Εξαφανίζεται το χρήμα - Αποτυχία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει ρευστότητα για τους μικρομεσαίους διαπιστώνει η Grant Thornton (Γιώργος Καλούμενος)

Αρθρογραφία 14 Ιουλίου 2020

Την αποτυχία του κυβερνητικού έργου για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας προς τις ελληνικές, κυρίως μικρομεσαίες, επιχειρήσεις προκειμένου να ξεπεράσουν τον σκόπελο της πανδημικής κρίσης αναδεικνύει μελέτη της Grant Thornton. 
Συγκεκριμένα ο συμβουλευτικός οίκος σε ανάλυσή του προβλέπει ότι, παρά τα μέτρα που έλαβε το οικονομικό επιτελείο για την όσο το δυνατόν ευκολότερη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πάνω από τις μισές ελληνικές επιχειρήσεις θα «χάσουν» ρευστότητα ύψους 5,6 δισ. ευρώ.
Κι όλα αυτά παρά τα χρηματοδοτικά εργαλεία ύψους 11 δισ. ευρώ που (υποτίθεται ότι) τέθηκαν στη διάθεση των επιχειρήσεων μέσω των τραπεζών, όπως είναι η επιστρεπτέα προκαταβολή, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας. 
Ως αποτέλεσμα η Grant Thornton εκτιμά ότι για τις επιχειρήσεις αυτές, αναμένεται μείωση στον κύκλο εργασιών τους το 2020 κατά 12,4% και παράλληλα μείωση της λειτουργικής τους κερδοφορίας (EBITDA) κατά 39%. Συνακόλουθα, εκτιμάται ότι η ρευστότητά τους το 2020 θα μειωθεί κατά 5,6 δισ. ευρώ.
Πρώτη αποτίμηση 
Η μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει την πρώτη αποτίμηση των επιδράσεων της πανδημίας και των συνακόλουθων μέτρων που υιοθετήθηκαν και ειδικότερα να εκτιμήσει το μέγεθος της ύφεσης που αναμένεται συνολικά για την ελληνική οικονομία, αλλά και την επίδραση σε βασικά μεγέθη των επιχειρήσεων και των επιμέρους κλάδων του ελληνικού επιχειρείν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν το 69% του συνολικού κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων επλήγησαν άμεσα από την πανδημία ως αποτέλεσμα του περιορισμού ή και της επιβαλλόμενης διακοπής της λειτουργίας τους. Ειδικότερα, επιχειρήσεις που παράγουν κύκλο εργασιών ποσού 32,9 δισ. ευρώ (11% επί του συνολικού κύκλου εργασιών) και απασχολούν περίπου 1,1 εκατ. εργαζομένους (25% επί του συνόλου) διέκοψαν τη δραστηριότητά τους λόγω της πανδημίας.
Η επίδραση της πτώσης του τουρισμού
Από την αρχική εκτίμηση των στοιχείων εκτιμάται ότι το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αναμένεται να σημειώσει μείωση της τάξεως του 8,5% το 2020. Η επίδραση της πανδημίας σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας για την οικονομία, που σχετίζονται με τον τουρισμό, όπως οι μεταφορές, τα καταλύματα και η εστίαση, είναι εκείνη που συντελεί στη μείωση του ΑΕΠ της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δε, αποτελεί το ότι ο κρίσιμος κλάδος του τουρισμού αναμένεται να συρρικνωθεί το 2020 κατά 52%.
Διακοπές το φθινόπωρο
Το αρνητικό σενάριο του τουρισμού που προβλέπει η Grant Thornton επιβεβαιώνεται και από έρευνα που υλοποίησε η Mindhaus σε συνεργασία με την ερευνητική πλατφόρμα Pollfish, από την οποία προκύπτει ότι οι ξένοι δυνητικοί επισκέπτες της Ελλάδας δεν σχεδιάζουν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα πριν από το φθινόπωρο. 
Κι αυτό γιατί ανησυχούν για το ενδεχόμενο να ασθενήσουν, φοβούνται την ταλαιπωρία που θα υποστούν σε πτήσεις και σε ξενοδοχεία και αρχίζουν να δείχνουν και σημάδια περιορισμού του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Μάλιστα η πρόθεσή τους να έρθουν στην Ελλάδα ακόμα και το φθινόπωρο τελεί υπό την αίρεση ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα πανδημίας που θα εντείνει τις ανησυχίες τους και θα επιδεινώσει την οικονομική τους κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένας στους τέσσερις εμφανίζεται διατεθειμένος να ταξιδέψει νωρίτερα, δηλαδή την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου.
Στο σύνολο του δείγματος της έρευνας, το 24,7% δηλώνει ότι θεωρεί πιθανότερο να κάνει ένα διεθνές ταξίδι αναψυχής μέσα στο επόμενο τρίμηνο (Ιούλιος - Σεπτέμβριος) και ένα πρόσθετο 32,9% από Οκτώβριο έως το τέλος του χρόνου.
Η επιθυμία για διεθνή ταξίδια αναψυχής, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, μεγαλώνει, αλλά τα προβλήματα με τις μετακινήσεις και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς παραμένουν στο επίκεντρο της προσοχής των εν δυνάμει ταξιδιωτών. Γι’ αυτό και η ενισχυμένη θέση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την προτίμησή της από τις βασικές ξένες αγορές, αλλά και σε ό,τι αφορά στο αίσθημα ασφάλειας στο μυαλό των ταξιδιωτών όπως αποτυπώνεται τις τελευταίες επτά εβδομάδες, εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα θα μετατραπεί σε ζήτηση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ο αυξανόμενος ανταγωνισμός κυρίως από την Κροατία, αλλά και από την Αίγυπτο και την Τουρκία.
Πλέον, το ποσοστό των ανθρώπων που επιθυμεί να ταξιδέψει εκτός της χώρας του έχει αυξηθεί σε 70,9% (+4,4%), δείχνοντας τη μεγάλη διάθεση για ταξίδια αναψυχής. Ωστόσο κυρίαρχος είναι τώρα ο ρόλος της πλήρους άρσης των κάθε είδους ταξιδιωτικών περιορισμών.
Μάλιστα, θεωρείται πιο σημαντικός ακόμα και από την ανακάλυψη ενός εμβολίου. Κάτι που ούτως ή άλλως είναι απίθανο να γίνει έως το τέλος του χρόνου, καθώς οι διάφορες χώρες βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της πανδημίας και δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση σε επίπεδο Ε.Ε. Γι’ αυτό και η ζήτηση έως το τέλος του 2020 αναμένεται να είναι χαμηλότερη ακόμα και από το αναμενόμενο.
Προτίμηση στην Ελλάδα έναντι άλλων χωρών
Αναφορικά με την Ελλάδα ως προορισμό πρώτης γραμμής, βασικό συμπέρασμα του δεύτερου κύκλου της έρευνας είναι η ενίσχυση της θέσης της όσον αφορά την προτίμησή της από τις ξένες αγορές αλλά και το αίσθημα ασφάλειας.
Ειδικότερα, το 63,9% θεωρεί ότι ένα ταξίδι στην Ελλάδα είναι το ίδιο ή περισσότερο ελκυστικό σε σχέση με την προ Covid-19 εποχή, αυξημένο κατά 4,4% σε σχέση με το ποσοστό στις 13-14 Μαΐου 2020. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό αύξησης (24,9%) μεταξύ των δύο κύκλων της έρευνας σε αυτούς που δηλώνουν ότι ένα ταξίδι στην Ελλάδα είναι πιο ελκυστικό / πολύ πιο ελκυστικό σε σχέση με την προ Covid-19 εποχή. Παράλληλα, πλέον δύο στους τρεις ερωτώμενους δηλώνουν ότι η Ελλάδα διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την υγειονομική κρίση, μία αύξηση 9,9% σε σχέση με τα αποτελέσματα στα μέσα Μαΐου 2020.
Τέλος, κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο κύκλων της έρευνας γενικά σταθερή είναι η βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στις προτιμήσεις των ξένων αγορών ως προς τους προορισμούς που θεωρούν πιο πιθανό να κάνουν το επόμενο ταξίδι αναψυχής: +20,37% στην προτίμηση της Ελλάδας από τη γαλλική αγορά (13,59% των απαντήσεων), +9,76% από την αγορά των ΗΠΑ (11,25% των απαντήσεων), +9,21% από τη γερμανική αγορά (12,93% των απαντήσεων) και +5,86% από την αγορά της Μεγάλης Βρετανίας (12,1% των απαντήσεων).
Μόνο από την ιταλική αγορά καταγράφεται μείωση -8,76% σε σχέση με τα μέσα Μαΐου.

Πηγή  

Προβλήθηκε 569 φορές