Άρθρο της Χαράς Καφαντάρη, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Δυτικού Τομέα Αθήνας, αντιπροέδρου της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής και αν. τομεάρχη Περιβάλλοντος της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ, στην εφημερίδα KONTRA (Κυριακή 31/05).
Οι παραδοσιακές μορφές εργασίας που βασίζονταν στη πλήρη απασχόληση, τα οριοθετημένα επαγγέλματα και την ορισμένη σταδιοδρομία από το βιολογικό κύκλο, σταθερά διαβρώνονται, ιδίως τελευταία, λόγω της επιδημικής κρίσης.
Οι μορφές αυτές στοιχειώνονται από μια κοινωνία ανέργων προερχόμενη όχι μόνο από την «εύκολη» δικαιολογία των νέων τεχνολογιών (οι θέσεις εργασίας στους τομείς της οικονομίας ακολουθούν το δρόμο που πήραν αυτές του αγροτικού τομέα, επειδή αυτοματοποιούνται ριζικά και σταδιακά αποσύρονται), αλλά κυρίως από τους θεσμούς και τις πολιτικές που καθορίζουν τη δημιουργία, ή τη κατάργηση θέσεων εργασίας.
Γιατί είναι ο διεθνής ανταγωνισμός και οι πολιτικές που μετασχηματίζουν θεμελιωδώς τη φύση της εργασίας.
Γιατί μπορεί οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης να εξασφαλίζουν αύξηση του ΑΕΠ, της ανταγωνιστικότητας και των κερδών, αλλά δεν δημιουργούν αντίστοιχα νέες θέσεις εργασίας.
Η καθοδηγούμενη αυτή τάση ελαστικοποίησης αποτελεί τη βάση των νέων εργασιακών σχέσεων, της προσωρινής και εκ περιτροπής εργασίας και της ημιαπασχόλησης. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η ευρύτερη κατηγόρια της «ελαστικής εργασίας» παίρνει αυτές τις διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις εκάστοτε δημοσιονομικές και εργασιακές ρυθμίσεις.
Το «ελαστικό» εργατικό δυναμικό είναι χωρίς επιδόματα, ασφάλιση και δυνατότητα σταδιοδρομίας, αφού απολύεται και ευκολότερα. Οι αναθέσεις έργου αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς υποβοηθούμενες από το διαδίκτυο και αφορούν όλους τους τομείς της οικονομίας.
Έτσι σχηματίζεται ένας θύλακας μόνιμου εργατικού δυναμικού, όπου όμως οι υπερεργολαβίες και οι μετακλητοί σύμβουλοι τείνουν να κυριαρχήσουν.
Είναι ευνόητο ότι από την ελαστικότητα αυτή οι εργαζόμενοι είναι οι χαμένοι.
Άρα, όσο πιο περιορισμένη είναι η ελαστικότητα και μεγαλύτερη η διαπραγματευτική ισχύς του συνδικαλιστικού κινήματος, τόσο μικρότερη και η μείωση των μισθών και ο περιορισμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι η μερική απασχόληση αποτελεί τη φθηνότερη μορφή ελαστικότητας. Δεν είναι τυχαίο δε ότι η εργοδοσία προτιμά τη χρήση μη κανονικών μορφών απασχόλησης, αφού η προσφυγή στις απολύσεις είναι εύκολη, παράλληλα η νεοφιλελεύθερη οπτική από τη πλευρά της συνιστά ως τη μόνη αποδεκτή μορφή της εργασίας, που δεν αυξάνει το εργατικό κόστος.
Στη χώρα μας, την αύξηση της δομικής ανεργίας (η σχεδόν αποκλειστική εμμονή στους στόχους της νομισματικής πολιτικής) ακολούθησε στα χρόνια των μνημονίων η μείωση των πραγματικών μισθών, η αύξηση των ανισοτήτων και η εργασιακή ανασφάλεια.
Με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να ισορροπούν τα πράγματα. Όμως, με την κυβέρνηση της Ν.Δ., η οποία αξιοποιεί την υγειονομική κρίση, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην υποαπασχόληση, στη διαίρεση του εργατικού δυναμικού, στην αδήλωτη εργασία και τέλος στη εξαθλίωση των ήδη περιθωριοποιημένων αγροτών.
Οι κυβερνητικοί κύκλοι, σε πλήρη ιδεολογική ταύτιση με τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, υποστηρίζουν ότι η ανεργία, η υποαπασχόληση, οι μισθολογικές ανισότητες η φτώχεια και η κοινωνική πόλωση οφείλονται στη χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση και στην ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να παρέχει νέες επαγγελματικές δεξιότητες σε μια αγορά εργασίας με «έλλειψη» ελαστικότητας.
Στο σημείο αυτό φαίνεται να μη γλυτώνει ούτε το εκπαιδευτικό σύστημα από τα πλοκάμια της ελαστικότητας και όχι τόσο από εκπαιδευτικής πλευράς αλλά από εργασιακής.
Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η γνώση δεν τελειώνει ποτέ, άρα ούτε η εκπαίδευση ούτε η κατάρτιση, αφού οι νέες ανάγκες της αγοράς και της τεχνολογίας αλλάζουν αδιαλείπτως τους ορισμούς δεξιοτήτων, προσπαθεί να εισάγει εκπαιδευτικά –εργασιακά ωράρια διαφορετικών ταχυτήτων.
Παρά την κοινή αποδοχή για την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, (αν και μελέτες υποστηρίζουν ότι οι μειωμένοι μισθοί των εργαζομένων με χαμηλή εκπαίδευση δεν συνιστούν αιτία μισθολογικής αύξησης των απασχολούμενων με υψηλά προσόντα) είναι πρόδηλα φανερό ότι η καλύτερη εκπαίδευση θα συνεισφέρει μακροπρόθεσμα στην αύξηση της παραγωγικότητας και την οικονομική ανάπτυξη, παρά στη μείωση της ανεργίας και στη άμβλυνση των μισθολογικών ανισοτήτων.
Η εργασία γίνεται πιο ευάλωτη με την άκρατη ελαστικότητα και δεν αφορά μόνο το ανειδίκευτο εργατικό προσωπικό.
Αυτού του είδους αντεργατικές πολιτικές ή καλύτερα οι τόσο «προσφιλείς» σε όλους μας διαρθρωτικές αλλαγές, οδηγούν σε κοινωνικές αναδιαρθρώσεις συμπιέζοντας τους μισθούς και υποβαθμίζοντας τις εργασιακές σχέσεις.
Στη παρούσα οικονομική συγκυρία για να ανατρέψει τη πτώση των κερδών η Κυβέρνηση και ιδιωτικά κεφάλαια θέλουν να επιδράσουν μέσα από τη συγκαλυμμένη μορφή της ελαστικότητας περιορίζοντας το εργατικό κόστος, καθώς εντάσσει τις υπερωρίες στο κανονικό ωράριο εργασίας, χωρίς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και να μειώσουν επίσης το κόστος μιας αλυσίδας νέων εργασιών.
Τέλος η Κυβέρνηση εξακολουθεί να αλλάζει συνεχώς τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, αποδυναμώνοντας έτσι τα συνδικάτα.
Η αύξηση της ελαστικότητας είναι επικίνδυνη, πιέζει αμείλικτα την εργασία και την οδηγεί στα έσχατα όριά της και αφορά μόνο χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο και υψηλές αποδοχές.
Αντιπαραθέτει την ακαμψία της εργασίας στη κινητικότητα του κεφαλαίου, εξαφανίζει τη θεσμική προστασία της εργασίας και αυξάνει την ατομική διαπραγμάτευση, διχάζει τους εργαζόμενους, διχάζει τη κοινωνία και δημιουργεί μια κοινωνία χωρίς κανόνες.