Η κυβέρνηση θέτει ζήτημα «κυβερνησιμότητας» των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μετά τις τελευταίες εκλογές, οι οποίες έλαβαν χώρα με απλή αναλογική (ν. 4555/2018).
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο εκλεγμένος από τον δεύτερο γύρο δήμαρχος δεν έχει την πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, αυτό συνεπάγεται «αδυναμία διοίκησης» του δήμου και άρα αυτό πρέπει να αλλάξει με ένα μικρό νομοθετικό πραξικόπημα κατόπιν εκλογής.
Δηλαδή, με το να δίνονται οι αρμοδιότητες αυτοδικαίως στον δήμαρχο και στην παράταξη του, ανεξάρτητα από ζητήματα πλειοψηφίας και μειοψηφίας μέσα στο δημοτικό συμβούλιο. Το νομοσχέδιο αφαιρεί μεθοδικά αρμοδιότητες από τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα για να τις αποδώσει στον «νικητή».
Ο νόμος Σκουρλέτη, που εισήγαγε την απλή αναλογική στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δημιούργησε δύο πόλους εξουσίας, μιας και η μη κατάργηση του 2ου γύρου, έδινε ταυτόχρονα δημοκρατική νομιμοποίηση και εξουσία και στο δημοτικό συμβούλιο και στον εκλεγμένο στον 2ο γύρο δήμαρχο.
Η εφαρμογή της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές πρέπει να προβλέπει την εκλογή του δημάρχου από το δημοτικό συμβούλιο, πάνω στη βάση συναινέσεων σε ένα κοινό πρόγραμμα.
Είναι κάτι τέτοιο εφικτό και λειτουργικό; Η απλή αναλογική δουλεύει;
Ναι είναι η απάντηση. Παραδείγματα πολλά, χαρακτηριστικότερο η Βαρκελώνη.
Η δήμαρχος Βαρκελώνης Άντα Κολάου, μέλος του DiEM25 και της Προοδευτικής Διεθνούς, είναι μια εξαιρετικά επιτυχημένη δήμαρχος, μέσα σε ένα σύστημα απλής αναλογικής, χωρίς φυσικά 2ο γύρο. Ο δήμαρχος εκλέγεται από το δημοτικό συμβούλιο.
Νομοθετικό Πραξικόπημα
Από εκεί και πέρα, αφ’ ενός είναι αδιανόητο να έχουν προκύψει εκλεγμένα όργανα με έναν συγκεκριμένο νόμο (κάτι το οποίο συνεπάγεται επίσης πως οι ψηφοφόροι πολίτες προσήλθαν στην κάλπη έχοντας υπόψη τους εκείνον τον τρόπο λειτουργίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης) και τώρα μετεκλογικά να αλλάζει ριζικά ο τρόπος λειτουργίας και να εισάγεται μια ολική ανατροπή στην δημοκρατική διαδικασία εντός των οργάνων.
Αυτό αποτελεί σαφή κατόπιν εορτής νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος και της δημοκρατικής εντολής.
Οποιοσδήποτε παρόμοιος νόμος θα όφειλε να ισχύει μετά από τις επόμενες αντίστοιχες εκλογές, και όχι να μεταλλάζει τον τρόπο λειτουργίας ενός οργάνου που έχει ήδη εκλέγει με άλλες αρχές και άλλους κανόνες.
Αφ’ ετέρου, το ίδιο το ζήτημα της προτεραιότητας μιας νεοδημοκρατικής «κυβερνησιμότητας» το οποίο τίθεται μοιάζει να θεωρεί τα δημοτικά συμβούλια ως αποτελούμενα από παντοδύναμες παράταξης με κάτι σαν «point system» (τόσους έχεις εσύ, τόσους εγώ) αντί για πραγματικά φυσικά πρόσωπα δημοτικών συμβούλων, με αποτέλεσμα να θεωρεί εκ προοιμίου ότι φυσικά πρόσωπα που εξελέγησαν από διαφορετικές παρατάξεις σε δημοτικό και τοπικό επίπεδο είναι παντελώς αδύνατο να συνεργαστούν επί ορθολογικής βάσης (ειδικά όταν ήδη υπάρχουν μέριμνες που διευκολύνουν κάτι τέτοιο, όπως ο τρόπος ψήφισης των προϋπολογισμών που προβλέπει ο εν ισχύι νόμος της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όμως, είναι ακριβώς η ανόθευτη αναλογική διαδικασία που εκπαιδεύει τους αιρετούς στη δημοκρατία, στις συμπράξεις, στην έξοδο από την παραταξιακή λογική.
Κρίνοντας ίσως εξ ιδίων τα αλλότρια, οι κυβερνητικοί νομοθέτες υποθέτουν πως τα εκλεγμένα πρόσωπα δεν έχουν άλλη βούληση, σκέψη ή κρίση από αυτήν της παράταξής τους και του/της επικεφαλής της — προσβάλλοντας έτσι συλλήβδην τους ΟΤΑ.
Μάλιστα, εισάγεται και η πρωτοφανώς αντιδημοκρατική πρόβλεψη πως μια σύμπραξη δημοτικών παρατάξεων δεν είναι δυνατόν να ανακληθεί στην πορεία (άρθρο 1)!
Όλα αυτά μας δείχνουν, βήμα-βήμα, το πώς οι νεοδημοκρατικές αντιλήψεις άλλοτε περί «αριστείας», άλλοτε περί «τεχνοκρατίας», και άλλοτε περί της προτεραιότητας της «κυβερνησιμότητας» αντίκειται εν τέλει σε στοιχειώδεις, καθολικά κατανοητούς όρους της δημοκρατικής διαδικασίας.
Η λέξη πραξικόπημα έχει ευτελιστεί από την πολυχρησία της σχήματα υπερβολής.
Μολαταύτα, όταν ένας νόμος αφαιρεί τις αρμοδιότητες από εκλεγμένες πλειοψηφίες και τις αποδίδει σε μειοψηφίες εντός ενός οργάνου, πως αλλιώς μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε εκτός από μικρό πραξικόπημα στους ΟΤΑ;