Αλέξανδρος Αρδαβάνης
Σήμερα και ο Νίκος μού θυμίζει…
Παίρνει το πιάτο γεμάτο από το πασχαλινό τραπέζι και το πηγαίνει στο απέναντι σπίτι. Στο γειτονόπουλο με την ασαφή ψύχωση, ολομόναχο και σήμερα.
Παιδί φτωχού και αλκοολικού πατέρα τότε με την ταράτσα του μονώροφου σπιτιού, περασιά στον δρόμο. Πάντα με μπαλωμένα ρούχα και ίσως οριακά υποσιτισμένο. Παίζαμε μαζί στη γειτονιά, παίζαμε λίγο και με το επώνυμό του που αργότερα έμαθα πως σημαίνει παγωμένος.
Όταν έπιασε κάποια καλή δουλειά αυτός και ο αδελφός του χτίσανε με προσωπική εργασία ένα τετραώροφο. Τον φαντάζομαι πως έλεγε: κοιτάχτε με όλοι, πόσο ψηλά ανέβηκα εγώ που ξεκίνησα από τη χαμοκέλα!..
Κοιτάχτε με πόσα μπορώ… Είμαι σίγουρος πως κάπως έτσι θα ψιθύριζε και στην νεαρή γιατρίνα που πίστεψε ότι θα γινόταν το έτερόν του ήμισυ, το διαβατήριο για την κοινωνική κλιμάκωση.
Όλα ευνοϊκά μέχρι τη στιγμή που η γιατρίνα ξεκαθάρισε πως δεν… ύστερα ένα λεωφορείο που μπήκε και διέλυσε το ανασφάλιστο ακόμα μαγαζί όπου έστηνε τη δική του μικρή επιχείρηση και τότε άρχισε να εκδηλώνει την ψύχωση.
Ο παιδικός φίλος δεν αντιστάθμισε ποτέ. Όπως και ο αδελφός τού φίλου τής όψιμης ενηλικίωσης που δεν μπόρεσε να αντιρροπήσει στην εφηβεία τον θάνατο της μάνας και το επακόλουθο εγκεφαλικό του πατέρα.
Έχεις δίκιο Γιώργο, ο άνθρωπος που προσπαθεί να πετάξει με τα δικά του φτερά μοιάζει με τον πύραυλο που αν δεν προφτάσει να ξεπεράσει τη βαρύτητα γυρίζει και τσακίζεται στη γη. Πόσοι μπορούν να ανασηκωθούν πάνω από μια φορά όταν τους γονατίζει από παιδιά ξανά και ξανά η ζωή;
«Τον καλώ κάθε φορά αλλά ντρέπεται να έρθει, έτσι τού το πάω εγώ… δε φαντάζεσαι τι χαρά έκανε μόλις σήκωσε το αλουμινόχαρτο…», μου λέει ο Νίκος καθώς γυρνάει από απέναντι με το γερτό του περπάτημα, ενώ σίγουρα πίσω από τα φυμέ τζάμια της μπαλκονόπορτας μάς κρυφοκοιτάζει ο λαβωμένος μοναχικός.
Κι εγώ τον αγαπώ καθώς τον ακούω συγκινημένος να μιλά με τη βαθιά του φωνή.
Τον αγαπώ που γερνάμε μαζί, στην ίδια ματαιωμένη όχθη∙ με τις διαψεύσεις και τις εμμονές μας, κάπου αμετανόητοι, κάπου ξεπερασμένοι αλλά πάντα εμείς, ακόμα «πιτσιρικάδες με γκρίζα μαλλιά», ακολουθώντας τα πατήματα των τόσο ανόμοιων και τόσο όμοιων στην καλοσύνη πατεράδων και μανάδων μας∙ το ανεπαίσθητο ίζημα στ’ αυλάκια του μυαλού, τις αδιόρατες χαρακιές των δικών μας απελθόντων.
Σκέφτομαι την Αντιγόνη στην εκδοχή του Καψάλη, καθώς τη θάβουν ζωντανή να λέει περίπου: …πάρτε με ρίζες της σιωπής βαθιά στο άγιο χώμα που με τρέφει, βαθιά βαθιά ως την αγάπη, πιο βαθιά στα χρόνια που θα ‘ρθουν θεμελιώστε με.
Ο εξ αίματος φίλος θυμάται - έτσι άτακτα πάντα περιπλανιόμαστε συνομιλώντας - για την όμορφη που ψιθυρίζει καθώς τη «θάβουν» ως ζωντανό αφιέρωμα στο καθολικό μοναστήρι: Πες στον Χουάν να μη με ξεχάσει…
Και σήμερα το πρωί, δεν ξέρω από ποιόν συνειρμό κυνηγημένος, μονολογούσε ο Νίκος λόγια ανθρώπων σε τόπο χτυπημένο από πανούκλα: το πρωί τρώμε όλοι μαζί οι φίλοι, το βράδυ δειπνούμε με τους προγόνους μας…
Από τη συλλογή “Έκκεντρα”, 2012