Oι πίνακες του μοιάζουν σαν ποιητικές αναλύσεις της θεωρίας ονείρων του Φρόιντ. Ο φιλήσυχος, αλλά ταυτόχρονα αινιγματικός Βέλγος ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ είχε άλλωστε δηλώσει για τα έργα του: «Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι – είναι απλά άγνωστο».
Γεννημένος στην πόλη Λεσίν του Βελγίου, στις 21 Νοεμβρίου του 1898, ο έφηβος Ρενέ εγκαταλείπει το σχολείο, καθώς το θεωρεί χάσιμο χρόνο. Σπουδάζει για δύο χρόνια στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το 1916 έως το 1918. Γνωρίζει, γοητεύεται και επηρεάζεται βαθιά από τον κυβισμό και τον Πάμπλο Πικάσο.
To 1922, τρία μεγάλα γεγονότα θα σημαδέψουν τη ζωή και το έργο του. Παντρεύεται την Ζωρζέτ Μπερζέ, πραγματοποιεί έξι ατομικές εκθέσεις στο Antwerp Congress of Modern Art, και βλέπει για πρώτη φορά έργα του Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Οι σκιώδεις πίνακες με τους έντονους συμβολισμούς του μεγάλου Ιταλού ζωγράφου τον στοιχειώνουν και ανοίγουν νέα καλλιτεχνικά μονοπάτια για τον Μαγκρίτ, προκαλώντας τον να κάνει μία βουτιά στο ασυνείδητο. Τα πρώτα σπέρματα του σουρεαλισμού αρχίζουν να γίνονται εμφανή.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ μπροστά από έναν πίνακα του.
Το 1927 ο Μαγκρίτ πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες, ωστόσο κριτικοί τέχνης και ιστορικοί δεν μπορούν να αντιληφθούν το μεγαλείο του έργου του. Η έκθεση αποσπά έντονα αρνητικές κριτικές.
Ο απογοητευμένος νεαρός αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Εκεί θα γνωρίσει έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωή του, τον Γάλλο συγγραφέα, αναρχικό και αντιφασίστα, Αντρέ Μπρετόν. Ο Μπρετόν, αποτελώντας τον κύριο θεμελιωτή και θεωρητικό του σουρεαλισμού εισάγει τον Μαγκρίτ στον μαγικό κόσμο του κινήματος.
Κάπως έτσι, τα έργα του Ρενέ Μαγκρίτ αρχίζουν να αποτελούν μία «επίσημη» πρόσκληση σε μία παράδοξη, ονειρική και ανεξερεύνητη πραγματικότητα.
Ο Μαγκρίτ δημιουργεί το δικό του ύφος και στυλ, δίνοντας στα καθημερινά αντικείμενα νέα διάσταση. Μήλα, αυγά, πουλιά, πέτρες, καπέλα, ομπρέλες, καλυμμένα πρόσωπα, σύννεφα και ένας τέλειος μπλε ουρανός αποτελούν τις βασικές θεματικές που κατακλύζουν τους πίνακες τους.
Τα αντικείμενα, όμως, τοποθετούνται σε ένα καινούργιο πλαίσιο, αποκτώντας μία νέα έννοια που δεν έχει καμία σύνδεση με τα καθημερινά χαρακτηριστικά τους. Ένα καπέλο αιωρείται σε ένα κορμί χωρίς κεφάλι, ένα μήλο κρύβει το πρόσωπο ενός ανθρώπου, ενώ μία παρέα συζητά, περπατώντας πάνω σε σύννεφα… είναι μερικές από τις παράδοξα όμορφες εικόνες που θα συναντήσει κανείς στο έργο του.
«Το να είσαι σουρεαλιστής σημαίνει ότι απαγορεύεις στον εγκέφαλό σου να θυμάται όσα έχεις δει και ότι είσαι πάντα σε επιφυλακή για αυτό που ποτέ δεν υπήρξε», δήλωσε χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά τα έργα, αποτελεί και ο πίνακας «Οι Εραστές ΙΙ», που ζωγράφισε το 1928.
Στον πίνακα «Οι Εραστές ΙΙ» ο Μαγκρίτ έχει φιλοτεχνήσει δύο φιγούρες με τα πρόσωπα καλυμμένα από ένα λευκό πανί.
Οι δύο ερωτευμένοι προσπαθούν να φιληθούν, αλλά μάταια. Ένα λευκό πανί –που μοιάζει με σάβανο- καλύπτει τα πρόσωπα τους , καθιστώντας τους ανίκανους να ακουμπήσουν πραγματικά ο ένας τα χείλη του άλλου. Το ύφασμα είναι σαν να διαχωρίζει τις μορφές για πάντα. Πως εμπνεύστηκε αυτό το έργο ο ζωγράφος;
Και όμως, μία τόσο ερωτική και ιντριγκαδόρικη εικόνα κρύβει από πίσω της μία μακάβρια ιστορία.
Η μητέρα του Μαγκρίτ, Ρεγκίνα, ήταν μία γυναίκα που έπασχε από κατάθλιψη. Είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει ήδη μία φορά, οδηγώντας τον πατέρα του ζωγράφου να την κλειδώνει συχνά στο δωμάτιο της.
Μία μοιραία μέρα, το 1912, κατάφερε να δραπετεύσει. Αυτοκτόνησε, πέφτοντας στο ποταμό Σαμπρ, στο Βέλγιο. Ο Ρενέ ήταν τότε μόλις δεκατεσσάρων ετών. Λέγεται πως ήταν παρών όταν το σώμα της ανασύρθηκε από το ποτάμι.
Καθώς, οι αρχές την ανέσυραν από το νερό, η λευκή νυχτικιά της είχε καλύψει ολόκληρο το πρόσωπο της, αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα της γυμνό. Αυτή η εικόνα σημάδεψε τον Ρενέ, ο οποίος την αναπαρήγαγε ως μοτίβο σε πολλούς πίνακες του.
Σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως η ιστορία αποτελεί δημιούργημα της νοσοκόμας του. Ωστόσο, το συγκεκριμένο μοτίβο -ανθρώπινα πρόσωπα να καλύπτονται με πανί- έχει αναπαραχθεί σε δεκάδες έργα του, εγείροντας την περιέργεια πολλών μελετητών.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η Ρεγκίνα είχε εργαστεί και ως καπελού, πριν παντρευτεί τον πατέρα του καλλιτέχνη, μία λεπτομέρεια που είναι δύσκολο να μην συνδεθεί με τη μανία του Μαγκρίτ για τα καπέλα. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η αύρα της μητέρας του είναι διάχυτη σε πολλά έργα του.
Το 1947, και ενώ ο Μαγκρίτ έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στο βελγικό κοινό, θα γνωρίσει τον ελληνικής καταγωγής γκαλερίστα Αλέξανδρο Ιόλα. Εκείνος θα αποτελέσει τον άνθρωπο κλειδί που θα προωθήσει τον ζωγράφο μέσω εκθέσεων στην Ευρώπη και την Αμερική και θα τον κάνει γνωστό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Ιόλας θα τον εκπροσωπήσει μέχρι το θάνατό του. Ο καλλιτέχνης θα παραμένει μέχρι και το τέλος της ζωής του στις Βρυξέλλες, όπου θα μείνει πιστός στο σουρεαλιστικό στυλ, ενώ θα ασχοληθεί κατά διαστήματα με την γλυπτική.
Στις 15 Αυγούστου 1967 θα πεθάνει από καρκίνο στο πάγκρεας. Ο κόσμος του μπορεί να μένει ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο, ωστόσο ήταν αυτός που γνώρισε στο ευρύ κοινό το σουρεαλιστικό κίνημα και εισήγαγε έναν εντελώς νέο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε τη ζωγραφική και την τέχνη.
Τα έργα που δημιούργησε έχουν αναπαραχθεί, παραλλαχθεί και εμπνεύσει κατά κόρον, αποτελώντας έναν από τους βασικούς θεμέλιους λίθους της σύγχρονης τέχνης.
Ο πίνακας αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA), στην Νέα Υόρκη.