«Σύμβολο Πένθους»!!!
Του Σπύρου Τζόκα,
πανεπιστημιακού – συγγραφέα
«Να θυμάστε, δεν μπορούν να μας ακυρώσουν την άνοιξη». Το μήνυμα του εικαστικού Ντέιβιντ Χόκνεϊ διάβαζε ο Αχιλλέας, καθώς μετέφερε ομορφιές στα μάτια και τη δύναμη της αντίστασης που ξυπνάει από τη λήθη του χειμώνα. Κλεισμένος στο ατελιέ του ο Χόκνεϊ χάζευε προφανώς τη μαγεία της φύσης που ακολουθεί απερίσπαστη τον κύκλο της ζωής.
«Και περνάνε τα χρόνια και δεν έχουμε περιθώρια να ακυρώνονται οι άνοιξες μας. Οι σχέσεις μας με το χρόνο δεν είναι πλέον και τόσο καλές. Μεγαλώσαμε. Η ζωή γίνεται ολοένα και μικρότερη. Στενεύουν τα περιθώρια. Έχουμε αρχίσει να μετράμε απώλειες σε ανθρώπους, προσδοκίες, όνειρα. Ζούμε όμως και θέλουμε να ζούμε».
Οι θλιβερές σκέψεις αυτές στο μυαλό του Αχιλλέα και αυτό το ανοιξιάτικο απόγευμα. Και δεν είναι απαισιόδοξος άνθρωπος. Ποτέ δεν ήταν. Λίγο, όμως, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λίγο η κλεισούρα, λίγο το χρώμα του ουρανού, λίγο η ενοχοποίηση της αγαπημένης του θάλασσας που του έδινε ανάσα όλες τις εποχές και τώρα απαγορεύτηκε και πιο πολύ οι συνάνθρωποι του που έφευγαν από τη ζωή ή ταλαιπωρούνταν στις εντατικές, τον είχαν ρίξει επικίνδυνα. Και δεν μπορούσε να αποσπάσει τη σκέψη του με έναν ίο να τριγυρίζει εκεί έξω και να απειλεί τον θεωρητικά κυρίαρχο άνθρωπο.
«Στατιστικές, κρούσματα, αναπνευστήρες, μάσκες, αντισηπτικά, αδιέξοδο στα πεπερασμένα συστήματα υγείας, άνθρωποι αφημένοι στη μοίρα τους και νεκροί, μάλιστα νεκροί. Δεν συνηθίζονται αυτά. Ο άνθρωπος που φεύγει προκαλεί σοβαρούς κλυδωνισμούς και απέραντη θλίψη. Δεν είναι αριθμός. Πόσο μικρός τελικά είναι ο άνθρωπος;»
Οι σκέψεις του Αχιλλέα του βάθυναν περισσότερο: «Ο υβριστής άνθρωπος που επιχείρησε να κλωνοποιήσει ανθρώπους, που παραβίασε τους φυσικούς κανόνες, που συμπεριφέρθηκε αλαζονικά στη φύση τιμωρείται από έναν μικρό ιό. Δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει και συντρίβεται. Το θαύμα της Ιατρικής Επιστήμης φαντάζει πεπερασμένο. Η ύβρη και η νέμεση».
«Πρέπει να παραδεχτούμε πλέον», σκεφτόταν ο Αχιλλέας, «είμαστε άνθρωποι, εκπληκτικά μεν όντα με απίθανες δυνατότητες σε σύγκριση με τις άλλες μορφές ζωής, αλλά όχι υπεράνθρωποι και όχι αποκομμένοι από τη φύση, τις δομές και τις διαδικασίες της. Στην προσπάθεια μας αυτή να γίνουμε υπεράνθρωποι, γινόμαστε όλο και πιο απάνθρωποι. Και αυτή είναι η ύβρις.» Σκόρπιες σκέψεις σε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, αταίριαστες με το μεγαλείο της φύσης.
Στην απέραντη μοναξιά, που επιβλήθηκε, εμφανίζεται μπροστά του διαρκώς το παρελθόν σαν καλή ή κακή παρέα, σαν δαίμονας ή άγγελος. Αυτό που επιθυμούσε και αυτό που αρνιόταν να συνομιλήσει μαζί του, αυτό που απωθούσε και θεωρούσε ξένο, αυτό που απέφευγε να φέρει στο φως. Σαν να την πάτησε τώρα.
Έμπαινε στον κήπο της ψυχής του. Έβρισκε χαραμάδες ή ήταν εκεί ανέκαθεν; Ο κόσμος, λένε, ποτέ δεν θα ξαναγίνει όπως ήταν. Μην ελπίζετε, όλα θα αλλάξουν. Εξάλλου η εποχή μας φαίνεται να ευνοεί τους φόβους. Τόσο πολύ που στην μεγάλη χώρα του καπιταλισμού, στην άτρωτη, οι αμερικανοί έσπευσαν στα οπλοπωλεία. Γιατί; Φοβήθηκαν προφανώς τον συμπολίτη τους, τον γείτονα τους, ίσως και τον υποτιθέμενο φίλο τους.
Ο φόβος και από την άλλη η αναμονή και η προσδοκία και η ελπίδα. Με μια αναμονή που δοκιμάζονταν στα χείλη των ειδημόνων και μια έκδηλη αγωνία για την επόμενη άγνωστη πλην τρομακτική σκηνή. Βασανιστικά ερωτήματα ταλάνιζαν το μυαλό του Αχιλλέα, όπως πόσους νεκρούς θα φτάσουμε, ποιους και πόσους δικούς μας ανθρώπους θα χάσουμε, αν θα γίνουμε όλοι Ιταλία ή θα την γλιτώσουμε, πως θα είναι ο κόσμος μετά από όλο αυτό και πόσο θα καταστραφούν τα πάντα και εμείς μαζί. Πόσο θα διαρρηχθεί το ηθικό οπλοστάσιο της κοινωνίας και πόσο θα αντέξει η όποια, έστω και κάλπικη, συνοχή της.
Πάντα αναζητούσε χρόνο ελεύθερο για να κάνει όσα είχε στο μυαλό του, όσα του άρεσαν και δεν τον είχε. Έμπλεκε με διάφορα πράγματα, είχε διάφορες υποχρεώσεις. Και να τώρα που του παρουσιάστηκε.
Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να κάνει, γιατί τίποτα δεν είναι όπως πρώτα. Ούτε την τακτοποίηση και την οργάνωση των προσωπικών του θεμάτων, που τα πετύχαινε με ελάχιστο χρόνο.
Το βράδυ κοιμάται δύσκολα. Φοβάται για τα αγαπημένα του πρόσωπα. Δεν το δείχνει. Προσποιείται ότι τα πράγματα είναι υπό έλεγχο. Έτσι έχει μάθει από τη μητέρα του, να μην σπέρνει την ανησυχία. Να παριστάνει τον ψύχραιμο… να αντιμετωπίζει όρθιος τις δυσκολίες.
Ακούει διαρκώς ειδήσεις ή χαζεύει στο Ίντερνετ και ρουφάει σαν σφουγγάρι κάθε είδηση που έχει μια νότα αισιοδοξίας. «Θα οργανώσω τη ζωή μου στα νέα δεδομένα» λέει και περιμένει στις 6 ώρα τον Τσιόδρα σαν τον από μηχανής θεό να ακούσει κάτι καλό, κάτι αισιόδοξο.
Να ξεφύγει, να συγκεντρωθεί, να ζήσει και πάλι. Δεν πετυχαίνει το κόλπο. Δεν του κάνει το χατίρι ο καθηγητής. Αναστέλλει τα ωραία. Ακόμα μια παράταση. «Στην αρχή είμαστε ακόμα». Και ποιο είναι το τέλος και, κυρίως, πόσοι θα το δουν;
Η συμπεριφορά του Αχιλλέα μοιάζει με τους πολίτες των ηττημένων χωρών στον πόλεμο. Εκείνους, δηλαδή, που μετά το πρώτο σοκ αναζητούσαν μιαν ευχάριστη είδηση από τα μέτωπα προκειμένου να αντέξουν το βάρος της κατοχής. Μια έστω μη διασταυρωμένη ευχάριστη είδηση, την οποία κατασκεύαζαν και ανέπνεαν.
Υποβάθμιζαν τις αποτυχίες των φίλιων δυνάμεων και διακινούσαν κάθε πληροφορία που δημιουργούσε φωτεινές ρωγμές στο σκοτεινό τοπίο. Ακόμη και τις κατασκευασμένες. Δεν πίστευαν την προπαγάνδα των αντιπάλων και καλλιεργούσαν την προσδοκία για γρήγορη υπέρβαση της φρικτής κατάστασης που βίωναν.
Και όμως, οι αισιόδοξες ειδήσεις για τον δαίμονα σπανίζουν. Και μάλιστα χειροτερεύει σε κάποιες χώρες. Ακούγονται ανατριχιαστικές ειδήσεις που παγώνει ο άνθρωπος. Δεν είναι στο βιολογικό οπλοστάσιό του τέτοιες ειδήσεις. Μόνο στον κινηματογράφο τις άκουγε.
Τελικά έγινε η ζωή του ταινία επιστημονικής φαντασίας; Ένα άσπρο πανί που προβάλλεται; «Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή και η εκτίμηση της αξίας της ζωής. Ποιος τελικά αξίζει να ζήσει; Ποιος θα το αποφασίσει;» Στον αιώνα που ζούμε μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας μπορείς να συναντήσεις αντίστοιχες καταστάσεις. Και όμως…
Η ναζιστική ευγονική έρχεται και πάλι στο επίκεντρο. Εκεί δηλαδή που δεν πήγαινε ο νους του ανθρώπου. Την είχαμε αποβάλλει από το μυαλό μας, όπως τους εφιάλτες μας. Κάποιες ηλικίες θεωρήθηκαν "ζωές ανάξιες της ζωής" οι οποίες θυσιάζονταν για να επιβιώσουν άλλες ηλικίες.
Έτσι οι γιατροί ήταν αναγκασμένοι να κάνουν τους μικρούς Θεούς και να επιλέξουν ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα αφεθούν να έχουν έστω έναν ήσυχο θάνατο.
Οι ελλείψεις σε κλίνες ΜΕΘ και προσωπικό έχουν πάρει τραγικές διαστάσεις, οδηγώντας τους γιατρούς να εφαρμόσουν ένα άτυπο σύστημα ευγονικής, διασωληνώνοντας μόνο τους πιο νέους, που έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν! Και στην προκειμένη περίπτωση τα θύματα ήταν οι ηλικιωμένοι. Όχι βέβαια όλοι, αλλά οι πιο αδύναμοι κοινωνικά και οικονομικά.
Ο ιός δεν κάνει κοινωνικές διακρίσεις, αλλά, δυστυχώς, η κοινωνία κάνει. Απίθανα πράγματα. Ο κόσμος των πλουσίων και των φτωχών. «Όλοι μαζί μπορούμε». Τι παραπλανητική φράση και τι υποκριτική. Ποιοι όλοι μαζί; Η γιαγιά που έφυγε αβοήθητη από τη ζωή, χωρίς καν να την επισκεφτεί γιατρός και η γιαγιά της Εκάλης το ίδιο; Χρόνια τώρα βίωνε την υποκρισία αυτή ο Αχιλλέας. Και τώρα για μια ακόμα φορά διαπίστωνε την υποκρισία αυτή. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι λάθος, είναι έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας.
Επανέρχεται. «Τι δύσκολος και αυτός ο πόλεμος. Είναι στο μπόϊ του ανθρώπου αυτό που συμβαίνει;» Όχι λέει ο Α. Καμύ που περιγράφει μια άλλη μεγάλη τραγωδία, την πανδημία της πανώλης.
Ποτέ δεν ήταν προετοιμασμένος ο άνθρωπος, επειδή απλά δεν πιστεύει στις κρίσεις, πριν βρεθεί μπροστά τους. Θεωρεί τις προειδοποιήσεις ότι είναι θεωρητικά κατασκευάσματα που δεν τον αφορούν, τουλάχιστον στη σύντομη ζωή του.
Η νοοτροπία αυτή καταγράφεται στην Ιστορία και χαρακτηρίζει τον αιφνιδιασμό ή και τον πανικό του ανθρώπου, όταν οι μεγάλες κρίσεις χτυπούν την πόρτα του. Σε όλες τις πανδημίες οι αντοχές του ανθρώπου φάνηκαν πεπερασμένες, όπως και η συμπεριφορά του.
«Και να τώρα εμείς. Εμείς που δεν γνωρίσαμε πόλεμο, τουλάχιστον οι περισσότεροι και τον φοβόμασταν τόσο πολύ», σκεφτόταν δυνατά ο Αχιλλέας σε μια αγνώριστη πόλη. Οι νύχτες της Καισαριανής τώρα τον στενοχωρούσαν, ήταν καταθλιπτικές, κατάμονες, έρημες, αφιλόξενες, με μάτια φοβισμένα και κόκκινα.
Μια άλλη ζωή κλεισμένοι στα σπίτια μας χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δουλειά, χωρίς γήπεδο, χωρίς γυμναστήριο, χωρίς ταβέρνα, χωρίς σχολεία, χωρίς ωδεία, μπαλέτα, κολυμβητήρια ή φροντιστήρια.
«Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα ζούσαμε μια τόσο βίαιη ανατροπή στην καθημερινότητά μας;» Θυμάται τη μητέρα του που έλεγε: «Αγόρι μου να μην μας δώσει ο θεός όσα μπορούμε να αντέξουμε».
Ο Αχιλλέας συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και κάνει αγώνα να πείσει και τα παιδιά του. Έτσι και αλλιώς το μπαλάκι είναι στην ατομική ευθύνη του καθένα, εφόσον τα τεστ «δεν φτάνουν για όλους», ούτε οι κλίνες στα νοσοκομεία, ούτε οι αναπνευστήρες, ούτε καν οι μάσκες.
Μήπως τον χαρακτηρίσουν και αντικοινωνικό, σαμποτέρ ή οτιδήποτε παρόμοιο. «Σκάσε και κολύμπα».
Δεν ξεχνάει όμως. Γιατί θα έρθει εκείνη η μέρα που θα ξαναβγεί στο δρόμο. Και αυτή τη φορά φοβάται πως θα λείπεις, ή θα λείπεις πάλι εσύ, που γκρινιάζεις τώρα.
Παριστάνει τον πατριώτη από τον καναπέ του. Έτσι και αλλιώς ο πατριωτισμός, η υπευθυνότητα, η συνέπεια άλλαξαν πρόσημο και τοποθεσία.
Τώρα είσαι όλα αυτά αραχτός στο σπίτι σου. Η μάχη του καναπέ, που τόσο είχε συκοφαντηθεί στο παρελθόν. Θα μου πείτε εύκολο είναι αυτό; Εντάξει, έχει και δυσκολίες.
Σκεφτείτε όμως τον πατριωτισμό σε άλλες εποχές, με φυλακές, ξερονήσια, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Γκρινιάζει αλλά δεν υψώνει τη φωνή του για τα Μ.Μ.Ε. Ούτε για τα γνωστά δημοσιογραφικά παπαγαλάκια, που αυτές τις μέρες επαναλαμβάνουν με κραυγαλέα έλλειψη φαντασίας και αντιαισθητικό τρόπο την κυβερνητική γραμμή.
Ούτε με όλους αυτούς που ξαφνικά έγιναν ιεροκήρυκες του σωστού και υπεύθυνου τρόπου ζωής. Αυτή η καινούργια «φυλή» των δήθεν υπεύθυνων που κουνούν συνεχώς το δάχτυλο, οι οποίοι δεν διστάζουν να ενοχοποιούν οποιονδήποτε δεν ταιριάζει στο αφήγημα του φρόνιμου λαού.
Θυμώνουν τα κανάλια βλέποντας τους συνταξιούχους να κάνουν ουρές στις τράπεζες για να πάρουν τις συντάξεις τους. Αναρωτιούνται γιατί δεν περίμεναν.
Γιατί δεν κάθονται στα σπιτάκια τους, να κάνουν τη γυμναστική τους όπως τους προτρέπουν διάφοροι... επώνυμοι που ανεβάζουν στο διαδίκτυο ειδυλλιακές σκηνές από τη... στριμωγμένη ζωή τους;
Οι «κακοί» παππούδες που ανεύθυνα στήθηκαν στις ουρές. Αυτοί είναι οι εχθροί του λαού. Κανείς άλλος. Έπρεπε να έχουν e-banking.
Ούτε οι κρατικοδίαιτες τράπεζες δεν σκέφτηκαν γιατί οι -με κρατικό χρήμα ανακεφαλαιωμένες τράπεζες- δεν φρόντισαν ούτε τα απαραίτητα… αρκεί να χρεώνουν κάθε τι από την έκδοση κάρτας, το άνοιγμα e-banking μέχρι και την κάθε ηλεκτρονική πληρωμή.
Ο συνταξιούχος που πάει στην ουρά και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ηλεκτρονικά μέσα με τη σύνταξη αυτήν την πενιχρή, προσπαθεί να κρατήσει την αξιοπρέπειά του.
Να πάει στον φαρμακοποιό για να πληρώνει τα φάρμακα, να πάει στο σπίτι για να μοιράσει τα χρήματα για το νερό, το τηλέφωνο, το ρεύμα, να πάρει τα παιδιά να δει τι λείπουν στα εγγόνια του.
Είναι όμως εδώ και χρόνια γνωστό ότι ό η επιμονή στη στοχοποίηση αποκλειστικά και μόνο της «ατομικής ευθύνης» γίνεται για να κρυφτούν οι κρατικές ευθύνες.
Ξεφεύγει. Πρόσκαιρα. Επιχειρεί άνοδο στον Υμηττό. Μόνος, μακριά από ανθρώπους. Άλλαξε και κάπως τη διαδρομή. Δεν εκτίθεται!
Πάει από μέσα από το βουνό. Το ξέρει καλά, από μικρός το περπατάει. Κι αυτό γιατί του τη δίνουν οι αστυνομικοί έλεγχοι. Ανέκαθεν. Ακόμα και τώρα, που συμφωνεί με τους ελέγχους. Ζήτημα αισθητικής.
Δεν γουστάρει να τον εξακριβώνει αστυνομικός. Έχει άσχημες μνήμες. Εξάλλου δεν τους εμπιστεύεται, ακόμα κι όταν πείθεται πως το μέτρο είναι χρήσιμο και αναγκαίο…. ακόμα και τότε.
Οδυνηρό, μόνος με την άνοιξη του Υμηττού και το ανθισμένο ασφοδίλι. Εκείνο το όμορφο φυτό που ομορφαίνει τον Υμηττό και τον κάνει πιο περήφανο.
Το ασφοδίλι, όπως το μάθαμε από τη γιαγιά μας. Το ποώδες εκείνο φυτό που φυτρώνει σε πετρώδη εδάφη ή λιβάδια. Ένα φυτό με λογχοειδή φύλλα, λευκορόδινα συνήθως άνθη που σχηματίζουν τσαμπί στην κορυφή και κονδυλώδεις ρίζες.
Η ιστορία του φυτού χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως και του Υμηττού. Δεν αποκλείεται να βαδίζουν και μαζί στο χρόνο.
Η ομορφιά του φυτού ερχόταν σε αντίθεση με τη φήμη του. Φυτό του θανάτου το λέγανε οι παλιοί…. αλλά και ακόμα παλαιότερα.
Από τη μυθολογία ακόμα θεωρούνταν άνθη των νεκρών, νεκρολούλουδα, σύμβολο πένθους, δεμένα με τον Άδη, την Περσεφόνη και τους κάτω θεούς.
Σύμφωνα με την μυθολογία ο θεός Άδης υποδέχεται τις ψυχές των πεθαμένων μέσα σε λιβάδια από σφερδούκλια, μια άλλη ονομασία του ασφοδολιού.
Ο Όμηρος στη ραψωδία των ψυχών του κάτω κόσμου (ραψωδία λ, Νέκυια) αναφέρει ότι ο Οδυσσέας καθώς περιπλανιόταν στα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού θα φθάσει σ’ ένα ακρογιάλι και μέσα στο σκοτάδι θα συναντήσει τις ψυχές των πεθαμένων.
Ανάμεσα στις ψυχές εκείνη του Αχιλλέα γυρεύει να μάθει νέα για το γιό του Νεοπτόλεμο. Ο Οδυσσέας μιλάει επαινετικά για την ανδρειοσύνη του Νεοπτόλεμου: «…και τότες η ψυχή του ολόγοργου Αχιλλέα, Κινάει με δρασκελιές να πάει στ’ ασφοδελό λιβάδι. Πασίχαρη, που αγρίκησε τη λεβεντιά του γιού του…».
Ένα φυτό δεμένο με προλήψεις. Κατά τον Όμηρο έσπερναν ασφόδελα στους τάφους νομίζοντας πως οι νεκροί τρέφονται με τις ρίζες του. Εξάλλου οι νεκροί εκεί κατοικούν σε λιβάδι με ασφοδίλια.
Και αργότερα ο Σεφέρης στο «Στρατή Θαλασσινό»: «Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους. Πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους; Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών».
«Τόσο όμορφο φυτό, σύμβολο πένθους;» Αναρωτιέται ο Αχιλλέας. Η μεγάλη αντίθεση… όπως ακριβώς και η Άνοιξη που ξεπροβάλλει και προκαλεί και το πένθος του ανθρώπου.
Ο Αχιλλέας συνέχισε το δρόμο του. Ο δρόμος τον πήγαινε στα αγαπημένα του λημέρια. Πέρασε τη γέφυρα. Προχώρησε στο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Δεν γύρισε να δει το νεκροταφείο. Συνήθως το έκανε. Επισκεπτόταν τους δικούς του ανθρώπους. Συνήθως, αλλά όχι τώρα.
Ήταν και οι πλαγιές, δώθε-κείθε του δρόμου, στρωμένες με πολύχρωμα χαλιά της άνοιξης.
Του ’ρθε στο μυαλό η εξαίσια στροφή του Σολωμού: "Εστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,/ Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,/ Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους,/ Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος…". Ένιωσε σαν Ελεύθερος Πολιορκημένος.
Κατάφερε και έφτασε στο πλακόστρωτο της Μονής Καισαριανής. Η κρήνη της Καισαριανής, το βάλσαμο. Στον τόπο αυτό δροσίστηκε εξωτερικά και εσωτερικά.
To κριάρι θαυματουργό. Όπως και ο στίχος του φίλου Ηλία Κατσούλη λέει: «Στην κρήνη της Καισαριανής- το δάκρυ της Κασσιανής -Μεγάλη Τρίτη βράδυ το ήπιε μια αμαρτωλή- που’ χε ξοδέψει το φιλί- και είδε την ανατολή στο πιο βαθύ σκοτάδι».
Στο πιο βαθύ του σκοτάδι ο Αχιλλέας είδε την ανατολή μια καινούργιας μέρας. Συνήλθε. Δεν τρέκλιζε πια. Φόρεσε και πάλι τα γυαλιά για να μην φαίνονται τα μάτια του και πήρε τον κατήφορο για τον συνοικισμό.
Σιγοτραγουδούσε το τραγούδι της απαγορευμένης ελπίδας: «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει… κάνε λιγάκι υπομονή».
Χωρίς τη συνδρομή άλλων ανθρώπων που αποτελούν πάντα την απαραίτητη παρέα στις εξόδους μας. Μόνοι. Εκείνος με την οικογένεια του και τους φίλους από μακριά.
«Θα τα καταφέρουμε. Περιμένοντας να προβάλει στον ουρανό το ουράνιο τόξο, ώστε να βγούμε από τα ατομικά μας καταφύγια, έχουμε μια καλή ευκαιρία για αναστοχασμό γύρω από τις πολλαπλές παθογένειες αυτού του εύθραυστου πλανήτη. Θα τα καταφέρουμε».