Ο ΣΤΑΦΙΔΑΣ (του Κώστα Βάρναλη)

Αρθρογραφία 13 Απριλίου 2020

του Κώστα Βάρναλη*

H κολεχτιβιστική ζωή της εξορίας κατορθώνει δυο αντίθετα αποτελέσματα στην ψυχολογία και στο χαραχτήρα των συντρόφων.

Από τη μια μεριά περιορίζει και κόβει τα πιο αντικοινωνικά τους κουσούρια: τους στρογγυλαίνει· κι από την άλλη αναδείχνει όλες τους τις ικανότητες στον ανώτερο βαθμό και προ πάντων την αγωνιστική τους αξία κι έτσι τους διαφοροποιεί.

Αφήνω πως η εντατική μορφωτική δουλειά που γίνεται καθημερινά στην κολεχτίβα τούς συνειδητοποιεί όλους και τους οπλίζει με το πιο δυνατό όπλο για την πάλη: τη γνώση. Η κολεχτιβιστική ζωή σ’ όλα τα ξερονήσια του θανάτου είναι μια μικρογραφία σοσιαλιστικού κράτους.

Όλοι ζούνε από το πρωί ώς το βράδυ μαζί σα μια οικογένεια και δουλεύουνε όλοι για όλους. Με την οργανωμένη τους ομαδική ζωή αντιμετωπίζουνε πιο θαρρετά και πιο αποτελεσματικά τις οικονομικές δυσκολίες και την κυβερνητική αδικία.

Σ’ αυτή την υπερατομική προσπάθεια ο καθένας προσφέρει τον καλύτερο εαυτό του και βάζει όλα του τα δυνατά να γίνει καλύτερος απ’ ό,τι ήρθε. Κι ο τύπος του σιγά-σιγά ξεκαθαρίζεται κι ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες μέρες.

Μέσα σε λίγες μέρες κανένας πια δε μπορεί να μένει "κρυμμένος". Λες και του κρεμούν οι άλλοι στο στήθος το "φύλλον ποιότητός" του. Γι’ αυτό ίσα-ίσα και προσπαθεί όσο μπορεί να μη φανεί κατώτερος από τον πλαγινό του σε τίποτα· προσπαθεί με τη διαγωγή του να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη της "κοινότητας".

Κι αυτοί που κατέχουνε τα πιο υπεύθυνα πόστα στην κοινότητα στέκονται άξια στο ύψος τους και δικαιολογούνε με την εργατικότητά τους και την αυτοθυσία τους την απεριόριστη εχτίμηση που έχουνε όλοι γι’ αυτούς.

Έτσι η απαισιοδοξία, που την καλλιέργησαν χρόνια στην ψυχή του λαού οι πνευματικοί και πολιτικοί του ηγέτες, πως τάχα η ελληνική ράτσα είναι ξοφλημένη βιολογικά και καταδικασμένη να σέρνεται πίσου απ’ τ’ άλλα πολιτισμένα έθνη, γιατί έχασε κάθε δημιουργική ζωτικότητα, μεταβάλλεται σε φανατική πίστη για τη μάζα των εργαζομένων και για το καλύτερο μέλλον της.

Κι εμείς οι "διανοούμενοι" που είμαστε έως τώρα συναγωνιστές της μάζας, στο πνευματικό πεδίο μονάχα από θεωρητική μόρφωση και συνείδηση πως η υπόθεσή της είναι και δίκια κι αληθινή, γνωρίζοντας από κοντά το ηθικό μεγαλείο των προλεταρίων πλουτίσαμε τη γνώση μας και τη δράση μας μ' ένα καινούργιο στοιχείο: την εχτίμηση και την αγάπη για τους ηρωικούς μας συνοδοιπόρους.

Είδαμε από κοντά πόσες ικανότητες έχουν μέσα τους αυτά τα παιδιά του λαού όχι μονάχα για την άμεση πάλη μα και για τη μελλοντική ανοικοδόμηση και στη χώρα μας του σοσιαλιστικού κράτους.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι παλιοί αγωνιστές της τάξης μας, που περάσανε χρόνια στη φυλακή και στην εξορία. Η φυλακή και η εξορία τούς στάθηκε το μεγαλύτερο το μεγαλύτερο μορφωτικό σκολειό –και ξέρουμε πόσοι έχουν βγει από ’κει με μια και δυο ξένες γλώσσες και με βαθιά κατάρτιση στη ματεριαλιστική φιλοσοφία.

Όλοι ετούτοι είναι σήμερα "τελειωμένοι" επαναστατικοί τύποι.

Μα δίπλα σ’ αυτούς ήτανε και πολλοί "καινούργιοι", που δεν τους δόθηκε ακόμα ο απαιτούμενος καιρός να "στρογγυλέψουνε".

Καλοί αγωνιστές στο βάθος και καλοί φίλοι διατηρούσανε ακόμα κάποια επιφανειακά κουσούρια, που όλοι τα παραβλέπαμε, γιατί δε βλάφτανε σε τίποτα την οργανωμένη μας κοινότητα και, το κάτω της γραφής, προσθέτανε μ’ αυτά τους τα κουσούρια κάποιον τόνο εύθυμης ποικιλίας στην αυστηρή κι ασκητική (ώς ένα σημείο) ζωή μας.

Ένας τέτοιος χαριτωμένος τύπος ήτανε κι ο Σταφίδας. Το "Σταφίδας" δεν είναι όνομα. Είναι παρατσούκλι. Έτσι τον παρανομάσαμε παίζοντας, επειδής ήτανε σταφιδοπαραγωγός. Κι από πού, αν αγαπάτε; Από την πηγή της μοραϊτιάς. Απ’ την Μπαρμπάσαινα.

Ήτανε δεν ήτανε καμιά τριανταριά χρονών. Μέτριος στ’ ανάστημα, μελαχρινός, με μικρά και σβέλτα μάτια που παίζανε όλο σπίθα δεξιά κι αριστερά σαν της αλεπούς. Με το παλτό του ριγμένο στον ώμο κάπνιζε με την ξυλένια του πίπα τα "μισαδάκια" του (τσιγάρα κομμένα στα δυο με το ξουράφι) και ρουφούσε έτσι βαθιά τον καπνό, που τα μάγουλά του βουλιάζανε από τις δυο μπάντες.

Γράμματα δεν ήξερε και πολλά. Όμως ήτανε και καλό παιδί και γερός μαχητής. Από το χωριό του δεν του έγραφε κανένας ούτε και έστελνε καμιά δεκάρα. Λες και τον είχανε αρνηθεί τον "καταραμένο", τον "άσωτο υιό" κι αναγνωρίζανε πως καλά έκανε το κράτος να τον εξορίσει, αφού ήτανε "τέτοιος" (μπολσεβίκος).

Μα ο Σταφίδας δε σκοτιζότανε και πολύ γι’ αυτό. Ούτε το κέφι του έχασε ούτε τη σπιρτάδα του. Μα ούτε και τη μοραΐτικη πονηριά του και το μοραΐτικον τοπικισμό του.

-- Πού στο διάολο είναι, μωρέ, τούτη η παλιο-Μπαρμπάσαινα;

-- Έχασες! Σπουδαίο μέρος! Είναι τα άγια χώματα που ρίχνουνε τα κουβέρνα.

Η γλώσσα του Σταφίδα ήτανε βέρα κι ατόφια δημοτική - μοραΐτικη. Από τη γλωσσική άποψη ο φίλος μας ήτανε ένας έτοιμος λογοτεχνικός τύπος. Ένας συγγραφέας δε θα κόπιαζε πολύ να τόνε μεταφέρει στο χαρτί. Φτάνει να κρατούσε σημειώσεις από τις κουβέντες του.

Μα ο Σταφίδας είχε και το κουσούρι του. Προσπαθούσε να ξεφεύγει από τις πολλές υπηρεσίες και μάλιστα τις βαριές. Το θεωρούσε ζήτημα μοραΐτικης εξυπνάδας. Κι επειδής δεν μπορούσε να ξεφεύγει, το έριχνε στο αστείο.

Μια μέρα είχε υπηρεσία στο μαγειρείο. Την πιο βαριά από όλες: να πλένει τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Όλα αυτά τα ατελείωτα μαγειρικά "σκεύη" έπρεπε να τα πλύνει, ο ζάβαλης, μέσα στη σκάφη – κι ύστερα να βραστούνε μέσα στο καζάνι για ν’ απολυμανθούνε. Κι ο Σταφίδας ήτανε άρρωστος κείνην την ημέρα.

Τον είδα να κάθεται ανακούρκουδα μπροστά στη σκάφη με μανίκια ανασκουμπωμένα και με μουντζουρωμένα μούτρα μέσα στη λάσπη και στα νερά. Κείνην την ημέρα έβρεχε.

-- Μπράβο, μπράβο Σταφίδα! του φώναξα από μακριά. Απόψε θα σε βγάλουμε "ουντάρνικο".

Άμα γύρισε και με είδε, παράτησε τη δουλειά κι έτρεξε κοντά μου.

-- Ας τα, φίλε! Με βάλανε στην πιο βαριά δουλειά. Θα πλύνω σήμερα από δυο φορές 150 πιάτα και τριακόσια κουταλοπίρουνα. Θα είμαι άρρωστος δέκα μέρες. Έτσι κάνουνε τους "αρχηγούς"; Θα γράψω κάτου (στην Μπαρμπάσαινα) να μην κουνιέται κανένας για το "ζήτημα"… Δε λες να βάλουν στη θέση μου το Στρατηγόπουλο; (Ο Στρατηγόπουλος κείνη την ημέρα είχε κι αυτός υπηρεσία στο μαγειρείο: υπηρεσία γκαρσονιού!).

Πρέπει να σημειώσω πως ο Σταφίδας με αγαπούσε πολύ κι είχε μαζί μου περισσότερο θάρρος παρά με όλους τους άλλους. Έτσι μπορούσε να βγάζει λεύτερα το άχτι του σε μένα «υπό τύπον αστείου».

Μεγαλύτερη όμως αγγαρεία τού φαινόντανε τα ατέλειωτα μαθήματα. Δύο φορές την ημέρα και από δυο ώρες την ημέρα. Και τότες προτιμούσε να έχει καμιάν άλλη υπηρεσία, για να γλιτώσει το μάθημα.

Κι όταν ερχόταν στο μάθημα, στύλωνε τα μάτια του στο δάσκαλο και προσπαθούσε να καταλάβει… Μα δεν γυρνούσε η γλώσσα του και να το πει. Γι’ αυτό, άμα ο δάσκαλος τού έλεγε να πει τι κατάλαβε, ο Σταφίδας ή τα έλεγε κομπιασμένα ή, αν το μάθημα ήταν ζόρικο, απαντούσε:

-- Δεν άκουσα καλά. Έχω πάρει … κινίνο και βουίζουνε τ’ αφτιά μου.

Μα όταν το φαΐ ήτανε καλό (φασουλάδα, μαρίδες πλακί στο φούρνο, πατάτες γιαχνί κλπ.) κι ο Σταφίδας δεν είχε υπηρεσία ούτε μάθημα, τότες ήτανε στις δόξες του. Τότες αστροβολούσε ολάκερος.

Έχοντας εξοικονομήσει μια δραχμή, αγόραζε ένα κύπελλο κρασί από την καντίνα. Κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από τις πλάτες των αλλωνών μέσα στο ζυμωτήριο του φούρνου ροφούσε σιγά-σιγά το κρασί του. Χαιρόταν και το κρασί και τον… εαυτό του. Μακριά από τα βάσκανα μάτια.

-- Ε, πατριωτάκι! Κρυφά το βυζαίνεις.

-- Όσο ν’ αδειάσει η... λάτα.

-- Τι είναι πάλι αυτή η λάτα;

-- Ο τενεκές!

(Τα κύπελλα ήτανε κανωμένα από τα κουτιά του συμπυκνωμένου γαλάτου)

-- Μα εσείς οι Μοραΐτες τότε λέτε, θαρρώ, πάφιλα.

-- Ο Ρωμιός είναι… πολυάριθμος! (μεταχειρίζεται πολλούς όρους για το ίδιο πράμα). Για να μην τονε βρίσκει ο στόχος (για να μπορεί να αρνιέται ό,τι είπε· να ξεφεύγει από τις καθαρές κουβέντες· να "υποχωρεί!" Ολάκερος ο Τσαλδάρης, ο πατριώτης του, είναι μέσα σ’ αυτή τη φράση).

Σιωπή.

Και σε λίγο:

-- Αχ! στο χωριό μου έχω δέκα βαρέλες κρασί ίσαμε το ταβάνι ψηλές. Και... «κάθονται»! Κι εγώ εδώ αναγκάζομαι να το αγοράζω.

-- Μα το κρασί τούτο είναι ωραίο. Σα γάλα. Απαλό, δροσερό, όλο ουσία. Όσο να πίνεις, δε χορταίνεις.

-- Μπα αυτό που βλέπεις είναι 15 βαθιμοί. Άμα το μπιστευθείς λιγάκι παραπάνου, σπας την άλυσο.

-- Τι διάολο! Λυσσασμένα σκυλιά είμαστε!

-- Αμή; Γιατί το κουβέρνο μας έδεσε δύο-δύο;

Σιωπή.

-- Έλα πίνε, γρήγορα, Σταφίδα! Μας χρειάζεται το κύπελλο, να πιούμε κι εμείς.

-- Έννοια σου! Όσο να ψηθούνε οι πατάτες σου και να… φάμε, έχουμε καιρό να γουστάρουμε κι εμείς τη γουλιά μας.

-- Να «γουστάρουμε» είναι δικός σου λογαριασμός. Να «φάμε» είναι μονάχα δικός μου!

-- Η στάση που τηράς μού θυμίζει το Βουρλούμη, το μεγάλο καρχαρία. Πήγαμε μια μέρα επιτροπή στο υπουργείο να του μιλήσουμε για το σταφιδικό.

Είχε βαλμένο το μεγάλο δάχτυλο του χεριού του στις μασχάλες κάτου από το γιλέκο. Σουλατσάριζε πάνου-κάτου και παράσταινε το μεγάλο γάτο.

Έκανε πως δεν μας ήξερε. Μας κοίταγε λοξά, όπως το λυκόπουλο ματιάζει την προβατίνα όσο να βρει τη στιγμή να την βουτήξει. Έτσι είσαι; λέω μέσα μου.

Άμα φύγαμε από το υπουργείο, κάτσαμε και του γράψαμε γράμμα: «Κύριε υπουργέ, Στο χωριό σου, την Κούμανη, περπατούσες με τσαρούχια, κι εδώ στην πρωτεύουσα κάνεις πως δεν μας γνωρίζεις. Έννοια σου! Θα μας γνωρίσεις στις ... εκλογές».

-- Ας τα αυτά, Σταφίδα, κι ας το σκούξουμε και λιγάκι:

«Αντώνη μου, τι σκέφτεσαι-αι-αι-αι κι είσαι συλλογισμένοοοοος».

-- Πολύ το πιλαλάς (πολύ γρήγορα το λες) διακόφτει ο Σταφίδας. Άιντε, μωρέ, να ’ρθούτε το Πάσκα στην Μπαρμπάσαινα, συ κι ο Γληνός! Θα βαρέσω προσκλητήριο. Θα φωνάξω ούλα τα παλληκάρια. Θα σφάξω και το γουρουνόπουλο…

-- Μα ίσαμε τότε, το γουρουνόπουλο θα είναι 80 οκαδών γουρούναρος!

-- Τότε έχει την ουσία. Τι; Μικρό; Είναι μίξα!
Όταν επιτέλους ήρθε το τηλεγράφημα της ανάκλησής μας από την εξορία, το όνομα του Σταφίδα δεν ήτανε μέσα. Κι ωστόσο είχε εξοριστεί και δεθεί μαζί μας.

-- Είδες; μου λέει. Εμένα δεν μου δίνουν αμνηστία. Φοβούνται τους «αρχηγούς»!

Κι αυτό το ζήτημα το γύρισε στο αστείο.

Αργότερα έφυγε κι αυτός. Θα ξαναβρήκε τις δέκα του βαρέλες.

Και τη φρεσκάδα του. Και τον αγώνα του. Εκεί θα μας θυμάται με αγάπη, όπως τόνε θυμούμαστε κι εμείς.

Όσο για το γουρουνόπουλο, θα το φάμε κάποτες. Στα επινίκια του προλεταριάτου.

*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο του Ριζοσπάστη της 6ης Φεβρουαρίου 1936 με τον υπέρτιτλο. "Από τη ζωή της εξορίας". Ο Κώστας Βάρναλης είχε εξοριστεί τον Οκτώβριο του 1935 στον Άη Στράτη με σχέδιο «προληπτικών» συλλήψεων και εκτοπίσεων «βενιζελοκομμουνιστών» και απελευθερώθηκε γύρω στα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου.

πηγή 

Προβλήθηκε 765 φορές