Οι νεοέλληνες νεόπλουτοι, μυκονόπληκτοι, αναστενάζουν στα σοκάκια της Μυκόνου και άλλων «νήσων των Αζορών, που καταστρέφουν νέους και θάπτουν των κορών» (Θυμάστε τον Μπόστ;).
Οι νεοέλληνες νεόπτωχοι στενάζουν από την ακρίβεια και παραμιλάνε από την ανέχεια και διασκεδάζουν (δεν μιλάμε για ψυχαγωγία) τσαλαβουτώντας στα λασπόνερα της τηλεοπτικής τηλετύφλωσης.
Οι μεγαλοτουρίστες κολυμπάνε στο κάτουρο ή το χλώριο της πισίνας (ανάλογα με την ανακύκλωση του νερού), ενώ δίπλα είναι η θάλασσα, και αδειάζουν τα χρυσαφικά του Λαλαούνη και του Ζολώτα στην… Πανεπιστημίου της Σαντορίνης, της Μυκόνου και των άλλων φημισμένων ελληνικών νησιών.
Οι φτωχοτουρίστες, μαζεύουν τσολιαδάκια, κουβαλούν το σπίτι τους στην πλάτη και τη βγάζουν με μια μερίδα καρπούζι και ντομάτα στις ταράτσες των νησιών, ενώ το βράδυ ξεβράκωτοι προκαλούν τους γηγενείς, όσοι απ’ αυτούς έχουν μείνει και δεν παράτησαν τις δουλειές τους για να γίνουν γκαρσόνια της Ευρώπης.
Και αρκετοί νέοι των μακαρίων νήσων «δεν γίνονται πια ψαράδες, αλλά κωλομπαράδες.»
Οι νεόπλουτοι “γεννάδαι αλλαντοπώλαι” (αρχοντογεννημένοι πατσατζήδες), όρος του Αριστοφάνη, οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, αυγαταίνουν μακαρίως την ιδιωτεία (ηλιθιότητα) τους, ντυμένοι με το χρώμα του άνομου χρήματος.
Και οι λεγόμενοι διανοούμενοι, που αναρωτιέσαι τι το θέλουν το κεφάλι αφού τους αρκεί η σπονδυλική τους στήλη, κάνουν κωλορεβερέντζες (βαθειές υποκλίσεις προβάλλοντας τα οπίσθια), οπισθωθούμενοι, καταλλήλως, για να ανέλθουν σε ακαδημαϊκούς και άλλους «πνευματικούς» θώκους.
Ο ακαδημαϊκός Καραμπουζούκης
Τα παιδιά και οι νέοι, τυφλώνονται στα σκοτάδια της εκτεχνικευμένης «παιδείας», που τους παρέχει μια πολιτεία η οποία δεν θέλει πολίτες με κριτική σκέψη, αλλά πειθήνια άκριτα μαζάτομα, αναλώσιμα, μέσα στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης Κίρκης.
Οι μαζάνθρωποι του δυτικόφερτου σκοταδισμού και της παγκοσμιοποιημένης απύθμενης βλακείας, απεμπόλησαν, συνέτριψαν, αλλοίωσαν, έφτυσαν, ξεπούλησαν, την έννοια της Δημοκρατίας, η οποία, με τα λόγια του Περικλή:
«Και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους, αλλ εις πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται».
Σήμερα η αρχή αυτή κατήντησε αρχίδιον.
Ορισμένοι μπερδεύουν το υποκοριστικό της αρχής (εξουσίας), αρχίδιον, που σημαίνει αρχή άνευ σημασίας, «μικρόν ανάξιον λόγου υπούργημα», (Λεξικό Δορμπαράκη), όπως το δημήδιον είναι υποκοριστικό του δήμου, γνωμίδιον υποκοριστικό της γνώμης, νοΐδιον υποκοριστικό του νου.
Το «αρχίδιον» το μπερδεύουν, με το αρχίδι: όρχις: το γεννητικό όργανο. Είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαία ή απαίδευτα μυαλά.
Για ποιον Δήμο να μιλήσουμε σήμερα;
Τον Δήμο, που ελληνάρας τε και ευρωπέος (δεν είναι λάθος), ο που τον διακατέχει ο σταρχιδισμός, και αδιαφορεί για όλους και για όλα. Και μόνο Θεό του και μεταφυσική έννοια αναγνωρίζει την «πάρτη» του, την ομάδα του, όταν είναι και οπαδός, (ο φίλαθλος αγαθόν εν ανεπαρκεία), ή το κόμμα του όταν πάσχει από κομματοκρετινισμό.
Για ποιον ελεύθερο άνθρωπο να μιλήσουμε σήμερα;
Τον είλωτα της τηλετύφλωσης.
Τον μπανιστιρτζή στο γυάλινο βλακοκούτι, «αδόντων αιδοίων» και αυτών που «εν δήμω» απλώνουν τα άπλυτά τους, σε μεσημεριανές εκπομπές ψυχοκαθαρτικής βρώμας και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Τον προπαγανδιστή των συμφερόντων των καναλαρχών, διαπλεκομένων επιτηδείως μετά «πολιτικών»
Τον μιζομένο «γερμανικώς» τε και «ζημενικώς», ου μην, τε και παντοιοτρόπως;
Ο νεοβάρβαρος .σύγχρονος μαζάνθρωπος, μετρά την αξία του με το χρήμα και μετριέται ως αξία, με το χρήμα.
Τα πάντα να ζυγίζει με βάση το κόστος-όφελος, για αυτόν τον ίδιον, δούλος της υπολογιστικής ορθολογικότητας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Για πια φιλοπατρία να μιλήσουμε σήμερα;
Η «σθεναρή», ψύχραιμη, ευρωπαϊκής κουλτούρας, εξωτερική μας πολιτική, με κούφιο λεκτικό νταηλίκι, παρακολουθεί την Τουρκία να παρελαύνει στα νησιά μας, να δημιουργεί μειονότητα στη Δυτική Θράκη και αυτοί άδουν κομψευριπιδικώς.
Και οι Κυβερνήτες μας σκληρά, ψύχραιμα και αριστοκρατικά, ως γενάδαι αλλαντοπώλαι, του απαντάνε, διπλωματικά, αντί να τους υπενθυμίσουμε, αρχαιοελληνιστί, κατά Αριστοφάνη, ότι:
«το δέρμα δεφομένων (δέφω: μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) απέρχεται», ή νεοελληνιστί, «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα».
Η νεοελληνική κοινωνία τρέχει, με τα φώτα σβησμένα και τα φρένα σπασμένα, μέσα στη νύχτα της Δύσης, καμαρώνοντας, σαν γύφτικό σκεπάρνι, για την τύφλα της.
Οι πολιτικατζήδες ερίζουν για το ποιο κόμμα είναι πιο διεφθαρμένο, από το άλλο διεφθαρμένο. .
Και, ενώ το κράτος επανιδρύεται, κατά τις εκάστοτε κυβερνητικές προεκλογικές μπαρούφες, ο πολίτης καίγεται στις φωτιές των δασών του, πνίγεται στις πλημμύρες των πόλεών του, ασφυκτιά στον μολυσμένο αέρα τους, που έχει πάρει το σκουροκίτρινο χρώμα της χολέρας.
Ο πολίτης βασανίζεται, καθημερινά, από τους λαλίστατους γυάλινους μικρόνοες αναλυτές, επί παντός του επιστητού.
Και ο λαός; Ο Δήμος;
Ποιοι κυνηγούσαν, ποιους;