Η Χαοχώρα (Ελευθέριος Ανευλαβής)

Αρθρογραφία 05 Αυγούστου 2020

Ελευθέριος Ανευλαβής

Η Χαοχώρα δεν υπάρχει στον Χάρτη.

Αν την ψάξετε, θα την βρείτε στον Χάρτη του μυαλού σας…

Αν την φανταστείτε, σε γεωγραφικό χάρτη, έχει βουνά, ποτάμια, κοιλάδες, πεδιάδες, και θάλασσα. Σε πολιτικό χάρτη, έχει πόλεις, περιφέρειες, νομούς, και επαρχίες.

Είναι τερπνή χώρα, με γάργαρα νερά που μουρμουρίζουν πραϋντικά. Με το κύμα της θάλασσας, χαριεντίζονται, το χελιδονόψαρο, ο ιππόγλωσσος, ο γαμψομύτης βακαλάος, ο σολομός, το καλκάνι, και διάφορα άλλα ψάρια, κάτοικοι του θαλάσσιου βασιλείου, πολυάριθμα για ν’ απαριθμηθούν.

Στην ήπια θαλασσινή αύρα, τα αγέρωχα υψηλά της δένδρα, κυματίζουν, προς διάφορες κατευθύνσεις, το όμορφο φύλλωμά τους.

Η Συκομορέα, ο Κέδρος του Λιβάνου, ο τραγουδισμένος Πλάτανος, ο ευγενικός Ευκάλυπτος, κι άλλα κοσμήματα του δενδρόβιου κόσμου, με τα οποία η Χώρα αύτη είναι αφειδώς, στολισμένη.

Και οικοδόμημα λαμπρό ορθώνεται εκεί, πύργος ορατός από τους θαλασσοπνιγμένους. Εκεί, στο οικοδόμημα το λαμπρό, καταφθάνουν, αγέλες Μόσχων σιτευτών, και ευνουχισμένων Κριών, και Αμνοί, για να νομοθετήσουν την τύχη, το παρόν και το μέλλον της Χαοχώρας και των Χαοχωρικών της.

Εκεί, στο Οικοδόμημα αυτό, παρασκευάζεται και το «παντεσπάνι του λαού», με την συνταγή «αφού δεν έχουν ψωμί ας φάνε παντεσπάνι», της Μαρίας Αντουανέτας, του Λουδοβίκου του 16ου

ΤΟ, αντί άρτου, παντεσπάνι θα διανεμηθεί, απλόχερα στους μαζανθρώπους της Χαοχώρας, από τα φίλια των κρατούντων ΜΜΕ: Μέσα Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης.

Έχει και πρωτεύουσα, η Χαοχώρα. Ούπολη, το όνομα.

Έχει και κατοίκους. Οι περισσότεροι είναι κανονικοί. Δηλαδή, «δλδ» μιλούν τη γλώσσα των 500 λέξεων, την οποία γνωρίζουν πλείστοι όσοι Ουπολίτες, της φυλής «ουάου» ή «γουάου».

Είναι άνθρωποι, της «διπλανής πόρτας», οι οποίοι συζητούν στα καφενεία και στα μπαρ, ενώ στο πηγαινέλα στα σουπερμάρκετ, που γεμίζουν και αδειάζουν σαν πνευμόνια, και στους εμπορικούς δρόμους οι κυρίες της Χάλι-Χάι (high, χαοχωριστί) Σοσάιετυ, σκοτώνουν τον καιρό τους και τα χρήματα των συζύγων ή των νταβατζήδων τους.

Εν ολίγοις, εν ζωή κεκοιμημένοι, νεκρύοι, οι «κανονικοί» της Χαοχώρας, χαριεντίζονται, αμέριμνοι και χορτάτοι, άχθος αρούρης πάνω στης γης την πλάτη.

 Και είναι και λίγοι, Μη Κανονικοί, κάτοικοι της Ούπολης. Είναι οι Λοξίες του άφατου, «οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος, που συντηρούν την φωτιά της δημιουργίας» (Γ. Θεοτοκάς)

Οι λίγοι τρελοί, που κρατάνε ζωντανή την ανθρωπιά και το φιλότιμο, και δεν υποτάσσονται και με στεντόρεια φωνή δηλώνουν:

 «Non Serviam»

Δεν θα υπηρετήσω! Το άδικο το κράτος σας,
Σφεντόνα με τον Λόγο μου, θέλω να το γκρεμίσω.

Κι αν έρθουν οι λογοκριτές, μια μέρ’ αν καταφτάσουν,
Θα απορούν πώς γίνεται, Να μη μπορούν, με πιάσουν.

Τα έπεα πτερόεντα, θα ξεφωνίζω πάντα,
Τοις ένδον ρήμασι πιστός, και στον καιρό ενάντια.

Αέρας είν’ ο Λόγος μου, κι όπου θέλει πετάει.
Δημοπιθήκων την οργή, θεσπίσματ’ αψηφάει.

Έδοξε τω Δήμω μου, Να σας αρχιδογράψει,
Μ’ αρχιδοδυναμοθέληση, το κράτος σας να θάψει.

Για να φυτρώσ’ απ’ την αρχή, Πατρίδα ωραία, νέα,
Και με του δίκιου την οργή, να διώξει την παρέα.

Των κωλορεβερέντζηδων, των άχρηστων γραικύλων

Που την Πατρίδα δώσανε, βορά των Ευρωσκύλων

Μας ρίχνουν σφαίρες ευρώ-ντούμ-ντούμ!
Και μας σκοτώνουν στα ευρώ-room!

Μια μαριονέτα τα σχοινιά, τα έκοψε μια μέρα,

Κι αντί να πέσει καταγής, πέταξε στον αέρα.

Ο άνθρωπος δεν γίνηκε, να περπατά στα τέσσερα.
Αγέρας είναι και πετά, ν’ αγγίξει τα υπέρτερα.

πηγή

Προβλήθηκε 708 φορές