Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
Κάποιος περαστικός είδε ένα αγόρι που έκλαιγε και το ρώτησε τί είχε πάθει.
“Είχα δύο γρόσες για να πάω σινεμά” είπε το αγόρι, “κι ένα παιδί που περνούσε, μου βούτηξε τη μια γρόσα από το χέρι” -και του ‘δειξε ένα παιδί λίγο πιο πέρα.
“Και δεν φώναξες βοήθεια;” ρώτησε ο περαστικός.
“Πως δε φώναξα!” είπε το αγόρι, και τα αναφιλητά του δυνάμωσαν.
“Και δε σ’ άκουσε κανείς;” ρώτησε πάλι ο περαστικός και το χάιδεψε τρυφερά.
“Όχι” είπε μέσα στ’ αναφιλητά του το αγόρι.
“Και γιατί δε φώναζες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;” ξαναρώτησε ο περαστικός.
“Όχι” ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει.
“Τότε δωσ’ μου την κι αυτή” είπε ο περαστικός, και, αρπάζοντάς του και την άλλη γρόσα από το χέρι, συνέχισε ανέμελα το δρόμο του.
Μπέρτολτ Μπρεχτ | Το ανυπεράσπιστο αγόρι | Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου | μτφρ.: Αντώνης Μπίκος | εκδόσεις Γνώση |