Τάσος Παππάς
Αισθάνονται άτρωτοι. Με κάθε κίνησή τους, με κάθε επιλογή τους, δείχνουν ότι δεν υπολογίζουν τους αντιπάλους τους.
Δεν σκιάζονται από τις κοινωνικές αντιδράσεις. Ανακοινώνουν μεταρρυθμίσεις που, όπως διατυμπανίζουν, θα φέρουν τα πάνω κάτω σ’ αυτήν την ταλαίπωρη χώρα, θα καταργήσουν δουλείες, θα σαρώσουν στερεότυπα.
Χλευάζουν τις αντίθετες απόψεις τοποθετώντας τες στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Υπόσχονται ότι θα τρίβουμε τα μάτια μας με τη νέα Ελλάδα που χτίζουν.
Δηλώνουν ότι αυτοί είναι οι ιδιοκτήτες της χώρας και δεν θα επιτρέψουν ποτέ ξανά αριστερή παρένθεση.
Δεν νοιάζονται για τους νόμους, τους κανόνες και τους τύπους.
Τους αλλάζουν αν δεν είναι του γούστου τους.
Μιλούν με στόμφο για συνέχεια του κράτους, στήνουν όμως μηχανισμούς ελέγχου για να μην ξεφύγει ούτε μύγα.
Διεκδικούν πρωτιές που ανήκουν σε άλλους.
Εγκαινιάζουν έργα που ξεκίνησαν πριν αναλάβουν αυτοί.
Παραβιάζουν συχνά την κοινή λογική αλλά δεν τρέχει τίποτα αφού τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης τούς εκθειάζουν… αφιλοκερδώς και οι… απείραχτες δημοσκοπήσεις τούς αποθεώνουν.
Συμπεριφέρονται σαν να παίζουν μόνοι τους στο γήπεδο.
Διορίζουν με τη σέσουλα τους κολλητούς και τους συγγενείς τους στο τρισκατάρατο, σύμφωνα με την ιδεολογία τους, Δημόσιο.
Μοιράζουν δουλειές με απευθείας αναθέσεις στους φίλους τους επιχειρηματίες.
Ανέχονται τις σκαστές παρανομίες στελεχών τους. Χορηγώντας δημόσιο χρήμα μετατρέπουν αεριτζήδες με πλούσιες επιδόσεις στις αρπαχτές σε αξιοσέβαστους επενδυτές.
Νομοθετούν για να εξυπηρετήσουν τους οικονομικά ισχυρούς.
Ποινικοποιούν την πολιτική ζωή στήνοντας προανακριτικές επιτροπές όπου η πλειοψηφία τους αποφασίζει κατά πώς γουστάρει.
Βαφτίζουν τα σκάνδαλα σκευωρίες.
Χρεώνουν στους προηγούμενους όσα κακά συμβαίνουν επί των δικών τους ημερών.
Χρωστάνε στους πάντες, δεν προβλέπεται να ξεπληρώσουν τα δάνεια που έχουν λάβει από τις γενναιόδωρες τράπεζες εις τον αιώνα τον άπαντα και συνεχίζουν να ξοδεύουν.
Υποδύονται τους σοβαρούς, τους νοικοκυραίους, τους συνεπείς, τους αδέκαστους, τους ακριβοδίκαιους κι ας βοούν τα πεισματάρικα γεγονότα για το αντίθετο. Καταγγέλλουν στεντορείως τον λαϊκισμό τον οποίο υπηρετούν με θρησκευτική ευλάβεια.
Το παίζουν ευσεβείς χριστιανοί, κάνουν μεγάλους σταυρούς δημοσίως, μέμφονται τους άθεους και τους αγνωστικιστές, αλλά δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να ποδοπατήσουν τις περισσότερες από τις δέκα εντολές του κανονικού Μωυσή.
Κι όμως η καυχησιά τους ζέχνει φόβο, όπως θα έλεγε ο Καραϊσκάκης του Παντελή Μπουκάλα: («Το μάγουλο της Παναγίας», Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη, «Αγρα»).
Φοβούνται γιατί δεν μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
Με τα ανθρώπινα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, κατά πώς λέει ο Τσόμσκι. Δεν ξέρουν τις θα τους ξημερώσει.
Οι δεξιότητές τους στο άθλημα της παραπλάνησης και η πανουργία τους δεν μπορούν να τους εγγυηθούν έναν ανέφελο βίο.
Ξέρουν -δεν είναι ηλίθιοι- ότι αυτοί που σήμερα σιωπούν γιατί είναι απελπισμένοι, γιατί δεν βλέπουν στον ορίζοντα μια ελκυστική εναλλακτική προοπτική, δεν αποκλείεται, ακόμη και με ασήμαντη αφορμή, να βγουν από το καβούκι τους και να διεκδικήσουν με δυναμικό τρόπο κάτι καλύτερο από αυτό που βιώνουν σήμερα.
Φοβούνται και με το δίκιο τους γιατί βλέπουν ότι οι αδικίες που βγάζουν μάτι συσσωρεύονται, οι ανισότητες διευρύνονται και δεν είναι εύκολο να πειστούν οι υποτελείς τάξεις ότι πρέπει να συμφιλιωθούν με αυτήν την κατάσταση.
Προσπαθούν με νύχια και με δόντια να προστατεύσουν το καθεστώς.
Δημιουργούν αστυνομικά σώματα, χρησιμοποιούν την καταστολή, κονταίνουν δικαιώματα, φασκιώνουν τους θεσμούς, ελέγχουν μέσα ενημέρωσης.
Πόσο θα διαρκέσει αυτό; «Δεν ξέρω» λέει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Βέβαια όλο αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Το ζήτημα είναι πότε και πώς θα ανατραπεί αυτό το σχήμα. Ισως γίνει από τις νέες γενιές» («Εποχή», 12-6-2021).
Ανάγωγα
Ο ΣΕΒ συμφωνεί με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη.
Τα συνδικάτα διαφωνούν και διαδηλώνουν.
Ιδού λοιπόν ο πραγματικός συντάκτης του διαβόητου νομοσχεδίου.