του Περικλή Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου-ιστορικού
Περπατώντας στην δενδροσκέπαστη πλαγιά του βουνού, ακολουθώντας το λιθόστρωτο καλντερίμι τα βήματα σου σε οδηγούν στα χρόνια της πέτρας και του ξύλου.
Περνώντας το μικρό πέτρινο γεφυράκι, που βρίσκεται στην εμπακή του χωριού έχεις την αίσθηση ότι περνάς σε μιαν άλλη εποχή. Ο γεροπλάτανος που σε καλωσορίζει, είναι «αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας» για τα βάσανα και τους καημούς, τις χαρές και λύπες, τα ανταμώματα και τους αποχωρισμούς, τον πόλεμο και τον ξεριζωμό, των ανθρώπων που κατοίκησαν από πολύ παλιά σ΄αυτόν τον όμορφο και άγριο τόπο.
Στην «πλάτη» του χωριού, ψηλά, με την κορυφή του να αγγίζει τα 1847 μ., ο Κλέφτης, μια από τις κορφές του Σμόλικα. Το καλοκαίρι του 1948, οι "μεγάλοι μας σύμμαχοι" δοκίμασαν πάνω στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ την δραστικότητα ενός νέου θανατηφόρου όπλου ολικής καταστροφής, των βομβών ναπάλμ.
Ακόμα είναι ορατά τα σημάδια της «συμμαχικής βοήθειας». Τα έλατα και τα ρόμπολα που έκαψαν οι αμερικάνικες βόμβες, στέκουν εκεί, ορθά και πληγωμένα, κατάμαυρα και πένθιμα.
Ιστορίες ατέλειωτες μπορούν να σου διηγηθούν, αν έχεις αυτιά να ακούσεις, οι άνθρωποι και τα στοιχεία της φύσης.
Το χωριό είχε την «τύχη» να ερημώσει μετά το 1949. Οι κάτοικοι έφυγαν αναγκασμένοι από την βία του εμφυλίου πολέμου.
Όσοι ακολούθησαν τον Δημοκρατικό Στρατό, μαχητές και άμαχοι, βρέθηκαν στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Εκεί δούλεψαν, σπούδασαν και έκαναν οικογένεια.
Οι άλλοι σκόρπισαν στις μεγάλες πολιτείες της πατρίδας μας και του εξωτερικού για να πιαστούν από την ρόγα της ζωής.
Και χωρίς να το καταλάβουν, και οι μεν και οι δε, γέρασαν και άσπρισαν μακριά από τον γενέθλιο τόπο, αλλά ποτέ-ποτέ δεν ξέχασαν.
Εκείνο το κλειδί, μεγάλο και σιδερένιο, που πήραν μαζί τους σαν έκλεισαν για στερνή φορά της πόρτα του σπιτιού τους, ήταν μια διαρκής υπενθύμιση.
Κάθε φορά που άνοιγαν το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες το έβλεπαν να τους κοιτά παραπονεμένο, κι΄ένοιωθαν να ξεπηδά από μέσα τους μια μυστική προσταγή να επιστρέψουν στην γενέθλια γη. Και κρατούσαν το παλιό, σκουριασμένο από τον καιρό κλειδί σφιχτά στα χέρια τους, όπως κρατούσαν όταν ήταν μικρά παιδιά το χέρι της γιαγιά τους, όταν τα πήγαινε στην εκκλησία να μεταλάβουν στις μεγάλες γιορτές και τις σκόλες.
Έκλειναν τα μάτια και γύριζαν πίσω, «πετούσαν», πάνω από βουνά και θάλασσες, πάνω από σύνορα και διαιρέσεις και πήγαιναν ίσια, εκεί που η ψυχή τους λαχταρούσε να ανασάνει τον μυρωμένο αέρα, από το αγιόκλημα που αγκάλιαζε την αυλόπορτα του πατρικού τους.
Κάποιοι δεν πρόλαβαν να κάνουν το όνειρό τους πράξη. «Έφυγαν» εκεί μακριά, στη ξένη γη, που όσο φιλόξενα και αν τους δέχτηκε, δεν είχε το «χάδι και την ανάσα» της πατρίδας τους.
Οι πιο τυχεροί, με γκρίζα πια τα μαλλιά τους, που κάποτε είχαν "κοράκου χρώμα", μετά από πολλές ταλαιπωρίες μπόρεσαν να γυρίσουν πίσω. Με το ίδιο κλειδί, άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους και τους φάνηκε σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από το ξαφνικό φευγιό τους, κι ας είχαν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες. Αυτοί που γύρισαν ζωντανοί, έφεραν μαζί τους και τους άλλους, τους λιγότερο τυχερούς, πιστοί στην υπόσχεση που τους είχαν δώσει, εκεί μακριά.
Και έβλεπες να μεταφέρονται ζωές και όνειρα, μέσα σε μικρά ξύλινα κουτιά, που το καθένα τους είχε μια μικρή μπρούντζινη ταμπελίτσα. Κρατούσαν με τα δυο τους χέρια το κάθε κουτί, και περπατούσαν σιγά και αλαφρά, για να μην ταράξουν τον αιώνιο ύπνο των αγαπημένων. Και τα απόθετα εκεί που ήταν του καθενός θαμμένη η οικογένεια, για να βρουν ανάπαυση κοντά στους δικούς τους.
Και σιγά-σιγά, ημέρεψε ξανά ο τόπος, κάπνισαν τα τζάκια, άνοιξε το παλιό καφενείο, επισκευάστηκε το ξενικό, λειτούργησε η εκκλησιά χτύπησε το κουδούνι στο σχολειό, έστω και για ένα παιδί.
Ήταν όλοι εκεί, ζωντανοί και «φευγάτοι», όλων οι σκιές βάραιναν τον τόπο, όλων οι ψυχές αγαλλίαζαν από το τραγούδι που έκαναν τα φύλλα του πλάτανου όταν έλεγε την ιστορία τους στους περαστικούς διαβάτες.