Κοτζαμπάσηδες και οθωμανική διοίκηση. Μέρος 1ο (του Περικλή Δ. Καπετανόπουλου)

Αρθρογραφία 05 Φεβρουαρίου 2021

«Με των φτωχών τον ίδρωτα εφτιάχτηκαν οι αρχόντοι». Λαϊκό γνωμικό

Παραμονές της Επανάστασης του 1821 υπήρχαν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ανάμεσα στους χριστιανούς ραγιάδες, οι οποίοι συγκροτούσαν το ρουμ-μιλετ (millet-i Rûm), δηλαδή την ορθόδοξη και ελληνόφωνη θρησκευτική κοινωνία.

Στα προηγούμενα σημειώματα για το 1821, ασχοληθήκαμε με τους αρματωλούς και την Εκκλησία, δυο προνομιούχα στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας.

Οι προεστοί συγκροτούσαν μια ακόμα προνομιούχα ομάδα χριστιανών, η οποία ήταν διαφοροποιημένη από την μεγάλη μάζα των ραγιάδων. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε κοτζαμπάσηδες, λέξη τουρκική, που σημαίνει το μεγάλο κεφάλι, με την σημασία του πρώτου του χωριού ή της επαρχίας.

Από όλο τον ελληνικό χώρο, ο χαρακτηριστικότερος τύπος κοτζάμπαση υπήρχε στο Μωριά, όπου υπήρχε το δικαίωμα της κοινοτικής διοίκησης των χριστιανών ραγιάδων.

Το δικαίωμα αυτό τους δόθηκε το 1715, όταν το εγιαλέτι του Μωριά, ανακαταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό, και σήμανε το τέλος της ενετικής παρουσίας (1689-1715). Τότε οι προύχοντες της χερσονήσου ταξίδεψαν μέχρι την Θήβα, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ο οθωμανικός στρατός και προσέφεραν την υποταγή τους στον Οθωμανό πασά, προσκαλώντας τον να καταλάβει τον Μωριά και να τους απαλλάξει από τους Ενετούς.

Σε αντάλλαγμα της εκούσιας υποταγής τους, ζήτησαν και η Υψηλή Πύλη τους παραχώρησε το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των κοινοτικών υποθέσεων. Επιπλέον παραχωρήθηκαν ορισμένα προνόμια, όπως η δυνατότητα απόκτησης εγγείου ιδιοκτησίας από τους χριστιανούς, κατά παράβαση μια εκ των βασικών αρχών του οθωμανικού συστήματος, ότι δηλαδή όλη η γη ανήκε στον σουλτάνο και επαραχωρείτο μόνο το δικαίωμα της «γαιοχρησίας.

Από το 1715 η Πελοπόννησος, ως οθωμανική διοίκηση με έδρα την Τρίπολη (προηγουμένως ήταν το Ναύπλιο), είχε ως διοικητή πασά, που έφερε τον τίτλο του βαλή και ονομαζόταν Μόρα Βαλεσί. (Ήταν πασάς με τρεις ιππουρίδες, δηλαδή ανώτερος στην τάξη των πασάδων).

Ο τελευταίος Μόρα Βαλεσί, ήταν ο Χουρσίτ πασάς, ο οποίος παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, στάλθηκε να πολεμήσει τον «αντάρτη» Αλή Πασά στα Γιάννενα. Την διοίκηση του Μωριά, ασκούσε ο Πασάς συνεπικουρούμενος από Οθωμανούς αξιωματούχους, μουσουλμάνους και χριστιανούς. Οι προεστοί (κοτζαμπάσηδες) είχαν δυο εκπρόσωπους τους, στην «κυβέρνηση» της Τρίπολης και συμμετείχαν, μέσω αυτών, στη διοίκηση του πασαλικιού. Δυο φορές τον χρόνο, όλοι οι επαρχιακοί προεστοί συμμετείχαν σε συνέλευση που συγκαλούσαν οι εκπρόσωποι τους στην Τρίπολη και έπαιρναν αποφάσεις για φορολογικά, κυρίως, ζητήματα. Ο Μωριάς παραμονή της Επανάστασης είχε 25 επαρχίες. Οθωμανοί αξιωματούχοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, διοικούσαν την κάθε επαρχία.

Κύριο καθήκον των προεστών ήταν η συλλογή των φόρων, τακτικών και εκτάκτων, καθώς και η διαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων.

Τα κριτήρια με τα οποία γινόταν η κατανομή των φόρων, ανά χωριό και οικογένεια, τα περιγράφει το δημοτικό τραγούδι, βάζοντας έναν κοτζαμπάση να κάνει την αυτοκριτική του από τον κάτω κόσμο:

«Εκείνον τον παλιό καιρό και το παλιό ζαμάνι
μ’είχεν η χώρα προεστόν, μ΄είχε η χώρα πρώτον.
Κι αντάριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι, δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε,
στη δόλια την φτωχολογιά έρριχνα τριανταπέντε.
Κ’ φτώχεια κλάψαν έκαμε, κλάψαν από τ’ εμένα,
και ο πασάς επρόσταξε, μώκοψαν το κεφάλι».

Υπήρχαν τρεις βαθμίδες προεστών:

-Κάθε χωριό εξέλεγε, ανάλογα με τον πληθυσμό του, έναν ή και περισσότερους δημογέροντες, οι οποίοι διαχειρίζονταν τα θέματα της κοινότητας και ιδιαίτερα τα φορολογικά.

-Στην επαρχία, η συνέλευση των δημογερόντων εξέλεγε τους επαρχιακούς προεστούς, σχεδόν πάντα, από τις ισχυρότερες οικογένειες.

-Στο πασαλίκι, οι επαρχιακοί προεστοί εξέλεγαν μόνο δύο κοτζαμπάσηδες, ( μοραγιάννηδες), οι οποίοι τους εκπροσωπούσαν και έμεναν στην Τριπολιτσά, την έδρα του πασά.

Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου απέκτησαν σταδιακά μεγάλη δύναμη και οικονομική επιφάνεια, με την γαιοκτησία, το εμπόριο και την ενοικίαση των φόρων.

Στην Κωνσταντινούπολη διέθεταν πρέσβεις (βεκίληδες) για να υπερασπίζονται τα συμφέροντα τους, στην έδρα της αυτοκρατορικής εξουσίας.

Οι προεστοί της Πελοποννήσου ήταν χωρισμένοι σε παρατάξεις(ταράφια), στα οποία συμμετείχαν από κοινού μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Δυο ήταν τα πιο ισχυρά ταράφια : Το Αχαϊκό και το Καρυτινομεσσηνιακό.

Στα 1806 στο Μωριά, οι κοτζαμπάσηδες μαζί με την Εκκλησία και τον Μόρα βαλεσή, με σουλτανικό φορμάνι και αφοριστικό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, πρωταγωνίστησαν στον αφανισμό των κλεφτών, ως μέρος της οθωμανικής διοικητικής μηχανής.

Είναι αλήθεια επίσης, ότι οι κοτζαμπάσηδες, συμμετέχοντας σε επαναστατικά κινήματα, διακινδύνευαν να χάσουν, εκτός από το κεφάλι τους και τις τεράστιες περιουσίες που είχαν σχηματίσει συνεργαζόμενοι με την οθωμανική διοίκηση.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, ξεπέρασαν τους αρχικούς δισταγμούς τους και προσπάθησαν, δια της συμμετοχής τους, να διατηρήσουν την ηγεμονεύουσα θέση στις επαρχίες τους, προασπίζοντας τα ίδια συμφέροντα τους. Έχοντας μεγάλη εμπειρία στην οικονομική διαχείριση, κατέλαβαν ανάλογες θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό της Επανάστασης.

Ισχυρότερη οικογένεια κοτζαμπάσηδων στο Μωριά, για πολλά χρόνια, ήταν οι Δεληγιάννηδες από τα Λαγκάδια της Καρύταινας.

Των Δεληγιανναίων
Παν οι γερόντοι στον Πασά. Πάνε να προσκυνήσουν.
Παν τα Ντεληγιαννόπουλα κι ατός του ο κυρ – Κανέλλος.
Κι από μακρυά τον χαιρετά, κι από κοντά του λέει:
– Καλημερούδια σου Πασά. – Καλώς τον τον Κανέλλο.
– Κανέλλο τι άργησες να ‘ρθεις; . πόσον καιρό που λείπες;
Κανέλλο πού ‘ν ο γέροντας ο γέρο – Ντεληγιάννης;
– Κείνος πασά μου ειν’ άρρωστος. Τώρα πεντ’ – έξη μέρες.
– Στείλε Κανέλλο φέρε τον να ρθει να προσκυνήσει.
– Κείνος Πασά δε μας ακούει. Μόν’ κάθεται και λέει:
« Εγώ Πασά δεν προσκυνώ. Βεζύρι δεν φοβάμαι.
τι έχω στην Πόλη δυο παιδιά, και στα Λαγκάδια πέντε.
Έχω και στην Τριπολιτσά αυτόν το Θοδωράκη».
Μα βαρυφάνη του Πασά και στο Σουλτάνο γράφει.
κι ευθύς φιρμάνι έβγαλε κι έστειλε να τον κόψει.
Στου Λάλα σφάζουν πρόβατα στου Μπαστηρά κριάρια
και στα Λαγκάδια στο χωριό σφάζουν τον Ντεληγιάννη.
εξήντα χρόνια Γέροντα, σαράντα Μοργιάννη.

Περικλής Δ.Καπετανόπουλος

Προβλήθηκε 872 φορές