Εύα Παπαδοπούλου
Σε ποιους νόμους εμπίπτουν τα εγκλήματα που αναδύονται μέσω ραγδαία αναπτυσσόμενων τεχνολογιών; ● Στο τραπέζι η αυστηροποίηση των ποινών της παράνομης διοχέτευσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο, τα καλά παραδείγματα του εξωτερικού αλλά και πώς η ψηφιακή κακοποίηση πέφτει τελικά στο κενό.
Ακόμη μία γυναίκα έβλεπε χωρίς τη θέλησή της επί σειρά ετών προσωπικές της στιγμές σε μια οθόνη προς κατανάλωση. Χρειάστηκαν χρόνια και μια δυναμική κινητοποίηση χρηστών του διαδικτύου ώστε ο τηλεπαρουσιαστής Στάθης Παναγιωτόπουλος να συλληφθεί, να οδηγηθεί στον ανακριτή και να έρθει αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη.
Η ιστορία είναι πλέον χιλιοειπωμένη: οι ιδιωτικές στιγμές μιας γυναίκας παραβιάζονται, η σεξουαλική της ζωή γίνεται αντικείμενο διασυρμού και εκμετάλλευσης. Και για άλλη μία φορά ανοίγει δημόσια η συζήτηση για το φαινόμενο που κάπως αυθαίρετα έχουμε ονομάσει «εκδικητική πορνογραφία», τις συνέπειές του αλλά και τι συμβαίνει αν αποφασίσεις να αντιμετωπίσεις τον θύτη στις δικαστικές αίθουσες.
Η υπόθεση της 18χρονης Αλεξάνδρας δεν έφτασε ποτέ να γίνει δικογραφία, όμως η εμπειρία της είναι ενδεικτική. Ήταν 2019 όταν είδε το πρόσωπό της σε πλαστό βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου που διακινήθηκε ραγδαία σε γκρουπάκια συμμαθητών της. Τότε, για να αποδειχθεί ότι η κοπέλα που εμφανίζεται στο βίντεο δεν είναι η ίδια και πως το βίντεο ήταν προϊόν μιας εφαρμογής στο κινητό, χρειάστηκε να φτάσει στη διεύθυνση του σχολείου.
Η ιστορία της είχε, ας πούμε, αίσιο τέλος: ο συμμαθητής που βρισκόταν πίσω από τη δημιουργία του βίντεο αποβλήθηκε, το υλικό σταμάτησε να κυκλοφορεί και το ζήτημα θεωρήθηκε σύντομα λήξαν. Kι όμως, το ψυχολογικό αποτύπωμα της κακοποίησης, το αίσθημα της διαπόμπευσης και ο υφέρπων φόβος ότι θα βρεθεί ξανά στην ίδια συνθήκη παραμένουν μέχρι σήμερα.
Σε ιντερνετικές κοινότητες του εξωτερικού το φαινόμενο αναδύθηκε το 2018 και έχει εργαλειοποιηθεί για να θίξει από πολιτικούς μέχρι διεθνείς αστέρες και διασημότητες: από τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τον ιδρυτή του facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Πρόκειται για το «deepfake», ένα όπλο στη φαρέτρα της τεχνητής νοημοσύνης - ακόμη σε πρωτόλειο στάδιο αλλά αρκετά αληθοφανές για να καταστήσει οποιονδήποτε δυνητικό θύμα, να στοχοποιήσει και να στιγματίσει το άτομο που θα βρεθεί εκτεθειμένο. Τα deepfakes είναι κατασκευασμένα βίντεο στα οποία το πρόσωπο που απεικονίζεται στο αυθεντικό βίντεο αντικαθίσταται από ένα άλλο.
Στην εποχή της τεχνολογικής άνθησης και της τεχνητής νοημοσύνης, οι δυνατότητες ξετυλίγονται διάπλατα κάτω από τον αντίχειρά σου, είναι πιο προσβάσιμες από ποτέ, ακόμη και μέσω εφαρμογών σε κινητά. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, στο στόχαστρο βρίσκονται οι γυναίκες και τα βίντεο που κυκλοφορούν είναι σεξουαλικού περιεχομένου. Διαρρέουν άλλοτε εν αγνοία τους και άλλοτε έπειτα από απειλές. Πάντοτε όμως χωρίς τη συναίνεσή τους.
Metaverse
Είναι μία από τις μορφές κακοποίησης που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες. Ο νέος κόσμος του facebook, το Metaverse, υπολογίζεται να εμφανιστεί επίσημα στον κυβερνοχώρο τα επόμενα χρόνια.
Είναι το φιλόδοξο εγχείρημα του ιδρυτή του facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο οποίος κάνει λόγο για μια πλατφόρμα στην οποία η φυσική πραγματικότητα θα συνδέεται με την εικονική πραγματικότητα και ήδη ο αμερικανικός κολοσσός διενεργεί ελέγχους σε πειραματικό στάδιο, προσλαμβάνοντας μια στρατιά νέων εργαζομένων που δουλεύουν πυρετωδώς για τη δημιουργία του. Mοιάζει με μια ιδέα βγαλμένη από το σύμπαν του Matrix: οι χρήστες θα έχουν την αισθητηριακή ικανότητα να νιώσουν τα πάντα σαν να βρίσκονταν στον πραγματικό κόσμο.
Ομως, ακόμη και σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας δεν είσαι ασφαλής - ειδικά αν είσαι γυναίκα. Μόλις τον Νοέμβριο του 2021, μια εργαζόμενη που διενεργεί ελέγχους στο προπαρασκευαστικό στάδιο του Metaverse κατήγγειλε πως το άβατάρ της δέχτηκε σεξουαλική παρενόχληση από κάποιον άλλο χρήστη.
Τo περιστατικό γέννησε πλήθος ερωτημάτων για τις δυνατότητες του Metaverse και τους κινδύνους που ελλοχεύουν και η είδηση σκαρφάλωσε στους τίτλους των μεγαλύτερων δημοσιογραφικών μέσων παγκοσμίως.
Η τεχνολογία αναπτύσσεται, η εκμετάλλευση αλλάζει μορφές και η δυνατότητα διαπόμπευσης συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια εκείνων που είναι έτοιμοι να την ασκήσουν. Η ερώτηση όμως παραμένει: Πώς νομοθετούμε ενάντια σε εγκλήματα που αναδύονται μέσω ραγδαία αναπτυσσόμενων τεχνολογιών;
«Ακούμε το αίτημα “να γίνει κακούργημα” και η απάντηση είναι “ποιο;”». Ρωτήσαμε τη Χαρά Χιόνη-Χότουμαν, δικηγόρο του Κέντρου Διοτίμα, για την αυστηροποίηση των ποινών της παράνομης διοχέτευσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο, τα καλά παραδείγματα του εξωτερικού αλλά και πώς η ψηφιακή κακοποίηση πέφτει τελικά στα κενά του νόμου.
«Αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται η νομοθεσία περί παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, που δεν επαρκεί για το σύνολο των περιπτώσεων. Ελλείψει συγκεκριμένου πλαισίου για την κακοποίηση μέσω εικόνας, τα δικαστήρια προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις διατάξεις με τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνονται και τέτοιες συμπεριφορές. Αυτό όμως δεν προσφέρει ασφάλεια δικαίου και σίγουρα δεν προσφέρει ασφάλεια στο θύμα», μας λέει.
«Είναι ένα πεδίο όπου αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό αυτό που ονομάζουμε δικαστικός ακτιβισμός (judicial activism)», εξηγεί. Είναι θεμιτό να ερμηνεύονται ελαστικά κάποιες διατάξεις, όμως στην πραγματικότητα το φαινόμενο δεν έχει έρεισμα στον νόμο. «Αν κάποιος δεν έχει υποκλέψει τα στοιχεία σου, δεν έχουν δηλαδή μπει στον υπολογιστή σου ή στο κινητό σου για να πάρουν βίντεο και φωτογραφίες, με την ισχύουσα νομοθεσία δεν καλύπτεσαι επαρκώς. Προσπαθούμε να εφαρμόσουμε νόμους που δεν δημιουργήθηκαν για την κακοποίηση μέσω εικόνας, στο συγκεκριμένο φαινόμενο», συνεχίζει.
Χώρες της Ευρώπης, όπως η Μάλτα, το Βέλγιο, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, έχουν θεσπίσει διατάξεις ώστε η κακοποίηση μέσω εικόνας να είναι αυτοτελές αδίκημα που προβλέπει φυλάκιση αλλά και πολύ μεγάλα πρόστιμα: «Οι περισσότερες χώρες βέβαια που εντάσσουν το αδίκημα στη νομοθεσία αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν έναν συγκεκριμένο ορισμό. Ο όρος εκδικητική πορνογραφία θεωρείται παρωχημένος και πως μετακυλίει την ευθύνη στο θύμα, γι’ αυτό και στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται “κακοποίηση μέσω εικόνας” ή “technology-facilitated sexual violence”». Επί της ουσίας, όμως, ο πυρήνας είναι σαφής: η αποκάλυψη προσωπικών εικόνων και βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο χωρίς συναίνεση.
Στην Ελλάδα, όταν μια γυναίκα αντιληφθεί ότι έχουν διαρρεύσει προσωπικές φωτογραφίες της στο διαδίκτυο, μπαινοβγαίνει στις δικαστικές αίθουσες για να αντιμετωπίσει τον θύτη με μια νομοθεσία που είναι τουλάχιστον ανεπαρκής.
«Οταν οι γυναίκες δεχθούν κακοποίηση στο ψηφιακό περιβάλλον, είναι ακόμη πιο δύσκολο να δικαιωθούν και να επιτύχουν να σταματήσει η κακοποίηση. Πρακτικά το θύμα θα πρέπει να καταγγείλει στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος το περιστατικό για να ενεργοποιηθεί η διαδικασία, όμως πρέπει να έχει κρατήσει το url για να εντοπίσουν τον θύτη», μας λέει η κ. Χιόνη.
Εδώ σκοντάφτουμε σε δύο προβλήματα: «Καταρχήν, τα url πολλαπλασιάζονται συνέχεια και το υλικό διακινείται παντού. Ετσι, όταν πας στη Δίωξη την πρώτη φορά για να καταγγείλεις το περιστατικό και παραδώσεις τα url με το υλικό, δεν διασφαλίζει κανείς ότι αυτό θα σβηστεί από παντού και δεν θα ξαναδιαρρεύσει. Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει εύκολα».
«Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως σε κάποιες περιπτώσεις δεν γίνεται να έχεις καν url γιατί το υλικό διακινείται μέσω πλατφόρμας όπως messenger ή whatsapp σε κοινά γκρουπάκια. Αυτό το συναντάμε πολύ συχνά σε περιπτώσεις που το υλικό διακινείται από εφήβους ή μεταξύ προσφυγικών κοινοτήτων», συνεχίζει.
Και όλα αυτά στο αχανές τοπίο του διαδικτύου, όπου η εμπλοκή διεθνών φορέων, πολυεθνικών εταιρειών και πλατφορμών, κυρίαρχων στην ψηφιακή σφαίρα, καθιστά την άρση απορρήτου συνήθως αδύνατη, χωρίς κανένα πλαίσιο προστασίας: «Δεν υπήρξε ποτέ κανένα σχέδιο να ενταχθεί η έμφυλη βία στον Ποινικό Κώδικα, ούτε η προέκτασή της στο διαδίκτυο.
Έτσι χάσαμε συμπεριφορές όπως αυτές που αφορούν το φαινόμενο της κακόβουλης χρήσης ερωτικών εικόνων χωρίς συναίνεση. Υπάρχουν κενά και ταυτόχρονα νέες εξελιγμένες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί - και θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Ο νομοθέτης οφείλει να μελετήσει τα φαινόμενα της ψηφιακής κακοποίησης και να ανταποκριθεί. Η νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις δυνητικά επικίνδυνες μορφές κακοποίησης για να μη βρεθούμε ξανά σε λίγα χρόνια να μιλάμε για παρωχημένες νομοθεσίες».