αργότερα στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Δημοτικό τραγούδι


Του Ζαχαριά


Τ’ ειν’ το κακό που γένεται τούτο το καλοκαίρι;
Τρία χωριά μας κλαίονται, τρία κεφαλοχώρια.
Μας κλαίεται κ’ ένας παπάς από τον Άγιο Πέτρον.
Τι τώκαμα του κερατά και κλαίετ’ απ΄εμένα,
Μήνα τα βόδια τ’ έσφαξα; Μήνα τα πρόβατα του;
Την μιαν νύμφην φίλησα, ταις δυο του θυγατέραις,
Το ‘να παδί του σκότωσα, τ’άλλο το πήρα σκλάβον,
Και πεντακόσια δυο φλουριά εξαγοράν του πήρα.
Όλα λουφέν τα μοίρασα, λουφέν στα παλληκάρια,
Κ’ ατός μου δεν εκράτησα τίποτε για εμένα.


Περικλής Δ. Καπετανόπουλος


Προβλήθηκε 995 φορές