Εκκλησία και οθωμανική εξουσία. (του Περικλή Δ. Καπετανόπουλου)

Αρθρογραφία 04 Φεβρουαρίου 2021

Κατά την μακραίωνη κατάκτηση του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς, σημειώθηκαν τοπικές εξεγέρσεις χριστιανικών πληθυσμών για την ανατροπή της οθωμανικής εξουσίας.

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αντιμετώπισε αυτές τις περιπτώσεις ως στασιαστικές ενέργειες κατά της «θεόθεν εκπορευομένης» σουλτανικής εξουσίας και επέβαλλε αυστηρά επιτίμια στους εξεγερμένους χριστιανούς-μέλη μιας παραδοσιακά θρησκευόμενης κοινωνίας, όπως ο αποκλεισμός από τον εκκλησιασμό και την θεία κοινωνία, το ανάθεμα και ο αφορισμός.

Επιτίμια σε εξεγερμένους χριστιανούς

Ιστορικά έχουν καταγραφεί, πριν το 1821, πέντε περιπτώσεις:

-Των Σουλιωτών οι οποίοι αφορίστηκαν από τον επίσκοπο Ιωαννίνων Ιερόθεο διότι επαναστάτησαν εναντίον του Αλή Πασά.
-Του Θύμου Βλαχάβα και των ραγιάδων της Δυτικής Θεσσαλίας οι οποίοι εξεγέρθηκαν το 1808, και αφορίστηκαν από το Πατριαρχείο, που έκανε τα πάντα για να τους επαναφέρει «εις την προτέραν υποταγήν».
-Του Νικοτσάρα και των οπαδών του, που το 1807 αναθεματίστηκε από την Εκκλησία, γιατί στράφηκαν κατά της εξουσίας του σουλτανου.
-Του κινήματος των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο στα 1770, που ο πατριάρχης Θεοδόσιος με επιστολές του (σιγίλια) καλούσε τους υπόδουλους χριστιανούς να μένουν « υπό το Κράτος του σουλτάνου».
-Ακόμα και τον επίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο αφόρισαν και όσους εξεγέρθηκαν μαζί του στα 1611.


Μωάμεθ και Γεννάδιος Σχολάριος

Την ίδια στάση κράτησε η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και κατά την Επανάσταση του 1821. Για να κατανοήσουμε αυτήν την στάση της Εκκλησίας θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

Όταν το 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής (Μεχμέτ Β Φατίχ), κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη φρόντισε να ανεβάσει στον κενό πατριαρχικό θρόνο (από το 1451), τον Γεώργιο Γεννάδιο Σχολάριο ηγέτη των ανθενωτικών και υπέρμαχο της συνεργασίας με τους Οθωμανούς.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος παραδέχεται ότι «περί του ανδρός τούτου (του Γεννάδιου Σχολάριου) παραδίδωσιν, ότι διαρκούσης της πολιορκίας διετέλει εις συνεννόησιν μυστικήν προς τον σουλτάνον»

Η επιλογή του Γεννάδιου δεν ήταν τυχαία. Ήταν ενταγμένη στην στρατηγική του σουλτάνου Μωάμεθ ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε επαφή της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία, μαζί με τις πολιτικές συμμαχίες, που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια τέτοια προσέγγιση, για την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Η εκλογή του Γεννάδιου Σχολάριου έγινε το 1454, από επισκοπική σύνοδο η οποία συνεκλήθη με εντολή του Μωάμεθ.

Τα προνόμια της Μεγάλης Εκκλησίας

Ο νεαρός σουλτάνος με αυτοκρατορικό διάταγμα εγγυήθηκε όλα τα προνόμια που είχε η Εκκλησία από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και περιέβαλλε τον Πατριάρχη με νέες εξουσίες, αναγορεύοντας τον σε πνευματική, πολιτική και διοικητική αρχή όλων των Οθωμανών χριστιανών ραγιάδων.

Με σειρά βερατίων (διαταγμάτων) έδωσε σημαντικά προνόμια στην Εκκλησία:

-Η Εκκλησία, εφόσον πλήρωνε τις φορολογικές της υποχρεώσεις και ήταν νομιμόφρων προς την οθωμανική εξουσία, μπορούσε διοικεί μόνη τα του οίκου της. Οι Οθωμανοί κρατικοί υπάλληλοι δεν μπορούσαν να συλλάβουν ή να τιμωρήσουν κληρικό, χωρίς την άδεια του Πατριαρχείου.

-Οι χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να λατρεύουν τον Θεό τους, να λειτουργούν τις εκκλησίες τους και να έχουν τα θρησκευτικά τους σύμβολα.

-Κανείς δεν μπορούσε να εξισλαμιστεί χωρίς την θέληση του, και ο κλήρος είχε δικαίωμα παρέμβασης, τουλάχιστον θεωρητικά, σε ανάλογες περιπτώσεις.

- Οι ιερείς απέκτησαν δικαιοδοσίες οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου και τα ιεροδικεία δίκαζαν σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο.

- Η περιουσία μοναστηριών, εκκλησιών και θρησκευτικών ιδρυμάτων (βακούφια) διαχειριζόταν μόνο από τον Πατριάρχη και τους τοπικούς επισκόπους ως εκπροσώπους του, χωρίς να μπορούν οι Οθωμανοί αξιωματούχοι να παρέμβουν.

Πολιτικός και θρησκευτικός αρχηγός

Ο Πατριάρχης είχε αναγορευτεί από την οθωμανική εξουσία, ως πολιτικός ηγέτης, πνευματικός οδηγός και διοικητική αρχή των υποδούλων χριστιανών ( millet-i Rûm,), και άρα είχε την ευθύνη για ότι συνέβαινε στο ποίμνιο που καθοδηγούσε, εν γνώσει ή εν αγνοία του.

Η Μεγάλη Εκκλησία γνώριζε τι γινόταν στη Δύση με την επικράτηση των ιδεών του Διαφωτισμού και της εξάπλωσης τους στους λαούς της Ευρώπης. Η προοπτική συγκρότησης ενός ελεύθερου κράτους επηρεασμένου από τις δυτικό-εισαγόμενες ιδέες περί έθνους (επιρροή της γαλλικής Επανάστασης), τρόμαζε το Πατριαρχείο και το οδηγούσε σε αρνητική στάση απέναντι στις επαναστατικές κινήσεις.

Η προοπτική ενός ελληνικού κράτους, τέκνου του νεοελληνικού διαφωτισμού, θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής εξουσίας της Εκκλησίας, αλλά και την αμφισβήτηση της πνευματικής της κυριαρχίας. Η στάση που πήρε η Εκκλησία ως θεσμός απέναντι στην Επανάσταση του 1821, ήταν σύμφωνη με τα συμφέροντα της και συνειδητή διότι αποτελούσε μέρος της οθωμανικής κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας ασκούσε την εξουσία της.

Οι εκτελέσεις επισκόπων και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, έγιναν διότι κρίθηκαν ένοχοι από την Υψηλή Πύλη, που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν ήσυχους τους ραγιάδες που είχαν στην φύλαξη τους. Η ίδια τύχη είχε, πλειστάκις, επιφυλαχθεί σε μουσουλμάνους αξιωματούχους που είχαν αποτύχει στην αποστολή που ο σουλτάνος τους είχε αναθέσει.

Ανάμεσα στον κατώτερο κλήρο υπήρξαν εκατοντάδες ιερείς, όπως και αρκετοί επίσκοποι στις περιοχές που επαναστάτησαν, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα του 1821, αγνοώντας τον αφορισμό του Πατριάρχη στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Με τα πολεμικά γεγονότα, οι επαφές με το Πατριαρχείο σταμάτησαν και οι ιερωμένοι όλων των βαθμών στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, σε στεριά και θάλασσα, μπόρεσαν να συντονίσουν το βηματισμό τους με το επαναστατημένο Έθνος

Με την έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουράριο του 1828, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αγαθάγγελος Α΄, έστειλε στην Ελλάδα τους μητροπολίτες Νίκαιας, Χαλκηδόνας, Λάρισας και Ιωαννίνων, με σκοπό να «συνετίσουν» τους κατοίκους της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, να τους πείσουν να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν στον οθωμανικό ζυγό. Οι μητροπολίτες είχαν μαζί τους και γράμμα του πατριάρχη, που υποσχόταν, πως ο σουλτάνος θα έδινε αμνηστία σε όσους υποτάσσονταν και τα παρέδωσαν στον πρώτο Κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας.

Ο Καποδίστριας απάντησε στην επιστολή του Πατριάρχη, με διπλωματία, αλλά και αποφαστικότητα, καταδικάζοντας την πράξη του.

Δημοσιεύουμε ολόκληρη την επιστολή του Κυβερνήτη:

«Ελληνική Πολιτεία

Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος


Προς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την περί αυτόν αγίαν Σύνοδον.


Η προς τους προύχοντας, κληρικούς, προκρίτους και λοιπούς χριστιανούς κατοίκους της Πελοποννήσου και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους εκάστης τάξεως και βαθμού διευθυνθείσα παρά της Υμετέρας Παναγιότητος και της ιεράς Συνόδου επιστολή του Φεβρουαρίου μηνός είχε φανή και εις τας εφημερίδας όλης της Ευρώπης, και αυτής ακόμη της Ελλάδος, ότε εσχάτως οι άγιοι Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται Νικαίας, Χαλκηδόνος, Λαρίσσης και Ιωαννίνων μετά του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου έφθασαν εις την νήσον Πόρον, όπου κατά το παρόν και ημείς διατρίβομεν…


Όσον ολίγων ελπίδων και αν ήτον η προσδοκία μας, δεν δυνάμεθα να υποκρύψωμεν εις την Υμετέραν Παναγιότητα την ανέκφραστον λύπην, την οποίαν ησθάνθημεν, όταν εβεβαιώθημεν, ότι η αποστολή των Ιεραρχών τούτων σκοπόν μόνον είχε του να εγχειρίσωσι προς ημάς την ιδίαν του Φεβρουαρίου επιστολήν και να μας προτρέψωσιν εν ταυτώ, καθ’ όλους τους κατεπείγοντας τρόπους, ώστε να τους δώσωμεν καν ελπίδας ότι Ελληνικόν έθνος ήθελε παραδεχθή τας νουθεσίας της Υ. Παναγιότητος.


Οι ίδιοι ημείς, δεξάμενοι παρά των ιδίων αυτών την επιστολήν, είπομεν μεθ’ όλης της παρρησίας τα αίτια, με τα οποία το βήμα τούτο ούτε συνέπειάν τινα εδύνατο να έχη, ούτε καρπούς παντελώς να φέρη αναλόγους προς τας επιθυμίας της Υ. Παναγιότητος.


Βαθύτατα αισθανόμεθα ο,τι οφείλομεν εις την θέσιν και της Μεγάλης Εκκλησίας και της Υ. Παναγιότητος, δια τούτο και δεν εγκρίνομεν να ανακεφαλαιώσωμεν το περιεχόμενον της συνοδικής επιστολής.


Περικυκλούμενος και πολεμούμενος ο λαός ούτος εξ ενός μέρους από φοβερά στρατόπεδα, ωθούμενος συχνάκις έως του χείλους της αβύσσου, ο λαός ούτος υπάρχει ακόμη.


Ομόφωνος και γενική είναι η πεποίθησις αύτη• ούτε οι προύχοντες ούτε ο κλήρος ούτε ο λαός, προς τους οποίους η Υ.Π. διευθύνεται, έχουσιν ούτε δύνανται να έχωσιν άλλην παρ’ αυτήν την πεποίθησιν, χωρίς να εξαχρειωθώσι και να παύσωσι του να είναι άνθρωποι και χριστιανοί.


Πάμπολυ αίμα εχύθη, πάμπολλαι ουσίαι εφθάρησαν εις διάστημα οκτώ ετών πολέμου και δυστυχιών, καθ’ ους ο τόπος ούτος κατηφανίσθη, ώστε όλως διόλου αδύνατον είναι να επανέλθη εις οποιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων βάσιν έχουσαν το παρελθόν!


Εν Πόρω την 28η Μαΐου (9 Ιουνίου) 1828


Ο Κυβερνήτης
Ι. Α. Καποδίστριας


Ο Γραμματεύς της Επικρατείας
Σ. Τρικούπης»


Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλεφθεί ιστορικά η προσφορά της Εκκλησίας την οθωμανική περίοδο στην διατήρηση, κοινής συνείδησης του συνανήκειν σε μια ευρύτερη κοινότητα, μέσω των εκκλησιατικών γραμμάτων, των Οθωμανών χριστιανών Ρωμιών, Βούλγαρων, Σέρβων, Ρουμάνων, κ.α, με συνδετικό κρίκο την ορθόδοξη πίστη.

Συνομιλία Δεσπότη με τρεις Ευρωπαίους επισκέπτες στα τέλη του 18ου αιώνα.

«Να έχετε, τέκνα, την ευχήν μου
Κι ακούσατε την απόκρισιν μου:
Εγώ τον ζυγόν (σκλαβιά) δεν τον γνωρίζω
Ούτε ξεύρω να τον νομίζω.
Τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν
Όστις με βλάψει στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
σ’εμέ είναι ζωή μακαρία.
Αφού το ράσο εφόρεσα
Πλέον τινά ζυγόν δεν εγνώρισα.
Δυο ποθώ, ναι, μα τας εικόνας,
άσπρα (χρήματα) πολλά και καλάς κοκκώνας.
Περί της Ελλάδος, που λέτε
δεν με μέλει κι’ ας τυραννιέται.
Μ’αν βαστάζη χωρίς να στενάζη,
όλας τας αμαρτίας ευγάζει.
Ημείς πάντα ξομολογούμεν
και ψυχικά τους νοθετούμεν.
Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα (Σουλτάνον)
και σέβας εις τον Αρχιερέα.
Στον Τούρκον τ’ άσπρα να μη λυπούνται,
τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται.
Και αρχιερέων παρρησίας
και παπάδων πολλάς λειτουργίας.
Ο πνευματικός τους διορίζει
πως πρέπει κανείς να δευτερίζη.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι
και όλοι ελευθερίαν φρονούσι.
Δια τούτο και ημείς συμφωνούμεν,
ομού με Τούρκους τους βαρβαρούμεν.
Επειδή όλοι μας το θεωρούμεν,
πως θέλει λείψει ότι βαστούμεν.
Χριστός, μας λέγουν, θέλει ελευθερίαν
ημείς δεν έχομεν το δεσμείν και λύειν.
Με θλίβει εμένα η μικρά Επαρχία,
ελπίζω δ’αλλην, πλουσίαν.
Έχω φίλους πασάδες και τους ελτζίδες
και είναι σίγουρες οι ελπίδες.
Και οι κοκκώνες είναι μέγα θαύμα,
ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία,
τούτ’ η γυνή φέρει παρρησία.»

Ο σατυρικός διάλογος, μεταξύ του ανώτερου κληρικού και ενός Γάλλου, ενός Ρώσου και ενός Αγγλου, αποδίδεται στον Ρήγα Φεραίο και μας δίνει μια εναργέστατη εικόνα για τον ανώτερο κλήρο το τέλος του 18ου αιώνα. (Κουρίλας Ευάγγελος, Θεσσαλικά Χρονικά(1933).τ.Γ.)


Επιστολή του Ιερόθεου Ιωαννίνων προς τους κατοίκους της Πάργας


«Ευγενείς προεστώτες και λοιποί κάτοικοι της Πάργας, σας εύχομαι και σας ευλογώ πατρικώς.


Ένας καλός και άγρυπνος ποιμήν χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία, και τότε τα κερδίζει και τα χαίρεται• και εγώ λοιπόν ως καλός ποιμήν των λογικών μου προβάτων χρεωστώ να προφυλάττω αυτά πάντοτε από πάσαν βλάβην και απώλειαν• και άλλοτε σας έγραψα, και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας, ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (σ.σ.: επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου, και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.

Σεις όμως, ή από ανοησίαν σας ή ισχυρογνωμίαν σας ή ξένας κακάς συμβουλάς παρακινούμενοι, δεν εδώκατε ποτέ ακρόασιν και κλίσιν εις τας πατρικάς και σωτηριώδεις δια την πατρίδα σας νουθεσίας μου• ακούτε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ηξεύρετε, ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν (σ.σ.: εννοεί τον Ρήγα Φεραίο) και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους συνεννοημένοι με τους Φραντζέζους εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου;

Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τούς επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε, μόνος δε ο Περραιβός εσώθη δια τας ιδικάς σας αμαρτίας• λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών και συμβουλάς του Περραιβού, και ζητήσατε το γρηγορώτερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη (σ.σ.: Αλί Πασά), την οποίαν ελπίζω να την λάβετε, επειδή, όταν ιδώ την μετάνοιάν σας, θέλει προσπέσω εις τα γόνατά του να τον παρακαλέσω να συγχωρήση τα απερασμένα σφάλματά σας, οπού αρνηθήκατε την συμφωνίαν οπού εκάμετε με την υψηλότητά του, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα πέση κάτω ο ριτζάς μου (σ.σ.: παράκληση)• εάν όμως μείνητε αμετανόητοι, καθώς έως τώρα, τότε ο Θεός μέλλει να σας παιδεύση διά την παρακοήν σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας είναι εις τον λαιμόν σας και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον• εγώ το πνευματικόν και πατρικόν χρέος το έκαμα, όθεν δεν σας μένει πλέον κανένα παράπονον εναντίον μου και υγιαίνετε.


Ιωάννινα 1801, Ιουλίου 5
Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
και εν Χριστώ ευχέτης
 Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ.5, β.14,κεφ.Β΄,σ:16


Περικλής Δ.Καπετανόπουλος


πηγή

Προβλήθηκε 669 φορές