του Φώτη Αγγουλέ*
Χρόνε καινούργιε, φέρε μας μαζί σου την Ειρήνη.
Φέρε στην Κόλαση ένα φως, στην έρημο μια κρήνη.
Φέρε της γονιμότητας το σπόρο μέσ’ στη μήτρα
της γης, που οι σπόροι καίγουνται χωρίς να βγάλουν φύτρα.
Κοίτα, στον πόλεμο η ζωή κάψαλο μαύρο εγίνη,
κι άλλο από σένα δεν ζητά, παρά μονάχα Ειρήνη.
Ειρήνη σ’ ό,τι ζει κι ανθεί, σ’ ό,τι πονεί και φθίνει,
στο χωρισμό, στον έρωτα, στα πάθη. Ερήνη. Ειρήνη.
Στη μάνα πάνω απ’ τ’ άρρωστο παιδί της που αγρυπνά,
στη μοναξιά του εξόριστου, στου σκλάβου το βραχνά,
στ’ αγνά στηθάκια του παιδιού που νηστικό έχει μείνει,
στα μαύρα τα γεράματα, στ’ άχαρα νιάτα. Ειρήνη.
Στου στρατοκόπου το ραβδί, στου ανήμπορου την κλίνη,
στις νύχτες του κατάδικου, Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη,
για να βρει, χρόνε, κι η χαρά, σαν θα θελήσει να ’ρτει,
να ’ναι ανοιχτό το σπίτι μας κι ο κήπος δίχως φράχτη.
*Χειρόγραφα με ανέκδοτα ποιήματα του ποιητή φιλοξενούνται στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στην Ηλιούπολη. από την περίοδο που ο ποιητής φυλακίστηκε από τους Εγγλέζους στην αφρικανική έρημο, μαζί με χιλιάδες άλλους δημοκράτες αντιφασίστες.
Ο Φώτης Αγγουλές ήταν προλετάριος ποιητής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστής που υπηρέτησε το λαό και την τέχνη του μένοντας πιστός στα ιδανικά του μέχρι τέλους.
Γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Χονδρουδάκης.
To 1914, κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Χίο ως πρόσφυγες. Έβγαλε μόλις την τρίτη δημοτικού αφού αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο από μικρός. Δούλεψε ψαράς και τυπογράφος. Στην Κατοχή, με κλονισμένη από τις στερήσεις και κακουχίες υγεία, διέφυγε στην Τουρκία και από κει έφτασε στη Μέση Ανατολή όπου κατατάχθηκε εθελοντικά στα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα.
«Όπου πέρναγε, όπου στεκόταν να πει ένα λόγο, γινόταν αγαπητός, καλοδεχούμενος. Είχε πάντα στα χείλη του τον καλό λόγο, το κατάλληλο για τη στιγμή πάντα έξυπνο ανέκδοτο, και λες πως μοίραζε την ψυχή του, για να λαφρώσει τον γύρω πόνο, που ξεχείλιζε από το κάθε κελί, το κάθε φινιστρίνι, από κάθε πόρτα και ψυχή.
Γι’ αυτούς που πήγαιναν να πεθάνουν είχε ένα βαθύ κι απέραντο σεβασμό. Τον θάμπωνε το μεγαλείο τους. Πολλές μέρες μετά από μια εκτέλεση, τον Αγγουλέ τον έβλεπες συνεπαρμένο, σκεφτικό κι αμίλητο. Έπιανε μια γωνιά ή κάνα πεζούλι και προσπαθούσε να μείνει με την εικόνα εκείνου που έφυγε κλεισμένη στην ψυχή, σαν φυλαχτό, σαν αστέρι.»
Για την αντιφασιστική δράση του, ο Φώτης Αγγουλές φυλακίστηκε από τον αγγλικό στρατό και την Ελληνική αστική κυβέρνηση του Καΐρου σε φυλακές της Παλαιστίνης και στη συνέχεια κλείστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην αφρικανική έρημο, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες αντιφασίστες αγωνιστές της Μέσης Ανατολής. Το 1945 επέστρεψε στη Χίο.
Στην περίοδο του εμφυλίου κρυμμένος μαζί με τον Μιχάλη Βατάκη (εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1948) σε μια στέρνα στο χωριό Βροντάδο τύπωναν τον παράνομο Τύπο του ΔΣΕ. Πιάστηκε το 1948 και γλίτωσε την εκτέλεση γιατί ξεσηκώθηκε σε υπεράσπιση του σύσσωμος ο λαός της Χίου. Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή.
Με κατεστραμμένη υγεία και μετά τη φυλακή ο Φώτης Αγγουλές παρέμεινε ακλόνητα πιστός στα ιδανικά του. Ξεψύχησε πάμφτωχος, στο πλοίο της γραμμής Χίος-Πειραιάς στις 28 Μάρτη του 1964. Κυκλοφόρησαν οι συλλογές του: «Ο λαός της πατρίδας μου» (λαογραφικά για τον Τσεσμέ – 1931), «Φωνές», «Οπτασίες στην έρημο», Φλόγες του δάσους», «Εντελβάις», «Πορεία μέσα στη νύχτα» (1958), «Φουτσιγιάμα» (1963). Ποιήματα του μεταφράστηκαν σε διάφορες χώρες, όπως στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία, τη Βουλγαρία και αλλού.
-Η φωτογραφία με τον Αγγουλέ πίσω από τα κάγκελα της φυλακής από το Αρχείο Τρ. Μυλωνά.
-Η φωτογραφία με τον ποιητή να χαμογελά είναι τραβηγμένη από τον φωτογράφο-φωτορεπόρτερ Στέλιο Κασιμάτη.