Είμαστε μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβερνίτσα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου -κοντά στην οδό Ηπείρου- που η μαυραγορίτικη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη σαν χορτάρι, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε “έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πότε υπήρχε καμιά γερμανική κονσέρβα και πού και πού υπήρχε και ψωμί “ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν τη μαυραγορίτικη ταβέρνα περιφερότανε μελαγχολικός πάντα ένας ξερακιανός σκύλος, που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι ψάχνανε, πριν από τις γάτες, τους σκουπιδοτενεκέδες, για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ -Φλοξ τον λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας- που είχε απαρνηθεί αναγκαστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε. Τέτοια ήταν η πείνα του έρημου του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας ο Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με το μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
-Το βράδυ, κυρ-Κώστα, πάρ’ τον κυρ-Χρήστο και τον κυρ-Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
-Τι Χριστούγεννα να κάνουμε, μωρ’ αδελφέ μου; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά.
-Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί, δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
-Έσκυψε στ’ αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
-Θα ‘χουμε κρέας!
-Κρέας;
-Κρέας, μάλιστα!
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν ακόμα σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι και μας το φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα, που λόγω της ημέρας ήταν στολισμένη με κλαδιά από έλατα και διάφορα χάρτινα μπιχλιμπίδια.
-Φέρε λοιπόν.
-Τι να φέρω;
-Κρέας να φέρεις.
-Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι για να σας ανοίξει την όρεξη;
-Βρε, δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι, πανάθεμά τη. Να κλείσει θέλουμε. Έχεις τίποτα, να μας την κλείσεις;
-Να σας φέρω, δηλαδή, αμέσως το κρέας;
-Αμέσως.
-Να φέρω και σαλάτα;
-Να φέρεις.
-Έχω και φέτα.
-Να φέρεις και φέτα.
-Και ψωμί;
-Και ψωμί.
Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο ότι θ’ αφήναμε στο μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη. Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και, μάλιστα, ευκολομετακίνητη, μια και δεν προλάβαινε ούτε να ζεσταθεί στις τσέπες μας. Τι σημασία είχε,
πόσα κατοχικά βρωμοεκατομμύρια θα πληρώναμε; Το βέβαιο ήταν, ότι θα κάναμε Χριστούγεννα.
Ήρθε, λοιπόν, καμιά φορά το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, λίγο αχαμνό, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη, όμως, μπουκιά απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε ερωτηματικά.
Ύστερα, ο Χρήστος είπε:
-Ξινό δεν είναι;
-Ναι, μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
-Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε και κάτω απ’ τα τραπέζια. Ο Χρήστος τον ρώτησε:
-Τι ψάχνεις;
-Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα μαχαιροπήρουνου, έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
-Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται ότι τον τρώγαμε αντί χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας. Κανείς δεν είπε τίποτα, όμως, μη τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών. Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρισε:
-Σήμερα έτυχε να λείπεις, ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκαλα;
Ύστερα από λίγα χρόνια -μετά απ’ την απελευθέρωση- ο Χρήστος κι εγώ μεταφέραμε αυτήν τη σκηνή με το Φλοξ στην κωμωδία μας “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.