Δεν σας καταλαβαίνω που γελάτε (αν και ουδέν γελοίον συμβαίνει) καθώς έλεγε το προγονικό για να προσδιορίσει τους μωρούς.
Δεν καταλαβαίνω γιατί στα (δεύτερα) εγκαίνια του (ίδιου) βαγονιού βλέπετε το γελοίον του κ. Σπίρτζη ή της κυρίας Νοτοπούλου και δεν βλέπετε την αλληγορία του σουρεαλισμού, ένα κλίμα από Ιονέσκο
«ένα βαγόνι σταματημένο», που λέει και το λαϊκό άσμα, ένα βαγόνι του πουθενά – φοβάμαι, στερείσθε καλλιτεχνικώς.
Κλείστε τα μάτια και πείτε «βαγόοονι» κι αν δεν αισθανθείτε τον άνεμο της ιστορίας να διασχίζει τα τοπία της μαλακίας, εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη. Βαγόνι. Είναι «μακέτο» αυτό; (Σημίτης).
Όχι, είναι φωτογραφία του Κατρούγκαλου που καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι δίπλα στον Νταβούτογλου είναι ένα βαγόνι γεμάτο τροπολογίες νύχτα μονάχο του στη Βουλή.
Ντροπολογίες της ντροπής που έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν δεν σκύλευε τον Βελουχιώτη στη Λαμία ο Τσίπρας του Κόκκαλη, ο Τσίπρας του Πάιατ, ο Τσίπρας των 120 νεκρών στη Μάνδρα και το Μάτι – γιατί δεν τα βλέπετε αυτά και βλέπετε 28 Συριζαίους ντυμένους με… κίτρινα γιλέκα (!) μπροστά σε ένα βαγόνι χωρίς προορισμό, σταματημένο στον σταθμό του Μονάχου άχου άχου!
Όχι! φαντασθείτε το πλάνο απ’ τους «Κυνηγούς» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με τα μονόξυλα πάνω στη λίμνη γεμάτα κόκκινες σημαίες και το μοναχικό βαγόνι χωρίς συρμό να βαδίζει επί των υδάτων γεμάτο Κοτζιά, Καμμένο και Πολάκη, προς τις Πρέσπες, προς τις Πρέσπες, αδέρφια μου!
Το βαγόνι, κρύο και θαμπό, συμβολίζει την ομοιοπαθητική του ψέματος. Την ποίηση των επιδομάτων.
Διασχίζει – πάντα μόνο του – τα δάση της Τρανσυλβανίας προς τον πύργο του Δράκουλα, γύρω του ουρλιάζουν οι λύκοι και αυτό αγέρωχο κινείται ακίνητο να ανακουφίσει τους πυρόπληκτους στο Μάτι, να υπενθυμίσει στους απανταχού πεινάλες που δουλεύουν με 500 ευρώ μεικτά ότι στην άλλη ζωή τούς περιμένει ένα κότερο.
Ότι οι πτωχοί το πνεύματι κληρονομήσουσι τη βασιλεία των ουρανών. Κι ένα κότερο. Όχι το κότερο του Μαρινάκη – αυτό είναι κακό κότερο – αλλά κότερο σαν βαγόνι με μούτσο τον Δανέλλη σαν βαγόνι χωρίς αναισθητικό.
Έτσι είναι η ζωή, ναυτάκια μου. Ένα βαγόνι που σε πληγώνει και δεν πληρώνει, ένα οτομοτρίς φάντασμα, το πρόσχημα ενός πρωθυπουργού που βάζει μπροστά τα παιδιά του για να κάνει τράκα διακοπές είκοσι μέρες και σαράντα μίλια μακριά απ’ τα αποκαΐδια. Το βαγόνι.
***
Το βαγόνι κι εγώ το κοθώνι. Δεν είναι κάρβουνο η ψυχή μου που ο Τσίπρας διέσυρε την Αριστερά, είναι θλιμμένη έως θανάτου που γελάει μαζί του η αστική τάξη της χώρας μας.
Που καγχάζουν μαζί του τα αφεντικά της Ευρώπης. Που γελάνε όλοι (όταν ασχολούνται) με το παιδί που στέλνουν για δουλειές («θελήματα», έλεγε η μάνα μου), ένα παιδί, έναν Πετσίτη με κοντά παντελονάκια και αλανιάρικο ύφος, που επαναλαμβάνει μέσα του «μην ξεχάσω τα τσιγάρα, να πάρω και ψωμί» και τούτο ποιείν δηλαδή κακείνο μη αφιέναι. Που έλεγε και το γ@μώ την τύχη μας προγονικό...
Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος όταν οι ακαδημαϊκοί του εδώ και πολλά χρόνια έχουν βγάλει τον σκασμό και οι πανεπιστημιακοί του πρωτοστατούν στην προδοσία;
Ανησυχείτε γιατί το μωράκι σας δε δείχνει ενδιαφέρον για το φαγητό του; Αναρωτιέστε τι άλλο να κάνετε προκειμένου να τιμήσει το φαγητό του αντί να το πετάει;
Ογδόντα χρόνια μετα την αποφράδα ημέρα του Κακολυριάνικου ολοκαυτώματος στις 24 Μαΐου 1944, το χωριό Ταξιάρχες (ή Κακολύρι) της περιοχής Κύμης της Ευβοίας ζητά ακόμη δικαίωση.
«Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;» αναρωτιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις, σε μια από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές.