Ελευθέριος Ανευλαβής
«Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν εστ' επίφθονον
αλλά τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται.
Να ξεφτιλίζεις του κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο,
αλλά τιμάς τους χρηστούς, έτσι λένε οι μυαλωμένοι»
(Αριστοφάνους «Ίππης»)
«Μπάσταρδοι, κλέφτες, πόρνοι» (Κ. Παλαμάς).
«Άνθρωποι, χωρίς ηθική και πίστη. Και κρίμα τα φώτα τους. Ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι όχι τα φώτα τον άνθρωπον» (Μακρυγιάννης).
Και επειδή,
«Ου μόνον αρχή άνδρα δείκνυσι, αλλά και αρχήν ανήρ» (Επαμεινώνδας),
Ιδού, τι κάνατε, σεις οι «Μικροί Ανίκανοι και τυφλοί Κυβερνήτες»,
στην Πόλη και τη Χώρα. Στη Δημοκρατία μας. Στην Παιδεία. Στην Ελλάδα μας.
«Πολλά και αισχρά ένεκα κερδέων πεποιήκατε: πολλά και αισχρά για το κέρδος κάνατε» (Ξενοφών).
«και με τα δυο χέρια σουφρώνει τα δημόσια έσοδα: Καμφοίν χέροιν μυστιλάται των δημοσίων». (Αριστοφάνης).
«Κοίτα, νέα χελιδόνια. Κι’ αυτοί γύριζαν να δουν κι’ εγώ έκλεβα το κρέας: Ώρα νέα, χελιδών. Οι δ’ έβλεπον…καγώ των κρεών έκλεπτον:». (Αριστοφάνης και πάλι)
Εσείς, οι Μικροί Τυφλοί και Ανίκανοι κυβερνήτες, που λαλείτε «σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης).
Γλωσσοχαλαστήδες, και χαλασοχώρηδες, πρόθυμοι κωλορεβερέντζηδες, —τουτέστιν βαθέως υποκλινόμενοι προβάλλοντες τα οπίσθια—, των Μερκελευρωπαίων.
Λάτρεις του ξενόφερτου, θα δίνατε στις κολόνες του Παρθενώνα, το σχήμα του μπουκαλιού της Κόκα-Κόλα, ετοιμοι να φορέσετε στις Καρυάτιδες μπούρκα.
Μια πατρίδα που ζημιώθη, διατιμήθη και όλο σ’ αυτό κατανταίνει» (Μακρυγιάννης), εξ αιτίας ανίκανων αρχόντων, των «αλιτηρίων της πόλης» (Ζήνων ο Ελεάτης).
«Και φωνάζουν οι πατριδέμποροι να φοβηθούν οι πατριώτες». (Βάρναλης).
Ιδού, οι Μικροί Ανίκανοι και Τυφλοί Κυβερνήτες, που άφησαν τα κάστρα της πατρίδας απολέμιστα και μπήκαν «ντυμένοι φίλοι οι εχθροί», οι απολίτιστοι της παγκοσμιοποίησης του αμερικάνικου τρόπου ζωής και οι «πολιτισμένοι» βάρβαροι της Εσπερίας.
«Και έτσι, «χάνονται οι πόλεις όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους φαύλους από τους έντιμους: Τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν». (Αντισθένης).
Και ο λαός, με σακατεμένη ελευθερία, με σακατεμένη γλώσσα, σακατεμένος από την ανέχεια, χαλάει κι’ αυτός, διότι:
«Το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν» (Ισοκράτης).
Τον καταντήσατε, αυτόν τον λαό, — τον υπερήφανο λαό, «ουδενός δούλον… ουδ’ υπήκοον», (Αισχύλος)—, αναγκεμένο «και πένητα ίνα γιγνώσκη τον τιθασευτήν» (Αριστοφάνης).
Τον καταντήσατε, εσείς, οι αρχολάγνοι κυβερνήτες και πολιτικατζήδες, — πολιτικοί υπάρχουν, αλλά είναι είδος υπό εξαφάνιση—, ευτελή και ταπεινωμένο μαζοχυλό, δυσλεκτικό και φτωχό, για να μη μπορεί να σκεφτεί. Ούτε να κρίνει.
Τον καταντήσατε, τον λαό, μαζοχυλό, μάζα ψηφοφόρων, προκειμένου να σας ψηφίζουν μια Κυριακή στα τέσσερα χρόνια ή όποτε σας καπνίσει και νομίζετε πως σας συμφέρει να κάνετε εκλογές, καλώντας τον να εξαργυρώσει την ψήφο του, με «ένα πουκάμισο αδειανό», δικών σας προεκλογικών υποσχέσεων.
«κανακεύεις τον λαό, τον χαϊδολογάς, τον κολακεύεις και τον εξαπατάς.
Ήκαλλ’, εθώπευ’, εκολάκευ’, εξηπάτα»
(Αριστοφάνης).
Κραυγάζουν οι αναίσχυντοι, Μικροί Τυφλοί και Ανίκανοι Κυβερνήτες:
Δημοκρατία. Ισονομία. Ελευθερία. Ισότητα.
Και εννοούν και εφαρμόζουν:
Ελευθερία, του ηδονοθηρικού καταναλωτικού εξευτελισμού.
Δημοκρατία, του αναίσχυντου πολιτικαντισμού.
Ισονομία, του δικολαβισμού.
Ισότητα στη μετριοκρατία, η οποία αναπαράγεται δια κλωνοποιήσεως, κλονίζοντας την αξιοκρατία.
«Τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο παρά στο καθαρό νερό: Ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι»! (Ηράκλειτος)
«Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, χειρότεροι από τον κόρακα όπου βγήκε από την Κιβωτό και εθρέφοταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου»
(Σολωμός).
«Συντρίβουμε τους τρόπους του σκέπτεσθαι. Συντρίψαμε πια τους δεσμούς της πατρικής, μητρικής, υιικής στοργής, της φιλίας και του έρωτα. Αν θέλετε μια εικόνα της ζωής, φανταστείτε ένα πέλμα που θα συντρίβει τη μορφή του ανθρώπου.».
(Όργουελ. 1984)
Και «ο λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια και τον μισθό να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Ο δε δήμος … υπ’ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).
Κλέφτες, νταβατζήδες του λαού. Μικροί, ανίκανοι κυβερνήτες,
Δεν μας κλέψατε, μόνο, τον γλίσχρο μισθό μας. Την τιποτένια μας σύνταξη.
Κλέψατε και το δώρο του παππού για τα εγγόνια. Στερήσατε το παιχνίδι των παιδιών μας, και την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μας κλέψατε, όλα τα επίσημα αρχεία της ιστορίας μας, κάνοντάς την , Ρεπούστικα, «συνωστισμό» στην προβλήτα της Σμύρνης.
Μας κλέψατε, τα μουσεία του παρελθόντος μας, που χωρίς αυτά, αύριο δεν υπάρχει. Για να ξεχάσουν οι άνθρωποι, πως είναι πολίτες. Για να αφανιστεί κάθε ήχος ελπιδοφόρος.
Κι αυτόν μας τον κλέψατε, πνίγοντας, μέσα στη μαυρίλα του αύριο, κάθε προσδοκία μας.
Θεέ,
Που είσ’ εκεί ψηλά,
Για ρίξε ένα βλέμμα
Να δεις τη δόλια σου σπορά
Και τις πετάτε, άταφα κουφάρια, στα μούτρα του κοσμάκη.
και φαίνεται ο ξεδιάντροπος κώλος της αδιάντροπης εξουσίας σας
και ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ της ΑΛΗΘΕΙΑΣ, της ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ των ματιών μας, της ΑΔΟΛΗΣ σκέψης μας, της ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ της καρδιάς μας,
ΠΟΙΝΗ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΥ από την Πόλη των Πολιτών, για τους λαομπαίχτες.
Κι ας φωνάζουν οι αχόρταγοι λαοφάγοι (δημοβόροι), πως σώζουν την Πατρίδα, ενώ αφανίζουν τον λαό.
Κι ας καμαρώνουν οι σκατωμένοι, κι ας λένε: «Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής λερωθήκαν τα σκατά» (Κ. Βάρναλης).
Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς»
(Κ. Βάρναλης)
«Μια απαίσια βοή, Την σκάλα ανεβαίνει»
«που γυρεύει ένα τίποτα για να πιστέψει και να πεθάνει»
(Μ. Αναγνωστάκης),
«Ούτινος δούλος, ούδ’ υπήκοος.»
(Σοφοκλής)
Κι΄ όταν «θα φεύγουν μουλωχτά, πέρα στις αμαλάκες*,» όλοι θα πούμε, όλοι μαζί:
«Α στο διάολο, μαλάκες»
(Γ. Σεφέρης «Ινδικό Παραμύθι»)
* Αμαλάκα: οπωροφόρο δέντρο της Ινδίας, (πηγή: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)
Τελευταία ενημέρωση: Κυριακή, 21 Φεβρουαρίου 2021, 16:06 (www.zougla.gr)