Δημόσια Ιστορία και Μουσεία (Περικλής Δ.Καπετανόπουλος. Δημοσιογράφος-Ιστορικός)

Αρθρογραφία 19 Σεπτεμβρίου 2020

Ιστορική έρευνα και ανασύνθεση της Μνήμης.

Η ιστορική έρευνα έχει οριστεί ως μια συστηματική και αντικειμενική προσπάθεια σύνθεσης και εκτίμησης στοιχείων, όπως έγγραφα, προφορικές καταγραφές, πληροφορίες και αντικείμενα, προκειμένου να θεμελιωθούν γεγονότα, να ταυτοποιηθούν πρόσωπα και γεγονότα και να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με προηγούμενες χρονικές περιόδους.

Είναι μια συνειδητή πράξη ανασύνθεσης γεγονότων, με ένα πνεύμα κριτικής αναζήτησης, η οποία στοχεύει να πετύχει την όσο πιο πιστή αναπαράσταση του παρελθόντος. (1)

Η ίδια η ανάλυση περιεχομένου της ιστορικής έρευνας έχει οριστεί ως «ερευνητική μέθοδος με πολλαπλούς σκοπούς που έχει αναπτυχθεί ειδικά για να διερευνήσει ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων». (2) Επίσης η ανάλυση του περιεχομένου προσφέρεται για τη μελέτη των απόψεων ή των αντιλήψεων ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων. (3)   

Το ερευνητικό υλικό, κατά την εισαγωγή του σε ένα αρχείο ή Μουσείο, ταξινομείται και κατατάσσεται σε κατηγορίες, (4)  και ακολουθεί η συστηματική περιγραφή του.

Συγκεκριμένα, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, έργα τέχνης, αρχειακό υλικό, αντικείμενα, γράμματα και φυσικά προσωπικές συνεντεύξεις και μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της περιόδου, αποτελούν το πρωτογενές υλικό.

Ως δευτερογενείς πηγές θεωρούνται ιστορικές εργασίες παλαιότερων ετών από συγγραφείς, που είχαν το πλεονέκτημα της εγγύτητας, τόσο στο χώρο, όσο και στον κυρίως χρόνο της ιστορίας.

Ορισμένοι δε από αυτούς υπήρξαν δρώντα πρόσωπα των γεγονότων της εποχής, και τα έργα τους έχουν ξεχωριστή βαρύτητα ως τεκμήρια. (5)

Λογοτεχνία και Ιστορία

Η ιστορική έρευνα έχει αποδεχτεί, εδώ και χρόνια, τη χρήση της λογοτεχνίας ως πηγής. Επομένως και η λογοτεχνία, ως αποτέλεσμα μιας γλωσσικής και πολιτισμικής στροφής στην ιστορία, αποτελεί νόμιμο τρόπο διερεύνησης του παρελθόντος. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι διασταύρωση της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας μπορεί να φέρει γόνιμα αποτελέσματα.

Ο πρωτεργάτης της «Νέας Πολιτισμικής Ιστορίας» Lawrence Stone ήταν εκείνος που πρώτος αμφισβήτησε την θέση του Γερμανού ιστορικού Leopold von Ranke , ιδρυτή της σχολής του θετικισμού, για μια γραμμική ιστορική αφήγηση. (6) Ο Stone λοιπόν εγκαινίασε μια επάνοδο σε μορφές αφήγησης ιστορίας.

Η άρνηση του δεδομένου, ότι δηλαδή η ιστορική γραφή, αναφέρεται σε ένα απολύτως υπαρκτό παρελθόν, αποτελεί την θεμελιακή ιδέα της μεταμοντέρνας θεωρίας για την ιστοριογραφία. (7)

Στην προσπάθεια ανασύστασης των μνημονικών τόπων, η προφορική ιστορία αποτέλεσε και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο.

Οι μαρτυρίες των επιζώντων που βίωσαν τα γεγονότα φωτίζουν άγνωστες πτυχές της καθημερινότητας τους. Σκοπός είναι η προσέγγιση των γεγονότων μέσα από τη διερεύνηση της υποκειμενικής προσέγγισης όψεων της καθημερινότητας που, κάποιες φορές οδηγεί, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, στον «εξανθρωπισμό της ιστορίας». (8)

Στην Ελλάδα, υπάρχει το παράδοξο φαινόμενο, μοναδικό σε όλη την Ευρώπη, να γιορτάζουμε την αρχή και όχι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Η αντιμετώπιση της Κατοχής 1941-1944 στην Ελλάδα διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης που κατελήφθησαν από τον γερμανικό στρατό. Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε, το 1946-1949.

Όμως θα πρέπει να αναφερθεί, ότι μεταπολεμικά στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό και άνθρωποι που στην Κατοχή υπήρξαν δοσίλογοι και συνεργάτες των κατακτητών, στον στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό τομέα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος παρέμεινε θέμα ταμπού στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε εισήχθη η διδασκαλία του στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Δημόσια Ιστορία και Μνήμη

Η μνήμη αποτελεί ένα ιδιότυπο σταυροδρόμι. Ο ιστορικός ερευνητής εφαρμόζοντας την μέθοδο της συνέντευξης προσπαθεί να αντλήσει από τις ζωντανές-πηγές του, σημαντικά στοιχεία, αλλά και λεπτομέρειες τα οποία θα τα χρησιμοποιήσει στο έργο της ανασύνθεσης του ιστορικού παρελθόντος.

Αν ο ερευνητής γνωρίζει πως λειτουργεί η μνήμη, μπορεί να διεξάγει τη συνέντευξη πιο αποτελεσματικά και θα ερμηνεύσει, ίσως, καλύτερα το υλικό που θα κληθεί να επεξεργαστεί.

Σύμφωνα μάλιστα με την Luisa Passerini «σημαντικό δεν είναι μόνο αυτό που μας λένε οι πληροφορητές αλλά και οι σιωπές τους, οι οποίες υποδηλώνουν την ύπαρξη διαφόρων απωθήσεων και τραυμάτων». (9)

Και αυτό πράγματι το διαπίστωσα σε όλες τις συνεντεύξεις και τις συνομιλίες που στη διάρκεια της έρευνας μου είχα την τύχη να διεξάγω με πρωταγωνιστές των γεγονότων της δεκαετίας του ΄40.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας χωρίς την ικανότητα να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, εικόνες και γεγονότα του παρελθόντος, του πρόσφατου, αλλά και του απώτερου.

Οι ανακλήσεις/αναμνήσεις μας επιτρέπουν την πρόσληψη κι αφομοίωση νέων πληροφοριών, επηρεάζουν, ίσως, ως ένα βαθμό τις επιλογές μας και υποβοηθούν με βάση τις εμπειρίες που έχουμε αποκομίσει την προσαρμογή μας στην πραγματικότητα.

Οι γνώσεις και οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί τα προηγούμενα χρόνια συγκροτούν την μνήμη, συμβάλλοντας όχι μόνο στην ερμηνεία του κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά καθορίζουν και την συμπεριφορά μας.

Η μνήμη, εν τέλει, αποτελεί το θεμέλιο της προσωπικότητάς και της δράσης μας. (10) 

Tρια είναι τα επίπεδα διατήρησης των πληροφοριών στην ανθρώπινη μνήμη.

Διακρίνονται σε αισθητήρια, βραχύχρονη και μακρόχρονη μνήμη.

Τα επίπεδα μνήμης διαφέρουν μεταξύ τους, ως προς το είδος, αλλά και την ποσότητα των πληροφοριών που συγκρατούν, καθώς και το χρονικό διάστημα που αυτές απομνημονεύονται, αλλά και, με ασυνείδητη επιλογή μας, διαγράφονται. Πρόκειται για ένα σύνθετο σύστημα επεξεργασίας των πληροφοριών. (11)

Με την οργάνωση της μνήμης, τα ερεθίσματα που προέρχονται από διαφορετικές εμπειρίες, απομνημονεύονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εντασσόμενα σε γνωστικά σχήματα και δομές.

Τα γεγονότα εντάσσονται συχνά πιο αφαιρετικά συνδεόμενα σε μια γενική δομή. Οι πληροφορίες που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας, είναι δυνατόν να μετασχηματιστούν παίρνοντας μια πιο αποδεκτή μορφή που να ταιριάζει στις επιθυμίες μας, ακολουθώντας την διαδικασία της εξομάλυνσης.

Η αφήγηση ενός γεγονότος συνοδεύεται, αναπόφευκτα από τις προσωπικές κρίσεις, τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αφηγητή, πρωταγωνιστή ή αυτόπτη μάρτυρα.

Συνήθως οι προσωπικές εκτιμήσεις ενσωματώνονται στο αρχικό γεγονός και κάθε φορά που το διηγείται ο ίδιος αφηγητής, ίσως, να διαφοροποιείται στις λεπτομέρειες. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ιστορικό-ερευνητή που μελετά τις προφορικές μαρτυρίες.

Ένας ακόμη τρόπος οργάνωσης των πληροφοριών, αφορά την εκλογή κατά την αποθήκευση των ερεθισμάτων, σύμφωνα με τις προ-υπάρχουσες γνωστικές τους δομές.

Οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να ανακαλέσουν στη μνήμη τους συνηθίζουν να οργανώνουν υποβοηθητικά στοιχεία κλειδιά σε σχήματα. (12)

Ως τέτοιου είδους στοιχεία «κλειδιά» μπορούν να λειτουργήσουν εικόνες ή λέξεις.

Στην ανάκληση/ανάμνηση των προφορικών μαρτυριών χρησιμοποιούνται προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, κειμήλια, έντυπα, ή ακόμη στο χώρο του μουσείου, ειδικές σύντομες κατατοπιστικές λεζάντες, κειμήλια και σπάνιες εκδόσεις του μυστικού τύπου της τριπλής ξένης κατοχής 1941-1944.

Ο σχηματισμός της μνήμης έχει καταστεί ένα σημαντικό πεδίο της έρευνας των κοινωνικών επιστημών• ειδικότερα της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της ιστορίας και των πολιτικών επιστημών.

Κάποιοι ερευνητές-κοινωνιολόγοι προτάσσουν την κοινωνική διάσταση της μνήμης.

Ο Sherman θεωρεί ότι η συλλογική μνήμη …«δεν είναι κάτι έμφυτο σε μια ομάδα ή ομάδες που αντανακλάται απροβλημάτιστα σε αντικείμενα όπως τα μνημεία αλλά ένας κοινωνικά κατασκευασμένος λόγος». (13)

Η λειτουργία της μνήμης δεν συνίσταται στο να ανακαλεί απλώς το παρελθόν, αλλά πρωτίστως να το ανασυνθέτει, με διαφορετική ερμηνεία κάθε φορά, κάτω από την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν. O Colmeiro, επίσης υποστηρίζει ότι «αυτό στο οποίο αναφερόμαστε ως συλλογική μνήμη, πολλές φορές είναι η παρούσα συλλογική συνείδηση του παρελθόντος, παρά προσωπικές ζωντανές μνήμες». (14)

Ορισμένοι ερευνητές προκρίνουν την προσέγγιση της μνήμης μέσω πολιτικών κριτηρίων εκλαμβάνοντας τη μνήμη ως «μια υποκειμενική εμπειρία μιας κοινωνικής ομάδας που ουσιαστικά εμπεριέχει μια σχέση εξουσίας». (15)

Με απλά λόγια θα λέγαμε, το θέμα είναι, ποιος θέλει να θυμάται τι και γιατί.

Η επίσημη άποψη της μνήμης, σύμφωνα με τον Bodnar, προέρχεται από φορείς της εξουσίας για τη διατήρηση του κοινωνικού καθεστώτος. Ωστόσο οι τοπικές εκφράσεις της μνήμης στηρίζονται στη ζωντανή μνήμη, μικρών ή μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων και προκύπτουν από τη δική τους βιωμένη όψη της πραγματικότητας. (16)

Στις αντιλήψεις αυτές, βασίζεται κυρίως και ο διαχρονικός και έντονος διάλογος που αναπτύσσεται στην Ελλάδα γύρω την νοηματοδότηση των εθνικών σχολικών γιορτών που συνδέονται με τη μνήμη. (17)

Ο ιστορικός Jacques Le Goff (1998) υποστηρίζει ότι υπάρχει μια σχέση αλληλοτροφοδότησης ανάμεσα στην μνήμη και την ιστορία, την οποία χαρακτηρίζει θεμελιώδη.

Στις μοντέρνες κοινωνίες η διαμόρφωση της μνήμης δεν υπακούει στους ίδιους κανόνες με τις παραδοσιακές κοινωνίες του παρελθόντος.

Η Ιστορία, μέσα από τις κρατικές δομές, διαμορφώνει «την ενσωμάτωση της μνήμης σε ορισμένους τόπους που η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας μένει σταθερή» ή αλλιώς σύμφωνα την ύπαρξη «οχημάτων της μνήμης», σύμφωνα με τον ιστορικό Pierre Nora. (18) «Οχήματα της μνήμης», μπορούν να θεωρηθούν, τα μουσεία, τα μνημεία, οι επετειακές εκδηλώσεις, οι μαρτυρίες και γενικά τα σύμβολα.

Τα τελευταία χρόνια εντείνονται οι προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας να υπερνικηθούν τα όρια που υπήρχαν παραδοσιακά μεταξύ των επιστημών.

Ο Confino (1997) το επιχείρησε μέσα από ένα νέο πεδίο έρευνας να συγκεράσει την πολιτική, κοινωνική, και πολιτισμική κατάσταση της μνήμης. (19)

Η μνήμη σύμφωνα με τον Confino, είναι «ένα αποτέλεσμα της σχέσης μεταξύ μιας ξεχωριστής αναπαράστασης του παρελθόντος και ενός ευρέως φάσματος συμβολικών αναπαραστάσεων διαθέσιμων σε μια κοινωνία». (20)

Στη χώρα μας, η αναφορά στο παρελθόν είναι διαφορετική και έχει πολλαπλές οπτικές και αναγνώσεις, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η μονοπώληση της επίσημης ιστορίας από τους νικητές του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) επί τέσσερις δεκαετίες, και η αναγόρευση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης ως υπεύθυνης για την αμφισβήτηση της πρόσδεσης της χώρας στην βρετανική και στη συνέχεια στην αμερικανική πολιτική, υπήρξαν οι βασικές αιτίες για μια τελεολογική ερμηνεία που σχετιζόταν μονάχα με τις καταστροφικές συνέπειες της αμφισβήτησης της αποικιοκρατικής σχέσης της χώρας με τις ΗΠΑ.

Μετά την καθυστερημένη αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης (Ν. 1285/1982) το 1982, ανατράπηκε σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό αφήγημα των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, κοινοβουλευτικών και δικτατορικών και επήλθε μια εξισορρόπηση.

Σταδιακά επικράτησε ένα νέο πολιτικό κλίμα, που είναι αλήθεια, προσπάθησε να επουλώσει πληγές ανοιχτές στην ελληνική κοινωνία για σαράντα χρόνια. (21)

Μνήμη και ταυτότητα

Η έρευνα των ανθρωπιστικών επιστημών, η οποία έχει ως αντικείμενο μελέτης την μνήμη και την ταυτότητα, υποστηρίζει ότι η ταυτότητα και η μνήμη είναι πολιτικές και κοινωνικές κατασκευές.

Με την σειρά του ο Gillis επισημαίνει ότι: «Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι μνήμες και οι ταυτότητες δεν είναι καθορισμένα πράγματα, αλλά αναπαραστάσεις ή κατασκευές της πραγματικότητας, υποκειμενικά παρά αντικειμενικά φαινόμενα». (22)

Αυτό αποδεικνύεται και από την εξελισσόμενη παγκοσμιοποίηση που η ανθρωπότητα βιώνει τις τελευταίες δεκαετίες, ως πιθανό αποτέλεσμα θα έχει την αλλαγή της πολιτιστικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών χωρών που είναι οι τόποι προορισμού της μαζικής μετανάστευσης από την Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική.

Πιθανές συνέπειες αυτής της οικονομικής και ανθρωπογενούς παγκοσμιοποίησης θα είναι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η ανασύνθεση της συλλογικής μνήμης, με την διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού πλαισίου. (23)

Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι, συλλογική μνήμη και η ταυτότητα, είναι αμοιβαία υποστηριζόμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες πολιτισμικές κατασκευές:

Kάθε ατομική ή συλλογική ταυτότητα έχει στον πυρήνα της, την αίσθηση της ομοιότητας στον χρόνο και τον τόπο, διατηρείται με τη θύμηση, ενώ τι είναι αντικείμενο της θύμησης, καθορίζεται από τη θεωρούμενη ως προσλαμβανόμενη ταυτότητα. (24)

Οι κοινές μνήμες που βιώνουν διαφορετικές γενιές μιας οικογένειας ή μιας κοινότητας συγκροτούν την συλλογική πολιτισμική ταυτότητα, δημιουργούν την αίσθηση του «κοινού πεπρωμένου». (25)

Οι μνήμες ενός κοινού παρελθόντος σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες, ακόμα και με διαφορετική φυλετική καταγωγή, βοηθούν στην κατασκευή των εθνικών ταυτοτήτων. (26)

Αναπόφευκτα λοιπόν συνδέονται η μνήμη και η ταυτότητα με τις εκδηλώσεις μνήμης.

Η Ιστορία και η διαχείριση της μνήμης

Η ιστορία και ο μύθος είναι δυο έννοιες στις οποίες επικεντρώνεται ο διάλογος, με διαφορετική ένταση κάθε φορά, για τις επετείους ιστορικών γεγονότων, κάποια από τα οποία αποτελούν εθνικές γιορτές, όπως η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου. (27)

Η ιστοριογραφία όμως δεν είναι μια απλή καταγραφή του παρελθόντος, αλλά διασταυρώνεται με τις ιστορικές εξελίξεις. (28)

Οι διαφορετικές «αναγνώσεις» του παρελθόντος συνάδουν με το συστατικό στοιχείο της ιστορίας. (29)

Ο ιστορικός που επιχειρεί να παράξει ιστορικό έργο «έρχεται σε επαφή με το παρελθόν μέσα από τις διαδοχικές προσεγγίσεις του εκάστοτε παρόντος προς το παρελθόν του, όπως είναι ενσωματωμένα στη μνημονική και στην ιστορική παράδοση». (30)

Η ιστορική γνώση συχνά εργαλειοποιείται στα χέρια της πολιτικής εξουσίας μετατρέπεται δηλαδή σε «όπλο και αποδεικτικός μηχανισμός, γίνεται χρήσιμη». (31)  H διαχείριση της ιστορικής γνώσης διαφοροποιείται ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες. (32)

Η κανονιστική λειτουργία του ιστορικού λόγου τον καθιστά εργαλείο θεσμοποιημένης ισχύος, (33) όταν «… ο ιστορικός λόγος μετασχηματίζεται σε εργαλείο ευθυγράμμισης του ατόμου με καθολικές κανονιστικές αρχές, οι οποίες αποβλέπουν στην ιδεολογική συντήρηση και συνοχή των συλλογικών σχέσεων». (34)

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ιστορική γνώση που έχει σχέση με τις εθνικές επετείους και το εκπαιδευτικό σύστημα.

Ειδικά η σχολική ιστορία, (35)   είναι υπό τον άμεσο έλεγχο των κρατικών οργάνων που ασκούν την εκπαιδευτική πολιτική (βιβλία, προγράμματα, εξετάσεις). (36)  Στόχος της εθνικής ιστοριογραφίας είναι η εξασφάλιση της εθνικής συνοχής και ομοψυχίας των κοινωνικών ομάδων με έμφαση στην ιστορική συνέχεια, τον κοινό πολιτισμό και την φυλετική ομοιογένεια τους. (37)

Δημόσια Ιστορία και Μουσεία

Δημόσια Ιστορία μπορεί να είναι τα πάντα γύρω μας, ότι δηλαδή υπάρχει και μας παραπέμπει στο παρελθόν.

Πολεμικά αντικείμενα (πυροβόλα και παλιά αεροπλάνα στο Πολεμικό Μουσείο), μνημειακές αναφορές (για τους εκτελεσμένους πατριώτες στην Καισαριανή και την Κοκκινιά), χώροι μνήμης («Κάστρο» του Υμηττού και «Κάστρο» Καλλιθέας) και ερείπια κτιρίων (παράνομο τυπογραφείο της Αντίστασης την Καλλιθέα, χώρος αυστηρής απομόνωσης γυναικών στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου), τοπόσημα (Πανεπιστημίου στο ύψος της Τραπέζης της Ελλάδος, υπόγειο του κτιρίου του οδού Κοραή-κρατητήρια γερμανικής αστυνομίας), γέφυρες (Γοργοπόταμος), οχυρά (Μουχαρέμ-Χάνι, οχυρό Βουρλιά), Μνημείο Εθνικής Αντίστασης (Ηλιούπολη) κ.α.

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε Δημόσια Ιστορία, ότι αφορά το παρελθόν, αλλά δεν παράγεται ως αποτέλεσμα της ιστορικής έρευνας.

Η εκφορά της Δημόσιας Ιστορίας από τους κρατικούς λειτουργούς ή μικρότερες πολιτικές και κοινωνικές ομάδες υπηρετεί τις επιδιώξεις ενδυνάμωσης της εθνικής ή πολιτικής ταυτότητας, με ανταγωνιστική συνήθως ιστορική αφήγηση.

Η μελέτη της αποκαλύπτει τον βαθμό που κάθε κοινωνία τιμά και σέβεται το παρελθόν της, που τελικά συγκροτεί την συλλογική μνήμη.

Η έρευνα και διδασκαλία στα αμφιθέατρα δεν αφορούν την δημόσια ιστορία, η οποία αποσκοπεί στην εκλαΐκευση του ιστορικού αφηγήματος και απευθύνεται στον ευρύτερο πληθυσμό.

Στη δημόσια ιστορία συνεισφέρουν, εκτός από τους πανεπιστημιακούς, οι υπεύθυνοι των Μουσείων και των οργανωμένων Αρχείων, οι δημοσιογράφοι μέσω της σχετικής αρθρογραφίας τους, οι σκηνοθέτες μέσω του κινηματογράφου και των θεατρικής αναπαράστασης και γενικά όσοι έχουν να καταθέσουν βιωματικές μαρτυρίες.

Με λίγα λόγια Δημόσια Ιστορία είναι ότι «αφηγείται» μια ιστορία του παρελθόντος.

Περικλής Δ.Καπετανόπουλος
Δημοσιογράφος-Ιστορικός

 

  1. Holsti, O. (1969), Content analysis for the social sciences and humanities, Adisson - Wesley Pub, London, σ: 72
  2. Στο ίδιο, σ: 73
  3. Berelson, B. (1971), Content Analysis in Communication Research, New York, The Free Press, σ: 75
  4. Holsti, O. (1969), Content analysis for the social sciences and humanities, Adisson - Wesley Pub, London, σ: 77
  5. Bevernage B. (2011), We Victims and Survivors Declare the Past to be in the Present. Time, Historical (in)justice and the Irrevocable, University of Gent, σ: 3
  6. Τσίχλη-Αρώνη Κ.,(2008), Ιστορικές σχολές και μέθοδοι,σ:163
  7. Δρουμπούκη Α., «Τι ψάχνει η σύγχρονη λογοτεχνία στην ιστορία; Με αφετηρία το Αθώοι και Φταίχτες της Μάρως Δούκα», Ενθέματα Αυγής, 28/7/2013
  8. Μπούσχοτεν, (1997). Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών, Πλέθρον, Αθήνα, σ:18
  9. Κόλια, Π., Α. (2008). Μεθοδολογία ποιοτικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήµες και συνεντεύξεις. Open Education - The Journal for Open and Distance Education and Educational Technology, 4, 1-10. (εδώ)
  10. Καλογηράτου, Α. (2004). Η Έννοια της Πραγµατικότητας και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Μια Φιλοσοφική Προσέγγιση. (Διδακτορική Διατριβή, ΑριστοτέλειοΠανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, 2004).
  11. Castells, M. (2010). End of the Millennium: The Information Age: Economy, Society, and Culture, Volume II. (2nd ed.). West Sussex: Blackwell Publishers, σ:173
  12. Κόλια, Π., Α. (2008). Μεθοδολογία ποιοτικής έρευνας στις κοινωνικές επιστήµες και συνεντεύξεις. Open Education - The Journal for Open and Distance Education and Educational Technology.
  13. Sherman, D.,(1994), Art, Commerce,and the Production of Memory in France after World War στο John R.Gillis, επιμ.,Com-memorations:The politics of National Identity. Princeton, N.J.:Princeton University, σ:186
  14. Colmeiro,José(2011).Nation of Ghosts Haunting, Historical Memoryand For-gettingin Post-FrancoSpain. Electronic journal of theory of literature and comparative literature,4,1734.Προσβάσιμο http://www452f.com/index.Php/en/jose-colmeiro.html>
  15. Confino, Alon (1997). AHR Forum. Collective Memory and Cultural History: Problems of Method. The American Historical Review, 102 (5): 1399.
  16. Bodnar, John (1994). Public Memory in an American City: Commemoration in Cleveland. σ: 76, στο John R. Gillis, επιμ., Commemorations: The politics of National Identity. Princeton, N.J.: Princeton University
  17. Μπαμπινιώτης,Γεώργιος.,(2004), Η σημαιο-λογία των εθνικών μας εορτών. Το Βήμα, 7 Νοεμβρίου, σ:Α55
  18. Nora,P.(1975), Το έργο της ιστορίας, Αθήνα : Κέδρος
  19. Στο ίδιο, σ: 1386
  20. Confino, Alon (1997). AHR Forum. Collective Memory and Cultural History: Problems of Method. The American Historical Review, 102 (5): 1386-1403.
  21. Καλογηράτου, Α. (2004). Η Έννοια της Πραγµατικότητας και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Μια Φιλοσοφική Προσέγγιση. (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, 2004). (εδώ)
  22. Gillis, John R., (1994). Memory and Identity: The History of a Relationship. σελ. 3-24, στο John R. Gillis, επιμ., Commemorations: The politics of National Identity. Princeton, N.J.: Princeton University
  23. Gillis, John R., (1994). Memory and Identity: The History of a Relationship. σελ. 3, στο John R. Gillis, επιμ., Commemorations: The politics of National Identity. Princeton, N.J.: Princeton University
  24. Στο ίδιο, σ: 3
  25. Smith Anthony D. (1999). Myths and Memories of the Nation. New York: Oxford University, σ:45
  26. Colmeiro, José (2011). Nation of Ghosts? Haunting, Historical Memory and Forgetting in Post-Franco Spain. Electronic journal of theory of literature and comparative literature, 4, 17-34
  27. Crane S, (1997), “Writing the individual back into collective memory”, The American Historical Review, 102:5 , σ: 1377
  28. Λιάκος Αντ., Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 1998, σ: 42
  29. Στο ίδιο, σ:41
  30. Στο ίδιο, σ:42
  31. Κουλούρη Χρ., Αθεάτες Όψεις της Ιστορίας, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2012, σ: 3
  32. Στο ίδιο, σ: 3
  33. Λεονταρίτης Γ.Β., Ο Συμβολισμός του Πανηγυρικού και ο Ιστορικός Λόγος, στο Μνήμων, Τόμος 14, σ: 192
  34. Στο ίδιο, σ: 193
  35. Peyrot J., (2002). Η διδασκαλία της ιστορίας στην Ευρώπη, μετάφραση Αντώνης Καζάκος, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, σ: 150
  36. Low-Beer, A. (2003). School History, National History and the Issue of National Identity. International Journal of Historical Learning, Teaching and Research, 3, 1-6,
  37. Αβδελά Εφ., (1997). Τί είναι η πατρίδα μας; εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σ:119

 

Προβλήθηκε 1524 φορές