Του Σπύρου Τζόκα *
Σε μια σκοτεινή περίοδο, όπου αναδίνονται μπόχα και σαπίλα από το πολιτικό σύστημα και καθημερινά εμφανίζεται κάποιο σκάνδαλο τύπου Μιονί, Νovartis, Καλογρίτσας και από την άλλη βλέπουν το φως της δημοσιότητας ανάλγητες - πεζοδρομιακές συμπεριφορές αρμοδίων για ανείπωτες τραγωδίες, κάποιοι επιμένουν να αγωνίζονται, όσο και αν η δημοσιότητα τους γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη. Αφόρμηση έλαβα από μια αφίσα που παρατήρησα διασχίζοντας την παραλιακή, «Ελεύθερη πρόσβαση του λαού σε καθαρές παραλίες με δωρεάν υποδομές», και από κάτω είχε την υπογραφή του ΚΚΕ Νοτίων Προαστίων.
Ανάδειξη θέματος που ούτε υψηλής πολιτικής είναι, ούτε συμφέρει. Δεν πουλάει, δεν προβάλλεται. Ποιος νοιάζεται; Και όμως. Στη σκοτεινή αυτή περίοδο διέκρινα, και όχι μόνον εγώ, μια ακτίνα φωτός, κάποιους που επιμένουν να αγωνίζονται για τα προβλήματα του λαού. Και αυτά δεν είναι λίγα, έστω και αν δεν είναι θέματα προβολής από τα ΜΜΕ, έστω και αν δεν είναι θέματα «υψηλής πολιτικής». Οι «σιδερόφρακτες» παραλίες είναι ένα από αυτά και σημαντικό για τους καλοκαιρινούς μήνες.
Πηγαίνουμε πίσω με διαφορετικό τρόπο. Τότε ήταν κάπως αλλιώς. Τότε η συνοικία που μεγαλώσαμε δεν μπορούσε να προσφέρει ούτε καν την «πολυτέλεια» της μετάβασης στην παραλία. Πού και πού κανένα μπάνιο στη θάλασσα με το πούλμαν της εργατικής εστίας ή με κανένα φορτηγό της γειτονιάς.
Οι οικογένειες μεροδούλι - μεροφάι ήταν… και ο καθημερινός αγώνας επικεντρωνόταν να εξασφαλιστεί ο άρτος ο επιούσιος και οι καθημερινές ανάγκες. Τα καλοκαίρια στις σχολικές διακοπές τα περισσότερα παιδιά απασχολούνταν σε εποχιακές, περιστασιακές δουλειές για το χαρτζιλίκι τους. Τα υπόλοιπα ήταν πολυτέλειες… καλοδεχούμενα μεν, αλλά πολυτέλειες.
Η συνοικία ήταν μια «εξόριστη συνοικία» της πρωτεύουσας με μεροκαματιάρηδες ανθρώπους της καθημερινής βιοπάλης. Αυτή τους έλαχε. Μια συνοικία Μικρασιατών ξεροκέφαλων κομμουνιστών που δεν έλεγαν να σκύψουν το κεφάλι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κυρ Κώστας στην ίδια γειτονιά, αυτός ο καλός άνθρωπος με την απέραντη αγάπη στα παιδιά. «Παιδί μου», έλεγε, «να ξέρεις οι μεγάλοι και οι πλούσιοι βρίσκουν πάντα τρόπους να κερδίζουν και να εκμεταλλεύονται το λαό. Χρησιμοποιούν και την αριστερά, όταν δεν μπορούν με τους άλλους. Γι’ αυτό η Αριστερά πρέπει να είναι σκληρή, οι κομμουνιστές δοκιμασμένοι, ανιδιοτελείς και αγωνιστές για να μην πέσουν στην παγίδα…».
Τώρα πολλά άλλαξαν. Η μετάβαση στις παραλίες είναι σχετικά πιο προσιτή, αλλά ολοένα και περιφράσσονται οι παραλίες, ολοένα και γίνονται λιγότερες για το λαό. Κοστίζουν. Πολλά τα προβλήματα αυτό το δύσκολο καλοκαίρι: Αβεβαιότητα, ανεργία, μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, μείωση μισθών, χρέη, ελάχιστες ή μηδενικές διακοπές και κοντά σε αυτά οι παραλίες της Αττικής απαγορευτικές για το λαό και κερδοφόρες για κάποιους επιχειρηματίες. Αυτές οι παραλίες, δίπλα μας, που αποτελούν το αποκούμπι του σκληρά εργαζόμενου και δοκιμαζόμενου λαού μας. Η ευλογία, δηλαδή, του φυσικού κάλλους, του φυσικού περιβάλλοντος μετατρέπεται σε κατάρα. Και δεν έχει τέλος. Η μία παραλία κλείνει μετά την άλλη και τώρα έρχεται η Αττική Ριβιέρα και το Ελληνικό να ολοκληρώσει το κακό.
Το κόστος δυσβάστακτο για ένα και μόνο μπάνιο. Ας ξεκινήσουμε από την είσοδο στη «σιδερόφρακτη» παραλία: Το κόστος «μικρομεσαίας - λαϊκής» και όχι αριστοκρατικής κυμαίνεται το Σαββατοκύριακο κατά μέσο όρο στα 7 ευρώ.
Συνεχίζουμε με τις ξαπλώστρες που απλώνονται σε όλη την παραλία και ενοικιάζονται έξτρα κάποιες φορές. Αν υποθέσουμε ότι κάποιος τολμήσει να προχωρήσει σε αναψυκτικά, καφέδες ή ακόμα χειρότερο σε εστίαση θα πρέπει να βάλει το χέρι του βαθιά στην τσέπη. Συνολικά μια οικογένεια με δυο παιδιά θα ξοδέψει με μέτριους υπολογισμούς γύρω στα 50 ευρώ για ένα μόνο μπάνιο. Είναι τραγικό, αν σκεφτεί κάποιος τους μισθούς ή τις συντάξεις σήμερα.
Δεν μιλάμε βέβαια για τις προκλητικές τιμές που έχουν κάποιες «σιδερόφρακτες» παραλίες για τους λίγους και εκλεκτούς. Σε αυτές ο εργαζόμενος ενδεχομένως να δώσει όλο τον μισθό του για ένα μπάνιο (στον «Αστέρα Βουλιαγμένης» 80 ευρώ το σετ και για τα παιδιά 20 ευρώ!!!).
Το δημόσιο αγαθό, δηλαδή, μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Οι παραλίες, το δημόσιο κτήμα, παραδόθηκαν και συνεχίζουν να παραδίδονται στους επιχειρηματίες που τις μετατρέπουν σε μαγαζί τους ή σε προέκταση του μαγαζιού τους. Η επιχείρηση εντείνεται μάλιστα αντί να μειώνεται εξαιτίας της πανδημίας, η οποία αξιοποιείται ως «άλλοθι» για να αυξηθεί ο χώρος στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε παραλία και αιγιαλό.
Ελάχιστες πλέον οι ελεύθερες παραλίες και αυτές εγκαταλελειμμένες από θεούς και δαίμονες, από συγκοινωνία ως καθαριότητα. Από αδιαφορία ή από σκοπιμότητα. Να φανεί δήθεν ότι αν δεν υπάρχει ο επιχειρηματίας δεν υπάρχει και σωστή παραλία.
Το συμπέρασμα απλό και πάντα πρόσφορο: «Δεν υπάρχει άλλη λύση. Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να συντηρεί τους δημόσιους χώρους». Επομένως το κράτος υπάρχει για να εισπράττει τους φόρους και να εξυπηρετεί τους πλούσιους, στην Παιδεία, στην Υγεία, στην Κοινωνική Ασφάλιση και, φυσικά, στους δημόσιους χώρους.
Και όμως η παραπάνω λογική καταργεί το απλό και αυτονόητο: Η ξεκούραση, η αναψυχή, οι παραλίες, οι θάλασσες δεν είναι εμπορεύματα, είναι δικαίωμά μας. Και έτσι οφείλουμε να διεκδικήσουμε ακόμα και το αυτονόητο, με αγώνες και οργανωμένη απειθαρχία.
* Ο Σπ. Τζόκας είναι πανεπιστημιακός - συγγραφέας