Επιχείρηση «Καλάβρυτα» του Martin Seckendorf

Αρθρογραφία 20 Δεκεμβρίου 2019

του Martin Seckendorf

Με την καταστροφή της γερμανο-ιταλικής ομάδας στρατού στην Αφρική τον Μάιο του 1943 στην Τυνησία, η στρατιωτικο-πολιτική κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου άλλαξε ριζικά: Η βόρειος Αφρική απελευθερώθηκε από το φασισμό. Οι δυτικοί σύμμαχοι βρίσκονταν στα νότια σύνορα της φασιστικής «φρούριο Ευρώπη». Τα ορατά ρήγματα στο συνασπισμό που ηγούνταν η χιτλερική Γερμανία είχαν γίνει βαθύτερα και πιο πλατιά μετά το Στάλινγκραντ.

Η πτώση του καθεστώτος του Μουσολίνι και το «άλμα» της Ιταλίας έξω από τη φασιστική συμμαχία, γίνονταν όλο και πιο πιθανά. Με τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και των δυτικών δυνάμεων στη περιοχή της Μεσογείου, υπήρχε η πιθανότητα η Τουρκία να εγκαταλείψει την μέχρι τότε ευνοϊκή της ουδετερότητα απέναντι στις φασιστικές δυνάμεις και να εισέλθει στο πόλεμο στην πλευρά του αντιχιτλερικού συνασπισμού. Η Βέρμαχτ, όπως και πριν στο γερμανο-σοβιετικό μέτωπο, έτσι και τώρα στη περιοχή της Μεσογείου, έφτασε σε μια θέση στρατηγικής άμυνας.

Εν όψει των νέων δυνατοτήτων ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ, αποφάσισαν να αναβάλουν τη μεγάλη απόβαση που είχαν υποσχεθεί. Αντ΄ αυτού, έπρεπε τον Ιούλιο του 1943 τα αγγλο-αμερικανικά στρατεύματα να κάνουν απόβαση στη Σικελία και στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ιταλία.

Στρατηγική σύγχυση

Οι Αγγλοσάξονες φοβούνταν ότι οι φασιστικές δυνάμεις θα διέβλεπαν το επιχειρησιακό σχέδιο των συμμάχων και θα οχύρωναν τη Σικελία.

Ο Τσόρτσιλ παρατήρησε ότι εν όψει της συγκέντρωσης τεράστιων ένοπλων δυνάμεων στη βόρεια Αφρική, θα καταλάβαινε ακόμη κι ένας ανόητος ότι το επόμενο χτύπημα των Βρετανών και των Αμερικανών θα γινόταν στο νησί. Κατά συνέπεια, η απόβαση προετοιμάστηκε πολύ καλά και δημιουργήθηκε μια σαφής υπεροχή έναντι των φασιστικών μονάδων, κυρίως σε πολεμικά πλοία και αεροπορικές δυνάμεις.

Ένα μέρος των προετοιμασιών αποτέλεσε η ραφιναρισμένη μυστική επιχείρηση. Αυτή υπέβαλε την ιδέα στους γερμανούς στρατιωτικούς, ότι οι δυτικές δυνάμεις σχεδιάζουν απόβαση στη Κορσική, στη νότια Γαλλία και στη δυτική Ελλάδα, και ότι η επίθεση ενάντια στη Σικελία προορίζεται μόνο ως παραπλανητική ενέργεια.

Η ηγεσία της Βέρμαχτ μ΄ αυτό το τέχνασμα παραπλανήθηκε εντελώς. Πίστεψε ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί μετά την απελευθέρωση της βόρειας Αφρικής θα έδιναν το κύριο χτύπημα στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο Πέλαγος.

Ακόμη και μετά την εισβολή της αγγλο-αμερικανικής επίθεσης στη Σικελία, η ηγεσία της Βέρμαχτ παρέμεινε σ΄ αυτή την υπόθεση.

Η απελευθέρωση του νησιού μπορεί «να περιμένει τη σύντομη έναρξη της επιχειρησιακής απόβασης ενάντια στο μπλοκαρισμένο μέτωπο του Αιγαίου στη γραμμή Πελοπόννησος-Κρήτη-Ρόδος και ενάντια στην ελληνική δυτική ακτή (…)», έλεγε μια βασική εντολή του Χίτλερ («Εντολή 48 για την εκτελεστική διαταγή και την άμυνα του νοτιοανατολικού χώρου») στις 26 Ιουλίου 1943.

Ήδη ένα μήνα πριν, στις 27 Ιουνίου 1943, ο τότε διοικητής του Νοτιοανατολικού [Μετώπου], Αλεξάντερ Λερ έγραψε ότι «κατά κύριο λόγο η νότια και η ανατολική Πελοπόννησος καθώς και η δυτική Ελλάδα, αποκλείονται ως στόχοι επίθεσης».

Μετά την απόβαση στην ηπειρωτική Ιταλία, η γερμανική ηγεσία ξεκινούσε απ΄ το ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί θα επιτεθούν μέσω της Αδριατικής στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους η ναζιστική ηγεσία είχε επικεντρωθεί στα Βαλκάνια.

Από την κατεχόμενη χερσόνησο λήστευε σημαντικές ποσότητες τροφίμων, ζωοτροφών και πολύτιμες πρώτες ύλες, όπως, χρώμιο, χαλκό, μαγγάνιο και βωξίτη, απ΄ τον οποίο παράγεται το αλουμίνιο. Οι πιο σημαντικές πετρελαιοπηγές που κατάκτησαν οι Ναζί, βρίσκονταν στη Ρουμανία, οι οποίες σε περίπτωση μιας συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια, θα κατέληγαν στη σφαίρα δράσης των αγγλο-αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων.

Ο υπουργός Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ, στο παράδειγμα του χρωμίου, το οποίο εξευγενίζει το χάλυβα, διασαφήνισε την τεράστια σημασία της νοτιοανατολικής Ευρώπης για τον εξοπλισμό της Γερμανίας.

Σ΄ ένα υπόμνημα της 12ης Νοεμβρίου 1943, ο Χίτλερ έγραψε: Σε περίπτωση που κατά την προμήθεια χρωμίου εκλείψουν «τα Βαλκάνια, επομένως και η Τουρκία» σαν προμηθευτές, περίπου μετά από δέκα μήνες θα είναι αναπόφευκτη «η μη λειτουργία διάφορων από τους πιο σημαντικούς εξοπλιστικούς κλάδους (όλα τα αεροπλάνα, τα τεθωρακισμένα, τα αυτοκίνητα, οι οβίδες τεθωρακισμένων, τα υποβρύχια, σχεδόν το σύνολο της κατασκευής πυροβόλων)». Εκτός αυτού, μια απόβαση των Αγγλο-Αμερικανών στη χερσόνησο, θα έφερνε με μεγάλη πιθανότητα την Τουρκία στο πλευρό του αντιχιτλερικού συνασπισμού.

Σ΄ αυτή τη λαθεμένη, όπως αποδείχτηκε, πρόγνωση, ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη γερμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια προέρχεται από τις δυτικές δυνάμεις, η γερμανική ηγεσία επέμενε σταθερά στην άποψή της μέχρι τον Αύγουστο του 1944.

Αρχικά, η μάχη του Κισινάου [ΠΓ: βρίσκεται στη σημερινή Μολδαβία] από τις 20 Αυγούστου 1944, οδήγησε σε μια αλλαγή του τρόπου σκέψης. Στη χαρακτηριζόμενη από τους στρατιωτικούς ιστορικούς ως Κάνναι[1] του 20ου αιώνα, εξαιτίας της θέσης και της πορείας της επιχείρησης, μέσα σε μερικές μέρες συντρίφτηκε μια γερμανική στρατιά, και η νότια πτέρυγα του γερμανικού Ανατολικού Μετώπου διαλύθηκε σε μια απόσταση μεγαλύτερη των εκατό χιλιομέτρων.

Για το σοβιετικό στρατό ο δρόμος προς τη μεγάλη πεδιάδα της Ουγγαρίας, προς το Βελιγράδι και τη Βιέννη, ήταν ανοιχτός. Οι δυό γερμανικές στρατιές που βρίσκονταν στα Βαλκάνια απειλούνταν με περικύκλωση, κατά μια έννοια από ένα «μεγάλο Στάλινγκραντ». Μετά απ΄ αυτό, ακολούθησε η βιαστική εκκένωση της Ελλάδας και των κεντρικών Βαλκανίων, ώστε να οικοδομηθεί ένα νέο μέτωπο στο Δούναβη ενάντια στο Κόκκινο Στρατό.

Εγκληματικές διαταγές

Η λαθεμένη εκτίμηση της κατάστασης από την Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ (OKW), οδήγησε σε μια λειτουργική αλλαγή για την Ελλάδα στις γερμανικές στρατηγικές σκέψεις –με μοιραίες συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό.

Από την επίθεση του Απριλίου, το 1941, η χώρα θεωρούνταν ως βάση ανεφοδιασμού για τη βόρεια Αφρική και ως βάση για τις επιχειρήσεις που αφορούσαν στη κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου.

Από τότε που διεξήχθη η μάχη του Ελ Αλαμέιν, με την οποία ξεκίνησε η εκδίωξη των φασιστών από τη βόρεια Αφρική, και φαινόταν ότι επίκειται μια μεγάλη συμμαχική επίθεση ενάντια στις γερμανικές θέσεις στη νότια Ευρώπη, οι Ναζί έβλεπαν την Ελλάδα ως ένα φρούριο.

Αυτή, η τόσο πολύτιμη για τους Γερμανούς περιοχή των Βαλκανίων, έπρεπε, όπως έγραψε και ο Τσόρτσιλ, να καλύψει το «μαλακό υπογάστριο του άξονα». Ο αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Βίλχελμ Κάιτελ, κατέτασσε την Ελλάδα ως το «θέατρο πολέμου πρώτης τάξης».

Η δύναμη ανδρών των κατοχικών δυνάμεων διπλασιάστηκε. Ξεκίνησε ένα τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα για την κατασκευή οχυρώσεων, αεροδρομίων, οδών και αποθηκών. Οι Έλληνες έπρεπε να παρέχουν ακόμη περισσότερη δουλειά και υπηρεσίες στις μεταφορές για τους κατακτητές, περισσότερα οικοδομικά υλικά, τρόφιμα, να διαθέσουν εργατικές δυνάμεις από τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία και να πληρώσουν τα τεράστια κόστη για τη συντήρηση της Βέρμαχτ και την κατασκευή οχυρώσεων.

Βασική ήταν η αντίληψη της γερμανικής ηγεσίας, ότι τα συμμαχικά αποβατικά στρατεύματα μπορούν να «ριχτούν πίσω στη θάλασσα», μόνο αν ήταν ελεύθερη η «πλάτη» των δρόμων ανεφοδιασμού και επικοινωνιών. Γι΄ αυτό στην εκτίμηση της κατάστασης από τον διοικητή του Νοτιο-Ανατολικού [Μετώπου] στις 1 Νοεμβρίου 1943, απαιτήθηκε να εξοντωθούν τα στρατεύματα των ανταρτών προτού κάνουν απόβαση οι Αγγλοσάξονες και [τότε] «θα είμαστε αναγκασμένοι να αποσύρουμε τα δικά μας στρατεύματα στην παράκτια άμυνα».

Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ διέταξε: «Οριστική ειρήνευση της ενδοχώρας και εξόντωση των εξεγερμένων και των συμμοριών κάθε είδους». Επιπλέον, υπήρχε η (σωστή) αντίληψη ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού θα υποστήριζε μια συμμαχική απόβαση.

Ο διοικητής του Νοτιο-Ανατατολικού [Μετώπου] διέταξε στις 14 Ιουλίου 1943: «Κατά τις εχθρικές αποβατικές επιθέσεις πρέπει να υπολογίζεται με τη μέγιστη συμμετοχή απείθαρχων τμημάτων πληθυσμού από την πλευρά του εχθρού». Γι΄ αυτό «πρέπει να ληφθούν τα πιο αυστηρά μέτρα» ήδη πριν τη συμμαχική εισβολή. Κάθε γερμανός στρατιώτης έχει «καθήκον, να σπάσει την ενεργητική αντίσταση απ΄ τη μεριά του πληθυσμού, με το όπλο, αμέσως και αμείλικτα». Στρατιώτες οι οποίοι δεν θα ενεργούσαν ενάντια στο πληθυσμό με την απαιτούμενη βιαιότητα «πρέπει να λογοδοτήσουν».

Ο διοικητής της 1ης μεραρχίας των τεθωρακισμένων, η οποία στάθμευε στη δυτική Ελλάδα και στη Πελοπόννησο, διέταξε ήδη στις 5 Ιουλίου 1943, ότι μετά από αντιστασιακές ενέργειες πρέπει «να ληφθούν γρήγορες και δραστικές κυρώσεις για τον εκφοβισμό του πληθυσμού (…). Ο φύρερ αναμένει τα μέτρα αυτά να εφαρμοστούν με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και με τρόπο που η επίδρασή τους να μην αποτύχει στους ευρύτερους κύκλους του πληθυσμού». Η απεριόριστη τρομοκρατία έπρεπε να εκφοβίσει τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο, που να μην τολμήσουν να ξεσηκωθούν ενάντια στους κατακτητές σε περίπτωση εισβολής. Έπρεπε να δημιουργηθεί ένας παραλυτικός τρόμος.

Ήδη, σ΄ ένα έγγραφο στρατηγικής της διοίκησης της Βέρμαχτ, της 10ης Δεκεμβρίου 1942, τονίζεται ότι, «η επικίνδυνη κατεύθυνση του χτυπήματος» μιας μεγάλης συμμαχικής ενέργειας «είναι αυτή (…) στον κόλπο της Πάτρας». Μια τέτοιου είδους επιχείρηση μπορούσε να εξελιχτεί παραπέρα μέσω του ισθμού της Κορίνθου, οδηγώντας άμεσα προς την Αθήνα.

Η Βέρμαχτ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για αναχαιτίσει ένα χτύπημα σ΄ αυτή τη κατεύθυνση. Μια σύγχρονη μονάδα τεθωρακισμένων και δυό ισχυρές μεραρχίες πεζικού μεταφέρθηκαν προς τα εκεί.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Βέρμαχτ προέκυψε στη νότια πλευρά της αναμενόμενης συμμαχικής επίθεσης, σχηματιζόμενη από την ορεινή χερσόνησο της Πελοποννήσου. Εκεί, το αριστερά προσανατολιζόμενο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο στρατιωτικός του βραχίονας, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), είχε απελευθερώσει μεγάλες περιοχές και δημιούργησε μια δημοκρατική δημόσια διοίκηση.

Ο αρχηγός του Επιτελείου της Ομάδας Στρατού Ε, Άουγουστ Βίντερ, ανέφερε, ότι ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ είχαν συγκροτήσει «μια κλειστή περιοχή κυριαρχίας (…) με επαρκείς δυνατότητες εφοδιασμού». Αυτοί «ήδη σε πολλά μέρη επιτελούν καθήκοντα της κρατικής διοίκησης».

Η 117 Μεραρχία Καταδρομών που στάθμευε στη Πελοπόννησο, έκρινε: «Η Πελοπόννησος πρέπει να ειδωθεί σήμερα στο σύνολό της ως περιοχή συμμοριών (…). Η ορεινή ενδοχώρα βρίσκεται ολοκληρωτικά υπό την κυριαρχία των συμμοριών. Αυτές σχηματίζουν εκεί ένα κράτος εν κράτει και μέσω αυτών ασκούν εκεί απεριόριστα τη κυβερνητική εξουσία. Οι συμμορίες είναι καλά οργανωμένες πολιτικά και έχουν δικό τους διοικητικό μηχανισμό, συμμορίτικα δικαστήρια, υγειονομικές υπηρεσίες κτλ. Ο εξοπλισμός σε όπλα και μηχανήματα πρέπει να χαρακτηριστεί ως καλός».

Μεγάλα προβλήματα προκαλούσε στη μεραρχία η αυξανόμενη στρατιωτική ισχύς του ΕΛΑΣ. Σε μια εκτίμηση της κατάστασης αναφέρεται, ότι, «ιδιαίτερα στη περιοχή της Πάτρας, του Αιγίου (MS: δηλαδή στη περιοχή που εικάζονταν ότι αποτελεί περιοχή στόχου μιας συμμαχικής εισβολής) και στη περιοχή γύρω από τη Σπάρτη» γίνονται επιθέσεις «σχεδόν καθημερινά».

Στις 6 Οκτωβρίου 1943, ο αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, Κάιτελ, έγραψε στον διοικητή του Νοτιο-Ανατολικού [Μετώπου] Μαξιμίλιαν φον Βάιχτς ότι επίκειται συμμαχική απόβαση.

Οι εικαζόμενες για αυτό περιοχές θα έπρεπε να «ειρηνευτούν» προτού την εισβολή και να σταματήσει κάθε αντίσταση. Η 117 Μεραρχία Καταδρομών προετοίμαζε μια μεγάλη επίθεση ενάντια στην απελευθερωμένη περιοχή γύρω από την κωμόπολη Καλάβρυτα[2].

Απίστευτες θηριωδίες

Στις 16 Οκτωβρίου ένας λόχος υπό τον λοχαγό Χανς Σόμπερ, ξεκίνησε για την απελευθερωμένη περιοχή. Έπρεπε να εξερευνήσει για θέσεις του ΕΛΑΣ καθώς και για δρόμους, μονοπάτια και γέφυρες για την επιχείρηση που σχεδιαζόταν.

Σύντομα, αναγνωριστικά [τμήματα] του ΕΛΑΣ, εντόπισαν τους Γερμανούς. Κοντά στα Καλάβρυτα, στρατιώτες του ΕΛΑΣ ανάγκασαν το λόχο να συνθηκολογήσει. Στις 18 Οκτωβρίου η μεραρχία ειδοποιήθηκε για την αιχμαλώτιση του λόχου.

Οι Γερμανοί άρχισαν επιχειρήσεις έρευνας και «εκκαθάρισης». Με κτηνωδία που μόλις μπορεί να περιγραφεί, οι κατακτητές ενήργησαν ενάντια στον πληθυσμό. Δολοφονήθηκαν εκατοντάδες Έλληνες, χιλιάδες πάρθηκαν ως όμηροι.

Ο ΕΛΑΣ έκανε πρόταση στη Βέρμαχτ να γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων με φυλακισμένους αντιστασιακούς αγωνιστές. Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν.

Οι Γερμανοί ποτέ δεν τις έλαβαν σοβαρά υπόψη. Εν των μεταξύ, η Βέρμαχτ συγκέντρωσε ισχυρές δυνάμεις γύρω από την απελευθερωμένη περιοχή. Ο διοικητής της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών Βάλτερ Μπαρτ, πίεζε εν όψει της επικείμενης συμμαχικής απόβασης για τη γρήγορη κατοχή της απελευθερωμένης περιοχής.

Στις 25 Νοεμβρίου εκδόθηκε διαταγή για την εκτέλεση τής από τον Οκτώβριο σχεδιαζόμενης «Επιχείρησης “Καλάβρυτα”». Ισχυρές μάχιμες ομάδες πήγαιναν για τα Καλάβρυτα. Αποστολή τους: «Εξόντωση των (…) συμμοριών. Έρευνα των οικισμών για κομμουνιστές, όπλα, προπαγανδιστικό υλικό κτλ (…). Συνοικισμοί απ΄ τους οποίους έγιναν πυροβολισμοί πρέπει να κατακαούν, οι άνδρες να τουφεκιστούν». Σαν τελευταίο σημείο για τον αγνοούμενο λόχο του Σόμπερ αναφέρθηκε η «ενέργεια αναζήτησης και αντιποίνων».

Από τις 5 Δεκεμβρίου οι μάχιμες ομάδες των κατακτητών προχωρούσαν στο κέντρο της απελευθερωμένης περιοχής δολοφονώντας και καίγοντας. Ο κλοιός επίσης γύρω από το κρησφύγετο με τους γερμανούς αιχμαλώτους γινόταν όλο και πιο στενός.

Ασφαλώς, εξαιτίας και της εμπειρίας [που υπήρχε], ότι η Βέρμαχτ ουσιαστικά είχε σκοτώσει όλους τους στρατιώτες του ΕΛΑΣ, στις 7 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε να σκοτωθούν οι αιχμάλωτοι. 75 στρατιώτες της Βέρμαχτ έχασαν τη ζωή τους.

Αυτή την αδικαιολόγητη απόφαση του ΕΛΑΣ, η Βέρμαχτ την πήρε ως πρόφαση για να αυξήσει ακόμη μια φορά την καταστροφική της εκστρατεία ενάντια στον πληθυσμό.

Ο διοικητής της 117 Μεραρχίας Καταδρομών, στρατηγός των ορεινών μονάδων Καρλ φον Λε Σουίρ, διέταξε «τον τουφεκισμό του ανδρικού πληθυσμού και το κάψιμο όλων των τόπων στο χώρο της επιχείρησης».

Το τελικό σημείο της επιχείρησης ήταν η σφαγή στα Καλάβρυτα. Στις 13 Δεκεμβρίου η 117η Μεραρχία Καταδρομών τουφέκισε εκεί περισσότερους από 500 άνδρες.

Όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και τα τρόφιμα, όλα τα χρήματα και τα ζώα, μεταφέρθηκαν, παντού έβαλαν φωτιά. Ακόμη και το σχολικό κτίριο στο οποίο είχαν κλειδώσει μέσα τις γυναίκες και τα παιδιά, έπιασε φωτιά. Μπόρεσαν να σωθούν μόνο την τελευταία στιγμή. Η πόλη στο μεγαλύτερο μέρος της καταστράφηκε.

Ως αποτέλεσμα της «εκστρατείας» η μεραρχία ανέφερε ότι σκοτώθηκαν 696 άμαχοι πολίτες και 17 στρατιώτες του ΕΛΑΣ. Καταστράφηκαν 24 συνοικισμοί και τρία μοναστήρια καθώς και μεμονωμένες «καλύβες». Σαν «λάφυρα» κατονομάστηκαν: 272.083.000 δραχμές, 1930 πρόβατα, 19 βόδια, 28 άλογα, 28 γαϊδούρια.

Οι δράστες δεν καταδικάστηκαν

Μετά το 1945 κανένας από τους δολοφόνους των ελλήνων αμάχων δεν καταδικάστηκε κατά την «Επιχείρηση “Καλάβρυτα”» από τα γερμανικά δικαστήρια.

Ναι μεν οι εισαγγελείς της Ο. Γ. Γερμανίας κίνησαν δίκες ενάντια σε μερικούς αξιωματικούς της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, όμως αυτές διακόπηκαν και πάλι σύντομα. Αμερικανοί δικαστές έκριναν στη δίκη για τη δολοφονία ομήρων, μια δίκη που ακολούθησε μετά τη δίκη ενάντια στους βασικούς εγκληματίες πολέμου στη Νυρεμβέργη, τη σφαγή στα Καλάβρυτα, ως «καθαρή δολοφονία», ως προμελετημένη και απάνθρωπη.

Η εισαγγελία [στη πόλη] Μπόχουμ, στην οποία εκκρεμούσαν μερικές δίκες λόγω της «Επιχείρησης “Καλάβρυτα”», διέκοψε τις προκαταρτικές εξετάσεις με την αιτιολογία ότι οι σφαγές ήταν «λογικές» και όχι απάνθρωπες ή προμελετημένες, και επομένως δεν ήταν αντίθετες προς το διεθνές δίκαιο. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τις αναστολές είναι φοβερό.

Όπως και η Βέρμαχτ, οι περιοχές που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ αποκαλέστηκαν «μολυσμένες από τους αντάρτες» και οι μαχητές της Αντίστασης «ελληνικές συμμορίες».

Η περίπτωση των Καλαβρύτων έχει ακόμη μια σκοτεινή πλευρά: Ανώτεροι αξιωματικοί της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, μετά τον πόλεμο μπόρεσαν να συνεχίσουν τη στρατιωτική τους καριέρα εν μέρει σε πολιτικά ευαίσθητους τομείς της Μπούντεσβερ [ΠΓ: σημερινός γερμανικός στρατός].

Για παράδειγμα, ο αξιωματικός του Γενικού Αρχηγείου της μεραρχίας, Βάλτερ Μπαρτ, καθήκον του οποίου ήταν μεταξύ των άλλων η επεξεργασία βασικών εκτιμήσεων και επιχειρησιακών εντολών. Ο Μπαρτ έγινε συνταγματάρχης στη Στρατιωτική Υπηρεσία Προστασίας (MAD), τη μυστική υπηρεσία της Μπούντεσβερ.

Στην Ελλάδα δεν βλέπεται σαν σκάνδαλο μόνο ο χειρισμός με τους δράστες. Εξοργισμένος είναι κανείς και με το ότι μέχρι σήμερα καμιά ομοσπονδιακή [γερμανική] κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη να αποζημιώσει όπως οφείλει για τις τεράστιες ανθρωποθυσίες και τις μεγάλες υλικές ζημιές που προκάλεσαν οι γερμανοί κατακτητές στους Έλληνες κατά τη διάρκεια του πολέμου, μεταξύ των άλλων και κατά την «Επιχείρηση “Καλάβρυτα”».

Για δεκαετίες υποστηριζόταν ότι οι αποζημιώσεις θα ήταν δυνατές μόνο μετά από μια συνθήκη ειρήνης. Έτσι, το πρόβλημα «ad calendas graecas», έπρεπε, όπως περιέγραφαν την τακτική οι γερμανοί διπλωμάτες σε εμπιστευτικά έγγραφα, να μετατεθεί στην ημέρα-του-αγίου-ποτέ.

Μετά τη σύναψη της «Σύμβασης-Δύο-συν-Τέσσερα», η οποία θεωρείται γενικά ως ειρηνική διευθέτηση, η αξίωση για αποζημιώσεις εξακολουθούσε να απορρίπτεται. Οι γερμανοί υπεύθυνοι πίστευαν ότι μετά από τόσο μεγάλο διάστημα, οποιαδήποτε απαίτηση είναι άκυρη, ότι στη γερμανική κοινή γνώμη θα ήταν αδύνατο να εξηγηθεί η απαίτηση αποζημιώσεων μετά από δεκαετίες στενής σχέσης μέσα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Εκτός αυτού [ισχυρίζονται] ότι εκατομμύρια γερμανοί τουρίστες έφερναν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Ελλάδα.

Το να τίθεται ζήτημα αποζημιώσεων, προστέθηκε μ΄ ένα ύφος υπονοούμενο, θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να είναι επιβλαβές για τον αριθμό των παραθεριστών.

Εκπρόθεσμες αποζημιώσεις

Οι απόγονοι των θυμάτων εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον ανασφαλή δρόμο των δικαστηρίων.

Οι επιζώντες από το Δίστομο ήταν τελικά το 1994 οι πρώτοι που τον διάβηκαν. Στις 10 Ιουνίου 1944 δολοφονήθηκαν στο ορεινό χωριό 218 κάτοικοι από τους Βάφεν-SS [=SS υπό τα όπλα] μ΄ ένα τρόπο απερίγραπτο. Τα ελληνικά δικαστήρια καταδίκασαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [Γερμανίας] να [καταβάλει] μια αποζημίωση περίπου 28 εκατομμυρίων ευρώ.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν αναγνώρισε τις αποφάσεις. Θεωρεί ότι σύμφωνα με την κρατική ασυλία, οι ιδιώτες δε μπορούν να μηνύσουν ένα ξένο κράτος στα εγχώρια δικαστήρια.

Εν τω μεταξύ, στα ελληνικά δικαστήρια εκκρεμούν αγωγές από επιπλέον 60.000 άτομα, μεταξύ αυτών και από τα Καλάβρυτα, για αποζημίωση, στο ύψος των έντεκα δισεκατομμυρίων ευρώ για τα εγκλήματα των γερμανών κατακτητών.

Σοβαρή για το Βερολίνο ήταν η απόφαση ιταλικών δικαστηρίων τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, ότι η γερμανική δημόσια ιδιοκτησία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αποζημίωση των ελληνικών θυμάτων [εξαιτίας] των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου.

Η κυβέρνηση της Ο. Δ. Γερμανίας αντεπιτέθηκε. Στις 8 Δεκεμβρίου 2008, υπέβαλε αγωγή στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη (IGH) κατά της Ιταλίας λόγω παραβίασης της ασυλίας της Γερμανίας.

Το δικαστήριο αποδέχτηκε την αίτηση. Στην απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2012 αναφέρεται ότι προσβλήθηκε η ασυλία της Γερμανίας λόγω του ότι «στην Ιταλία κηρύχτηκαν εκτελεστέες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων με βάση τις παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στην Ελλάδα από το “Τρίτο Ράιχ”».

Η ιταλική κυβέρνηση [σύμφωνα με την απόφαση] πρέπει να φροντίσει ώστε «οι αποφάσεις των δικών της δικαστηρίων (…), οι οποίες προσβάλλουν την ασυλία της Γερμανίας με βάση το διεθνές δίκαιο, δεν έχουν καμιά ισχύ». Η εξέλιξη στο διεθνές δίκαιο, ότι η κρατική ασυλία δε μπορεί να εφαρμοστεί για τα ναζιστικά εγκλήματα και τα εγκλήματα πολέμου, διακόπηκε απότομα.

Ως εκ τούτου, και η Διεθνής Αμνηστία είδε στην απόφαση ένα «μεγάλο βήμα προς τα πίσω για τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όλες οι αγωγές των ιδιωτών και οι αποφάσεις για αποζημιώσεις εξαιτίας της ναζιστικής κατοχικής τρομοκρατίας, είναι άκυρες. Νέες αγωγές δε μπορούν να γίνουν πλέον δεκτές.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σημείωσε ότι τα ζητήματα που αφορούν στις αποζημιώσεις πρέπει να λυθούν μέσω διακρατικών διαπραγματεύσεων.

Οι Έλληνες ενθαρρύνθηκαν να ασκήσουν πίεση για την επιστροφή όλων των ποσών τα οποία χρωστά η Γερμανία στην Ελλάδα, ώστε από αυτά τα κεφάλαια να αποζημιώσουν επίσης τα θύματα της γερμανικής κατοχικής πολιτικής.

Εδώ πρόκειται για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων επανορθώσεων και για ένα δάνειο το οποίο απέσπασε η κατοχική δύναμη το 1942 από την ελληνική κυβέρνηση των δοσίλογων. Η ναζιστική Γερμανία είχε λάβει 476 εκατομμύρια Μάρκα του Ράιχ και δεσμεύτηκε να επιστρέψει το ποσό.

Θα εξαρτηθεί τώρα απ΄ το εάν μια ελληνική κυβέρνηση έχει τη βούληση και τη δύναμη να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ομοσπονδιακή κυβέρνηση [της Γερμανίας].

Η πίεση της γερμανικής κοινής γνώμης θα αποτελούσε μια μεγάλη υποστήριξη για τα δίκαια αιτήματα των απογόνων των θυμάτων της φασιστικής κατοχικής τρομοκρατίας.

Ο Δρ. Martin Seckendorf είναι ιστορικός

πηγή 

Προβλήθηκε 1116 φορές