Σε «ύποπτο χρόνο», σε κάποια περίοδο εκλογών, «επιχειρήσαμε να προσδιορίσουμε» την έννοια της «ιδεολογικής παπάρας» στις μεταμοντέρνες συνθήκες.
Ορμώμενοι εκ της φαγώσιμης παπάρας του καθ’ ημέραν βίου, η οποία ως γνωστόν «αποτελεί τρόπον αναμείξεως τεμαχίων άρτου με ζουμιά πάσης μορφής και προελεύσεως και παρά την αποδοκιμασίαν της από τους οδηγούς υγιεινής διατροφής καταναλώνεται ευχαρίστως», καταλήγαμε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
«Η… προεκλογική παπάρα είναι δευτεροκλασάτη πνευματική τροφή, προερχόμενη εκ της εμβυθίσεως πτωχής εγκεφαλικής ουσίας εντός θεωρητικών και ιδεολογικών υπολειμμάτων, παράγεται δε συχνά υπό συνθήκες πολιτικής σπουδής και άγχους, οπότε εγκαλουμένη επικαλείται ως υπαρξιακή αιτία τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων»…
Η παπαροκρατία συνέχισε να συνιστά ουσιώδη διάσταση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, παρά τις εδώ κι εκεί αντιστάσεις.
Οι «ευσταλείς» ή «φωτογενείς» και με την ευρεία έννοια «ρετουσαρισμένοι» υποψήφιοι, που υπεραμύνονται των αοριστολογιών τους και μοχθούν να διαμορφώσουν μηνύματα παν-περιεκτικά, σούπερ αποτελεσματικά, υπέρ και κατά διαφόρων ή των ίδιων πραγμάτων, λειτουργούν ως προσωποποίηση ενός συστήματος που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «παπαροκρατικόν».
Παλιά, τον καιρό των Οικολόγων Εναλλακτικών, η αναφορά στην Άμεση Δημοκρατία άνοιγε έως έναν βαθμό την κριτική προσέγγιση του «εκλογικού γεγονότος».
Χαρακτηριστικό αυτού του τελευταίου ήταν το «επικοινωνιακό μποτιλιάρισμα», η συμφόρηση ποικίλων μηνυμάτων και η ανάγκη ενός πολιτικού point system, με στόχο τον «συμψηφισμό» διαφόρων στοιχείων για την παραγωγή της τελικής πολιτικής κρίσης…
Ο ψηφοφόρος έπρεπε να ζυγίσει και να συνεκτιμήσει πράγματα αρεστά ή απωθητικά, που μπορούσαν να είναι από τη γραβάτα του υποψήφιου πρωθυπουργού (!) έως τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας και τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Αντίθετα με το «τσουβάλιασμα» των επιλογών σε μία και μόνο διαδικασία, το δημοψήφισμα ως θεσμικό εργαλείο πολιτικών αποφάσεων υπηρετούσε τη λογική της εξειδικευμένης απάντησης.
Και ταυτόχρονα συνέβαλλε στην παράκαμψη των πολιτικών μεσαζόντων, στην αποδυνάμωση του συγκεντρωτισμού, στη λαϊκή συμμετοχικότητα και στην «αποσυμφόρηση» των εκλογών… Το δημοψήφισμα ήταν αναμφίβολα μια πρόταση ομοιοπαθητικής θεραπείας των εκλογών διά της μεθόδου των περισσοτέρων εκλογών…
Μια κοινωνία πιο «χορτασμένη» από εκλογικά γεγονότα θα μπορούσε να συμπεριφέρεται πιο ψύχραιμα, να ζυγίζει τα λόγια της και να έχει καλύτερη προεκλογική αισθητική.
Γιάννης Σχίζας