Κοκκινιά 17 Αυγούστου του 1944: Τα χαλίκια είναι βαμμένα ακόμη με το αίμα των αγωνιστών

Αρθρογραφία 17 Αυγούστου 2020

Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Κοκκινιά. Στην πλατεία Οσίας Ξένης ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει σε εκείνη τη μαύρη μέρα. 17 Αυγούστου του 1944.

Χρειάστηκε να κυλήσουν ακόμα 56 εικοσιτετράωρα για να ξημερώσει η 12η του Οκτώβρη και να διαλυθεί το σκοτάδι της γερμανικής κατοχής.

Ομως στη μαρτυρική Κοκκινιά ήταν για πολλές μέρες «και τα χαλίκια της ακόμα, βαμμένα με αγνό ελληνικό αίμα», όπως έγραφε, στις 3 Οκτωβρίου 1944, ο «Ριζοσπάστης».

Αλλωστε η προσφυγούπολη είχε ζήσει «το μεγαλύτερο και αιματηρότερο μπλόκο που έγινε σε ελληνική συνοικία» («Ριζοσπάστης», φ. 18/8/1945), με περισσότερους από 200 εκτελεσμένους και 3.000 -κατ’ άλλους 5.000- συλληφθέντες!

«Θάτανε γύρω στις 4 τα χαράματα όταν πάνω από 4.000 Γερμανοί, τσολιάδες και χαφιέδες πιάσανε όλα τα περάσματα. Κύκλωσαν την Κοκκινιά», θυμόταν ο αγωνιστής Μανόλης Βαφείδης σε ένα συγκλονιστικό αφιέρωμα μνήμης που είχε δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» (φ. της 24ης Αυγούστου 1980, σελ. 14) ο αξέχαστος δημοσιογράφος αντιστασιακός Νίκος Καραντηνός.

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944 ήταν μια οργανωμένη στρατιωτική επιχείρηση.

Είχε προηγηθεί, τον Μάρτη του 1944, μια τριήμερη μάχη στην Κοκκινιά, στην οποία οι μαχητές του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, παρά τις δυσκολίες συντονισμού και την απελπιστική έλλειψη πυρομαχικών, «απεδείχθησαν άριστοι οδομάχοι» (Ι. Χανδρινός, «Το τιμωρό χέρι του λαού», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 204).

Εκείνες τις ημέρες άρχισαν και τα «μπλόκα», που όπως γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Χίτλερ» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έμελλε να γίνουν ο μόνιμος εφιάλτης πολλών Αθηναίων ώς την Απελευθέρωση (σελ. 371).

Σύμφωνα πάντα με τον Μαζάουερ, εξέχοντα ρόλο στα μπλόκα έπαιζε το τμήμα της Ειδικής Ασφάλειας του Λάμπου, που το καλοκαίρι του 1944 είχε στην ουσία ξεφύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο. Και μόνο η εμφάνιση των μονάδων της Ειδικής Ασφάλειας προκαλούσε πανικό στους κατοίκους της Αθήνας.

Πάντως, μετά τη μάχη του Μάρτη και παρότι μπλόκα γίνονταν σχεδόν καθημερινά σε γειτονιές της Αθήνας, δεν είχε γίνει κάποια σοβαρή επίθεση στην Κοκκινιά, που δεν ήταν παρά ένας λαβύρινθος από βρόμικα δρομάκια και παράγκες που είχαν ξεφυτρώσει στον Μεσοπόλεμο στα νοτιοδυτικά της πόλης για να στεγάσουν τους πρόσφυγες από τη Μικρασία.

Με τους ανοιχτούς υπονόμους της, τους σωρούς σκουπιδιών και τις βρομερές καλύβες, ήταν τυπικό παράδειγμα προσφυγικής συνοικίας (Μ. Μαζάουερ, ό.π., σελ. 370).

Ομως, από τις αρχές Αυγούστου διάφορα μικροεπεισόδια, κυρίως με ευζώνους και χωροφύλακες, είχαν δημιουργήσει μια ανησυχητικά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. 

Ο Μανόλης Βαφείδης μιλώντας στον Νίκο Καραντηνό («Ριζοσπάστης», 24/8/1980, ό.π.) είχε πει ότι από πολλές μέρες κυκλοφορούσαν φήμες πως θα γινόταν μπλόκο στην Κοκκινιά. Ετσι ο κόσμος είχε σκορπίσει. Αλλοι στην Αθήνα, άλλοι στον Πειραιά. Κι άλλοι σε άλλες γειτονιές. Τράβηξαν όμως οι μέρες. Κι ο κόσμος ξαναγύρισε στα σπίτια του.

Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται μια πρώτη προσπάθεια Ταγμάτων Ασφαλείας και αστυνομικών της Ειδικής Ασφάλειας Πειραιά να μπουν στην Κοκκινιά από τα Μανιάτικα του Πειραιά.

Τα παιδιά του ΕΛΑΣ Κιλικιανών πιάνουν τα όπλα και τους αντιμετωπίζουν δυναμικά.

Στην οδό Τζαβέλλα, στην Π. Ράλλη, οι μάχες ανάβουν για καλά. Ο λαός σύσσωμος βοηθάει τους μαχητές Ελασίτες που κυνηγούν τους τσολιάδες στα στενά.

Η μάχη κράτησε μέχρι το μεσημέρι (Δημ. Λιάτσος, εφημ. «Ριζοσπάστης», 17/8/1978, σελ. 4).

Οι μάχες συνεχίστηκαν σποραδικά το απόγευμα της ίδιας μέρας και την επομένη.

Ομως, τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου ξεκίναγε ο εφιάλτης.

«Πέφτουν φωτοβολίδες. Ακούγονται ριπές πολυβόλων. Η Κοκκινιά ξυπνάει βαθιά χαράματα. Αυτοί που λόγω της δουλειάς τους είχαν νωρίς ξεκινήσει γυρίζουνε πίσω γιατί οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι», είχε πει ο Μ. Βαφείδης («Ριζοσπάστης», 24/8/1980, ό.π.).

Δεκάδες οχήματα, καμιόνια και μοτοσικλέτες είχαν περικυκλώσει την Κοκκινιά από τα βόρεια του Κορυδαλλού, πίσω από το Γ’ Νεκροταφείο και κατά μήκος της οδού Θηβών μέχρι τους ΣΕΚ, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.

Τα οχήματα μετέφεραν ισχυρές δυνάμεις του Ι Τάγματος του 1ου Συντάγματος Ευζώνων με επικεφαλής τον ταγματάρχη Γεώργιο Σγούρο, Γερμανούς οπλίτες της 11ης Αεροπορικής Μεραρχίας Εδάφους και μια γερμανική μηχανοκίνητη διμοιρία.

Οπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Ι. Χανδρινός (Υποσημείωση 65, σελ. 247) σύμφωνα με τις περισσότερες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, στο μπλόκο πρωτοστάτησαν τόσο ο συνταγματάρχης Ι. Πλυτζανόπουλος όσο και ο ταγματάρχης Σγούρος μαζί με τον γιο του, που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Μπέμπης».

«Υστερα από λίγο ακούγονται τα χωνιά που μ’ αυτά οι Γερμανοί και οι τσολιάδες καλούσανε όλους τους Κοκκινιώτες, τους άντρες από 14 ώς 60 χρόνων, να παρουσιαστούνε με τις ταυτότητές τους στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Για όσους δεν θα παρουσιάζονταν και θα τους έβρισκαν στο σπίτι απειλούσαν να κάψουν το σπίτι και να τους εκτελέσουν. Η πλατεία γέμισε “φίσκα”. Κάτι τέτοιο οι Γερμανοί και οι προδότες με τον Πλυτζανόπουλο δεν το περίμεναν. Φυσικά πολλοί αγωνιστές δεν πήγαν, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν. Η Οργάνωση είχε δώσει εντολή να μην πάνε», είχε πει ο Μ. Βαφείδης («Ριζοσπάστης», 24/8/1980, ό.π.).

Οι συγκεντρωμένοι υπολογίζεται ότι ήταν 6.000-8.000. Χωρίζονται σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί.

Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι μες στον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο. Αρκετοί λιποθυμούν και εναγωνίως ζητούν λίγες σταγόνες νερό.

Στην πλατεία οι κουκουλοφόροι ξεδιαλέγουν τους μελλοθάνατους.

Περιφέρονται ανάμεσα στους κρατούμενους και υποδεικνύουν στους Γερμανούς αγωνιστές, κομμουνιστές και μη, προς εκτέλεση (πηγή: Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη). 

Ο τόπος της εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης, στη μάντρα ενός ταπητουργείου, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θείρων.

Πρώτος που έπεσε νεκρός ήταν ο παλαίμαχος αγωνιστής Αντώνης Χατζηευστρατίου (Δ. Λιάτσος, ό.π.).

Ακολούθησαν καθ’ υπόδειξιν των καταδοτών όλα τα στελέχη των ένοπλων οργανώσεων: ο λοχαγός του ΕΛΑΣ και γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών Απόστολος Χατζηβασιλείου, ο γραμματέας της ΚΟΒ Κοκκινιάς (και αρχηγός της ΟΠΛΑ) Παναγιώτης Ασμάνης, ο Θόδωρος Περιβνόλας, οι μαχήτριες Διαμάντω Κουμπάκη και Αθηνά Μαύρου, που ήταν μόλις 17 χρόνων κ.ά.

Ολοι βασανίστηκαν «κανιβαλικά» πριν οδηγηθούν προπηλακιζόμενοι στην περίφημη μάντρα για να εκτελεστούν με πολυβόλα από γερμανικό τμήμα συνολικά 78 άτομα (Ι. Χανδρινός, ό.π., σελ 248).

Οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι λεηλασίες σπιτιών -πάνω από 170 σπίτια καταστράφηκαν- και οι συλλήψεις συνεχίστηκαν όλη τη μέρα σε διάφορες γειτονιές, με αποτέλεσμα πολλοί να λένε ότι είχε σχηματιστεί ένα ματωμένο ποτάμι από την πλατεία Οσίας Ξένης μέχρι το Γ’ Νεκροταφείο, όπου ετάφησαν 72 από τα θύματα σε ένα κενοτάφιο στο 18ο τμήμα.

Αλλοι είχαν ταφεί στο παλαιό νεκροταφείο της Νεάπολης.

Περίπου στις 6 το απόγευμα το μακελειό είχε σταματήσει και μια τεράστια φάλαγγα ομήρων πήρε τον δρόμο προς το Χαϊδάρι, ενώ στην πόλη είχε ξεσπάσει ένας απέραντος θρήνος αυτών που είχαν μείνει πίσω.

Από όσους μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι, 1.800 θα οδηγηθούν την επόμενη μέρα στο Ρουφ και από εκεί στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μανχάιμ, Μπούχενβαλντ, Νταχάου, Αουσβιτς, Μπίμπλις.

 

Πηγές της Αντίστασης υπολόγισαν περισσότερους από 200 εκτελεσμένους, σε αντίθεση με τη γερμανική αναφορά της Ομάδας Στρατιών Ε που αναφέρει 104 «νεκρούς εχθρούς» και 3.000 συλληφθέντες (Ι. Χανδρινός, ό.π., σελ. 249).

Ομως, η αιματοχυσία δεν είχε τέλος. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, στο 40ήμερο μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες, χιλιάδες λαού είχαν συγκεντρωθεί, μετά την επιμνημόσυνη δέση, στην πλατεία Οσίας Ξένης, όταν δέχτηκαν τα γερμανικά πυρά από πολυβολείο που έστησαν στον Καραβά.

«Σε μια τέτοια ιερή στιγμή τα κτήνη του Χίτλερ ρίχτηκαν με πολυβόλα πάνω στο λαό. Σκότωσαν 10 και τραυμάτισαν 35! Τα κενοτάφια γέμισαν με νέους νεκρούς», έγραψε στις 3 Οκτωβρίου 1944 ο «Ριζοσπάστης».

Ενα έγκλημα χωρίς τιμωρία

Η δίκη για το Μπλόκο της Κοκκινιάς έγινε -κατά τραγική ειρωνεία- τη δεύτερη επέτειο της αιματοχυσίας, στις 17 Αυγούστου 1946, στο Δικαστήριο Δωσιλόγων Πειραιά.

Βασικός κατηγορούμενος ήταν ο Γ. Σγούρος, ταγματάρχης της χωροφυλακής, ο γιος του, που δικάστηκε ερήμην καθώς υπηρετούσε στον εθνικό στρατό, και άλλα τρία άτομα, που αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών.

Την επόμενη μέρα (18/8/1946), ο «Ριζοσπάστης» έγραφε για «απόφαση-πρόκληση», καθώς στον Γ. Σγούρο, αφού του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, του επιβλήθηκε ποινή 11 ετών πρόσκαιρων δεσμών. 

Στον γιο του, στον οποίο επίσης αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, επιβλήθηκε ειρκτή 7 ετών.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες Τσουκαλάς, που εκτελέστηκε ο γιος του, Μισαηλίδης, γυναίκες συγγενείς θυμάτων κι άλλοι κατέθεσαν επιβαρυντικά για τους κατηγορούμενους και περιέγραψαν δραματικές σκηνές από το μπλόκο της 17ης Αυγούστου 1944.

Ωστόσο, ο Σγούρος και ο γιος του απαλλάχτηκαν από την κατηγορία ότι ήταν πράκτορες του εχθρού και ότι διέπραξαν πράξεις βίας.

Ομως, κηρύχτηκαν ένοχοι «ότι εκ του ότι εκ συστάσεως τον Μάρτιο και τον Αύγουστο 1944 εγένοντο παραίτιοι της συλλήψεως και εκτελέσεως του αστυνόμου Σαββαΐδου και της γυναικός του και των Περγάμαλη, Δανιηλίδη και Τσουκαλά με καταλογισμόν μετρίας συγχύσεως (…)».

Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1947 (5/3/1947), το Γ' Δικαστήριο Δωσιλόγων αθώωσε τον Πλυτζανόπουλο και τον Σγούρο από κάθε κατηγορία.

Λίγο αργότερα, ο Πλυτζανόπουλος είχε προαχθεί φτάνοντας στον βαθμό του υποστράτηγου και ο Σγούρος είχε γίνει διοικητής του 3ου Τάγματος στο Μακρονήσι με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη…

Αγέρωχη ώς το τέλος

Κατά τη διάρκεια των εκτελέσεων, ομάδα ΕΛΑΣιτών κρύβεται σε σπίτια στο βόρειο τμήμα της πόλης, στη συνοικία του 4ου Καραβά. Επικεφαλής της ομάδας είναι η αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη, από τα Ταμπούρια του Πειραιά.

Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, αναζητώντας την Κουμπάκη, βάζουν φωτιά σε όλα τα σπίτια, με τη συνοικία να καίγεται ολοσχερώς. Εκτοτε η περιοχή ονομάζεται Καμένα.

Λίγο μετά, το κρησφύγετο της Κουμπάκη στη Νεάπολη αποκαλύπτεται και η ξακουστή ΕΛΑΣίτισσα συλλαμβάνεται και κακοποιείται.

Τη στιγμή που οι φρουροί την οδηγούν στη μάντρα, εκείνη φωνάζει: «Προδότες σαν κι εσάς εγώ έφαγα 65!» (πηγή: Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη).

Η Αθηνά της θυσίας

Η Αθηνά Μαύρου δεν είχε κλείσει καλά καλά τα 17 της χρόνια.

«… Θάταν 6.30 το πρωί σαν ο προδότης με τους Γερμανούς χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της. Ποια είναι η Αθηνά; μούγκρισε ο προδότης με τη μάσκα. “Εγώ είμαι” αποκρίθηκε η αδελφή της.

Μα η Αθηνά πετάχτηκε στη μέση κι αγέρωχη φώναξε στους δήμιους, που καρτερούσαν. “Οχι, εγώ είμαι, τι θέλετε;”.

Ζητάνε να την πάρουν καθώς είναι μισοντυμένη. Μα εκείνη αντιστέκεται. Δεν τους αφήνει να πλησιάσουν ώσπου να ντυθεί.

Σαν φτάνει στη μάντρα κάποιοι συναγωνιστές της της λένε πως μπορεί να φύγει. Η Αθηνά δεν δέχεται.

“Θα μείνω εδώ μαζί σας με τ’ άλλα παιδιά. Κι ό,τι γίνει ας γίνει για όλους”» (Ν. Καραντηνός, «Ριζοσπάστης», ό.π.). 

www.ertopen.gr

Προβλήθηκε 2115 φορές