Δυσκολεύτηκα να το βρω. Σκαρφαλωμένο ψηλά στο τρελοβούνι, κυκλωμένο από ελιές και αμπέλια, έστεκε το μικρό σπιτάκι με την κεραμιδένια σκεπή, θυμητάρι μιας άλλης εποχής, όπως και ο γέρο αντάρτης που κατοικούσε εκεί, συντροφιά με τις αναμνήσεις του.
Το πορτόνι του κήπου ήταν ξεκλείδωτο. Χτύπησα διακριτικά το ρόπτρο της εξώπορτας. Η πόρτα άνοιξε και ένα φωτεινό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του ανθρώπου που με υποδέχτηκε.
Περνώντας το κατώφλι του παλιού σπιτιού, που οι πέτρες του μετρούσαν κιόλας ένα αιώνα, ένοιωσα να γυρίζει το ρολόι του χρόνου πολλές δεκαετίες πίσω.
Στο τηλέφωνο που μιλήσαμε για να κανονίσουμε την συνάντηση μας, ο καπετάνιος μου έβαλε δυο όρους: Να μην χρησιμοποιήσω κάμερα ή μαγνητόφωνο και να μην τον φωτογραφίσω.
Συμφώνησα και παρότι πήρα τα σχετικά σύνεργα που έχω πάντα μαζί μου, τα άφησα στο αυτοκίνητο.
Καθίσαμε στην ανατολική πλευρά του σπιτιού, όχι σε κάποιο δωμάτιο, αλλά στο «αμπρί». Στους τοίχους κούρνιαζαν χιλιάδες μνήμες, στριμωγμένες σε μικρές κορνίζες. Στο τραπεζάκι ένα μπουκάλι ρακί και δυο ποτήρια.
Μετά το πρώτο τσούγκρισμα, οι μνήμες άρχισαν να ξεδιπλώνονται. Ο Γράμμος και το Βίτσι, η αναγκαστική υπερωρία, τα παιδικά χρόνια στον Πειραιά, η Αντίσταση, η ήττα, οι σπουδές στη Μόσχα, το καθήκον, και πάνω από όλα η πίστη στο δίκαιο του αγώνα και η αφοσίωση στο πρόσωπο του αρχηγού.
Εικόνες μιας ηρωικής εποχής, τότε, που τα μαλλιά του γέρο-αντάρτη ήταν μαύρα και σγουρά. Τα χρόνια της πικρής απομόνωσης βρήκε καταφύγιο στην λογοτεχνία, αυτό ήταν στην πραγματικότητα το δικό του «αμπρί».
Πολέμησε μέσα από το «αμπρί» του όλα αυτά χρόνια και έμεινε συνεπής στην ιδεολογία του. Έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο από τα έργα του, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, αλλά ο ίδιος θεωρεί ως ύψιστη διάκριση την φιλία με την οποία τον τίμησε ο πρώην γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και σε αυτή την φιλία έμεινε πιστός δια βίου.
Ο χρόνος κύλησε, ο ήλιος άρχισε να γέρνει και τα φώτα στην απέναντι ακτή της Εύβοιας άρχισαν να λαμπυρίζουν. Στη φωτογραφία, που δέσποζε στην μέση του τοίχου, ο Ζαχαριάδης με στρατιωτική εξάρτυση, χαμογελούσε ατενίζοντας το μέλλον.
Το «αμπρί» σκοτείνιασε, οι μνήμες ξαναβρήκαν την θέση τους στην βαλίτσα των αναμνήσεων, το μπουκάλι με το ρακί άδειασε, ήρθε η ώρα να φύγω.
Ο καπετάνιος με αποχαιρέτησε, χαρίζοντας μου μια μικρή καρφίτσα με το σήμα του Δ.Σ.Ε. Σκουριασμένη η παραμάνα του, άραγε πόσα δίκοχα μαχητών του ηρωικού Δημοκρατικού Στρατού δεν είχε στολίσει, πριν καταλήξει στα χέρια μου; Το τοποθέτησα ευλαβικά στο μαντήλι μου και το τύλιξα με προσοχή, όπως τυλίγουν οι πιστοί το αντίδωρο.
Παίρνοντας τον κατήφορο για να φτάσω στο αυτοκίνητο, γνώριζα βαθιά μέσα μου, ότι το δικό μου «αμπρί» με περίμενε, να ανάψω το λυχνάρι της μνήμης και να ανασύρω από το πηγάδι της λησμονιάς, όσα έριξαν μέσα οι άνθρωποι τα πέτρινα χρόνια.
Τελικά, οι μεγάλες μάχες του "Πολέμου της Μνήμης", είναι μπροστά μας και είναι δική μας η ευθύνη αυτής της αναμέτρησης.
Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος όταν οι ακαδημαϊκοί του εδώ και πολλά χρόνια έχουν βγάλει τον σκασμό και οι πανεπιστημιακοί του πρωτοστατούν στην προδοσία;
Ανησυχείτε γιατί το μωράκι σας δε δείχνει ενδιαφέρον για το φαγητό του; Αναρωτιέστε τι άλλο να κάνετε προκειμένου να τιμήσει το φαγητό του αντί να το πετάει;
Ογδόντα χρόνια μετα την αποφράδα ημέρα του Κακολυριάνικου ολοκαυτώματος στις 24 Μαΐου 1944, το χωριό Ταξιάρχες (ή Κακολύρι) της περιοχής Κύμης της Ευβοίας ζητά ακόμη δικαίωση.
«Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;» αναρωτιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις, σε μια από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές.