Ήτανε λέει μια μέρα λουσμένη
στην Κυριακή
κι ήταν το πατρικό μου
λίγο αλλιώτικο, με δίχως στέγη
με ίδιες πόρτες, τα ίδια παράθυρα
ήταν το σπίτι μου κι ήμουν εκεί.
Ήταν μια μέρα
σαν να ταν η Άνοιξη
ήταν ωραίος ο κήπος μα δίχως χρώματα
με ίδια δέντρα, τα ίδια νερά
κι ήταν εκεί τα παιδιά μου
και παίζανε λέει σε κάποια βλάστηση
φανταστική.
Ήτανε λέει σαν να¨ταν ο Μάης
σαν να¨ταν η μάνα μου
με την ποδιά της που φόραγε όταν δούλευε
στην αυλή
κάπως νεώτερη, πιο ξεκούραστη
λίγο πιο γνώριμη, πιο δυνατή.
Ήταν ακόμα κι ένας που ήρθε
σαν ο πατέρας μου
που έμενε εδώ πριν από χρόνια
που μόλις μεγάλωσα πήρε και χάθηκε
και δεν του θυμάμαι
παρά μοναχά τη βαθιά του φωνή.
Ήτανε όμορφα κι όλα καινούρια
κι ένα αεράκι φυσούσε
όπως φυσάει στα πρώτα μας χρόνια
ή σε ένα φιλί.
Της έδειξα το παλιό τραπεζάκι της
σπασμένο στον κήπο μας
"το θες ακόμα μητέρα;"
" Το θέλω μου απάντησε
γιατί τα πράγματα για να υπάρχουνε
πρέπει να φθείρονται".
Με κοίταξε τότε με εκείνα τα μάτια
που έχουν για πάντα
στις επιτύμβιες στήλες μας
οι αγαπημένοι νεκροί.
Νίκος Ι. Καραβέλος
Δικηγόρος - Συγγραφέας