Κάτι σαν τη φλεγόμενη βάτο! Γύρω του καίγονταν άνθρωποι κι εκείνος έκανε τον φασουλή μπροστά στις κάμερες!
Έκανε τους τρεις πιθήκους! Δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ξέρω. Ένα μόνο ξέρω ότι μπορώ να σας δουλεύω.
Το πράγμα παίρνει πλέον μεταφυσικές διαστάσεις. Τίποτα δεν τον αγγίζει, ούτε φωτιά, ούτε πνιγμός, ούτε διασυρμός, ούτε Μάτι, ούτε Μάνδρα, τίποτα δεν τον λερώνει, ούτε Πολάκης, ούτε Θεοχαρόπουλος, τίποτα δεν τον λιγδώνει, όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει.
Πρέπει όμως να του αναγνωρίσουμε ότι δεν καβάλησε στο κότερο στα Εννιάμερα των νεκρών στο Μάτι, άφησε να περάσουν λίγες μέρες, αλλά παραγωγικές κι αυτές: Κάτι για Κόκκαλη σκεφτότανε, κάτι περί τα επιδόματα σκάρωνε.
Μ’ αυτόν τον άνθρωπο μένει κανείς άφωνος. Κοιτάς να βρεις τις λέξεις στο Λεξικό κι αδειάζουν οι σελίδες, μένουν άσπρες, χλωμές, αποσβολωμένες – «δεν θα με πάρει εμένα στην αγκαλιά της η αστική τάξη», μια ξαπλώστρα στην κουπαστή θα μου δώσει.
Λες: δεν είναι αλήθεια, είναι fake news, χάνεις τα λόγια σου κι αυτός τα αρπάζει, τα διαστρέφει, σου μιλάει στο αυτί σαν να ’ναι δικός σου άνθρωπος και σου αρπάζει την ψυχή, πάλι ψέματα να της πει.
Άκαυστος, ανέπαφος, αδιάβροχος, σαρδόνειος, μιλά και σπάνε πια τα σύμφωνα στο στόμα του, μιλά σαν τον Αντρέα σε εκδοχή νεκρικής μάσκας, μιλά σαν να μιμείται ήχους, γεμίζει τις λέξεις με ψέματα, τις τρώει σαν να ’ναι ψητές στον φούρνο με πατάτες και γελά, καγχάζει που σ’ την έστησε τόσες φορές και που θα σου τη στήσει πολλές ακόμα.
Κάτι συμβαίνει εδώ! Αραχτός στη θαλαμηγό Odyssey να σε φουμάρει ότι σε «πάει στην Ιθάκη», χύμα στη θαλαμηγό Odyssey μ’ έναν Ιούδα για κάθε δουλειά, Μπίστηδες και Δανέλληδες, κι αυτός ο ερίφης, του Ιβάν Σαββίδη ο λυγμός να καταθέτει γαρύφαλλα στην Καισαριανή – δεν γίνονται αυτά! Κανείς δεν μπορεί να ’ναι τόσο χαλασμένος – κάτι τρέχει εδώ!
Κάτι έχει πάθει η χώρα. Όλα κάθε μέρα κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά. Εκπαιδευόμαστε συνεχώς να ζούμε με το ποταπό. Πάει το Αιγαίο να γίνει Πρέσπες, έγινε η δοκησισοφία ο αμανές της γλίτσας κι από το ηθικό πλεονέκτημα των αυτοχρισθέντων ως ηθικών απέμειναν τα τρολ. Κι αυτά παγωμένα, αποχαζεμένα. Ούτε των τρολ το μυαλό δεν μπορεί να χωρέσει τόσα και τέτοια αλούτερα.
Να καταγγέλλεις την Intracom για μίζες εφάμιλλες της Siemens και να κατεβάζεις υποψήφιο ευρωβουλευτή τον κ. Κόκκαλη, είναι ανατριχιαστικό.
Να αποκαλείς «ξαναζεσταμένη σούπα» το χρονικό των κεκαυμένων, εκείνων που πυρπόλησε η αβελτηρία σου, εκείνων που καθ’ ην ώρα καίγονταν εσκύλευες, είναι βαρύ, δεν βρίσκει κανείς προηγούμενο χωρίς να είναι διαβολικά αποτρόπαιο.
Κάτι τρέχει εδώ, κάτι που υπερβαίνει το πολιτικό και το πολιτεύεσθαι, κάτι έχει βγει στον αφρό, αδίστακτο, χουλιγκάνικο, αδηφάγο, βουλιμικό, παμφάγο, ωμοφάγο, κάτι σαν ασύμμετρη απειλή εναντίον της λογικής, της αξιοπρέπειας, των τάξεων, των προσώπων. Κάτι, σαν να σε κοιτάζει η άβυσσος.
Κι εμείς έχουμε πετρώσει σαν να μας έχει κοιτάξει η Μέδουσα. Όπως στον εφιάλτη όπου καταδιώκεσαι και συ δεν μπορείς να κινηθείς, όπως στον εφιάλτη που πέφτεις κι όλο πέφτεις χωρίς να μπορείς να ξυπνήσεις, έτσι και η Ελλάδα πνιγμένη στον αμοραλισμό μιας παρέας δουλικών των Δυνατών, σπαράζει και σπαράσσεται…
Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος όταν οι ακαδημαϊκοί του εδώ και πολλά χρόνια έχουν βγάλει τον σκασμό και οι πανεπιστημιακοί του πρωτοστατούν στην προδοσία;
Ανησυχείτε γιατί το μωράκι σας δε δείχνει ενδιαφέρον για το φαγητό του; Αναρωτιέστε τι άλλο να κάνετε προκειμένου να τιμήσει το φαγητό του αντί να το πετάει;
Ογδόντα χρόνια μετα την αποφράδα ημέρα του Κακολυριάνικου ολοκαυτώματος στις 24 Μαΐου 1944, το χωριό Ταξιάρχες (ή Κακολύρι) της περιοχής Κύμης της Ευβοίας ζητά ακόμη δικαίωση.
«Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;» αναρωτιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις, σε μια από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές.