«Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
και περασμένοι αραδαριά με μπάλα!
Τα θύματα βουνό και στην κορυφή
ξένοι και ντόπιοι φονιάδες αδερφοί!»
Κ. Βάρναλης
του Περικλή Καπετανόπουλου
ιστορικού-δημοσιογράφου
Στις 28 Απριλίου 1944, τρεις μαχητές του λόχου του ΕΛΑΣ Παγκρατίου, ο διμοιρίτης Δημήτρης Αυγέρης και οι μαχητές Κώστας Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης, βρέθηκαν κυκλωμένοι από λεφούσια Γερμανών και ταγματασφαλιτών, μετά από προδοσία, στο σπιτάκι του οδού Αγραίων, στα σύνορα Υμηττού και Γούβας.
Οι τρεις ΕΛΑΣίτες μετέφεραν την προηγούμενη μέρα στο σπίτι οπλισμό του 2ου Τάγματος για την δημιουργία του λόχου ΕΛΑΣ Υμηττού. Το σπιτάκι της οδού Αγραίων χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη, με προοπτική αργότερα τα όπλα να μεταφερθούν σε πιο ασφαλές καταφύγιο. Πριν καλά-καλά ξημερώσει τα τρία παληκάρια βρέθηκαν κυκλωμένα.
Τα ελληνόφωνα όργανα των Γερμανών τους κάλεσαν να παραδοθούν. Η απάντηση μέσα από το κυκλωμένο σπίτι δόθηκε με ριπές ενάντια στους Ούννους και τους γερμανοτσολιάδες. Πάνω από επτά ώρες κράτησε η άνιση μάχη.
Στο τέλος έπεσαν νεκροί και οι τρεις, αφού προηγουμένως φρόντισαν να καταστρέψουν τον οπλισμό του ΕΛΑΣ.
Πριν λίγα χρόνια είχα την τύχη να συνομιλήσω με την Ζωή Πετροπούλου γραμματέα της ΕΠΟΝ Ηλιούπολης για το αυτό γεγονός:
«Κάθε πρωί είχα ραντεβού με την καθοδήγηση της ΕΠΟΝ του 6ου τομέα Ανατολικών Συνοικιών, στην οδό Αγίας Σοφίας, στο Βύρωνα. Έπαιρνα το καθημερινό δελτίο ειδήσεων και παράνομο τύπο, που μετέφερα καμουφλαρισμένο, μέσα σε τσάντες με λαχανικά και τρόφιμα. Θυμάμαι το Σταμάτη, το Νίκο, την Άννα, στελέχη της ΕΠΟΝ, που συζητούσαμε τα νέα του αγώνα.
Αξέχαστη θα μου μείνει εκείνη η μέρα του Απρίλη του 1944, που οι γερμανό-τσολιάδες μπλόκαραν το σπίτι που φυλασσόταν ο οπλισμός της διμοιρίας του ΕΛΑΣ Υμηττού.
Είχα πάει από το πρωί στο Βύρωνα, με τα πόδια φυσικά, και γύριζα το μεσημέρι, με μια τσάντα γεμάτη παράνομες αντιστασιακές εφημερίδες και προκηρύξεις.
Μέσα στο σπίτι, στην οδό Αγραίων, τρεις ΕΠΟΝίτες, μαχητές του ΕΛΑΣ, πολεμούσαν ηρωικά μα άνισα. Εκατοντάδες οι εχθροί είχαν ζώσει όλη τη συνοικία.
Περνούσα λίγες εκατοντάδες μέτρα, από το σημείο της μάχης. Οι δρόμοι έρημοι. Οι κάτοικοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, πίσω από τις γρίλιες. Εγώ βιαζόμουν να φτάσω στο σημείο που θα παρέδιδα το υλικό, όταν ξαφνικά οι Γερμανοί με είδαν και μου έβαλαν.
Έτρεξα να κρυφτώ, και απάγκιασα σε μια πόρτα, ενός ισόγειου σπιτιού, δίπλα από το στέκι των προσκόπων. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα, ένα χέρι έπιασε και με τράβηξε μέσα. Ήταν ένας άγνωστος άνδρας κοντά στα τριάντα πέντε, και μου χαμογελούσε: « Μην φοβάσαι" μου είπε.
Μπορείς να μείνεις εδώ μέχρι να περάσει το κακό. Θέλεις λίγο νερό;» Σίγουρα ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση, γιατί με αυτή του τη πράξη διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο, αν με είχε δει κάποιο εχθρικό μάτι, και με πρόδιδε».
Σε λίγο ή μάχη τελείωσε. Τα τρία παλικάρια έπεσαν νεκρά από τα εχθρικά βόλια και πέρασαν στο πάνθεον των ηρώων. Το βράδυ τα χωνιά, σε όλες τις γειτονιές, μετέδιδαν τα νέα και ορκίζονταν εκδίκηση.
Το σπίτι της οδού Αγραίων έγινε τόπος προσκυνήματος και οι μπαρουτοκαπνισμένοι τοίχοι του γέμισαν συνθήματα.
Μέχρι την απελευθέρωση το χωνί και ο παράνομος τύπος, στάθηκαν τα όπλα που κράτησαν ψηλά το ηθικό των Ελλήνων, έδωσαν σε καθημερινή βάση την μάχη της ενημέρωσης, και νίκησαν την πείνα και το θάνατο.
Πάνω από 1.500 ΕΑΜμικές και ΕΠΟΝίτικες αντιστασιακές εφημερίδες, μικρές και μεγάλες, εκδόθηκαν την περίοδο 1941-44.
Πάνω από 600.000 νέοι εντάχθηκαν στις γραμμές της ΕΠΟΝ, και εκατοντάδες νέα παιδιά, όπως η Ζωή, έγιναν η φωνή της Αντίστασης, η φωνή της ΕΠΟΝ.
Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ της Αθήνας Ορέστης Μακρής (Γιάννης) στο πολύτιμο βιβλίο του "Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας", απαντώντας στο ερώτημα, γιατί δεν έγινε δυνατή η παροχή βοήθειας από τον ΕΛΑΣ στους τρεις ηρωικούς μαχητές αναφέρει: "Δεν θα επαναλάβω τις λεπτομέρειες αυτής της μεγάλης θυσίας των τριών ηρώων μας, θ’ ασχοληθώ με μια άλλη πτυχή αυτής της μάχης, που ενώ είναι σίγουρο πως απασχολεί τους μελετητές της Ιστορίας της Αντίστασης, κανείς μέχρι σήμερα δεν έδωσε απάντηση σε μια απορία που είχε από τότε ο λαός μας και που σε μερικές περιπτώσεις είχε μετατραπεί και σε«κατηγορώ» για τα υπεύθυνα στελέχη του 2ου συντάγματος και των ταγμάτων.
Και να η απορία! «Γιατί οι υπόλοιπες δυνάμεις του ΙΙου τάγματος, μα ακόμη και του συντάγματος ολόκληρου, δε βοήθησαν τους τρεις λεβέντες με χτυπήματα έξω απ’ τον κλοιό του λόχου των γερμανοτσολιάδων και της διμοιρίας των Γερμανών που ήταν καθηλωμένοι στα υψώματα γύρω από το Κάστρο του Υμηττού;
Δε θα μπορούσαν άραγε να κινητοποιηθούν γρήγορα 3-4 ομάδες με αυτόματα και αραβίδες, να αναγκάσουν τους εχθρούς σε αναδίπλωση και να βρουν ευκαιρία τα τρία παλικάρια μας να φύγουν;»
Σωστή η απορία, αλλά να ποια ήταν και η σκληρή πραγματικότητα, που καταδίκασε τα παιδιά μας να βρουν τον ηρωικό θάνατο τελείως αβοήθητα.
α) Η κινητοποίηση από το σύνταγμα και τα τάγματα πραγματοποιήθηκε αμέσως. Χρειάστηκαν γι αυτό περίπου δυο ώρες, με τα πρωτόγονα μέσα συνδέσμων, τις αποστάσεις από συνοικία σε συνοικία και την ιδιομορφία στρατωνισμού των ΕΛΑΣσιτών.
β) Απ’ αυτή την κινητοποίηση διαπιστώθηκε Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΑΣ να συγκεντρώσουμε τις απαραίτητες δυνάμεις με αυτόματα και μακρύκαννα, για να εκτοπίσουμε τον εχθρό απ’ τα υψώματα που κατείχε.
Το IIΙο τάγμα της Καισαριανής δεν είχε ούτε μια σφαίρα για βαριά όπλα, διέθετε μόνο μερικά πιστόλια. Το Ιο τάγμα του Μουστάκια (Γ. Ζαφειρόπουλου) επίσης δεν είχε πυρομαχικά. Τα είχαμε ξοδέψει όλα στις μάχες της 21-23.4.44.
Τα ίδια και χειρότερα συνέβαιναν στο ΙΙο τάγμα του Λευτέρη (Γ. Κυριακίδη).
Ο μισός οπλισμός αυτού του τάγματος ήταν κρυμμένος σε καινούργια πρόχειρη αποθήκη μετά τις πρόσφατες μάχες, μέχρι να γίνει ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά και στάθηκε αδύνατο να βρεθεί σε αυτές τις στιγμές ο αποθηκάριος, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του καπετάν Λευτέρη. Αλλά κι αν τον έβρισκαν, τα πυρομαχικά στην αποθήκη ήταν ελάχιστα.
Ο δε άλλος μισός οπλισμός του τάγματος βρισκόταν μέσα στο Κάστρο του Υμηττού.
Το σπιτάκι αυτό ήταν η δεύτερη καινούργια αποθήκη οπλισμού του 2ου τάγματος και γι αυτόν ακριβώς το λόγο έγινε και η αιφνιδιαστική επίθεση του εχθρού, ύστερα από προδοσία.
Έτσι και ο Λευτέρης, ενώ κινητοποίησε γρήγορα ολόκληρο το ΙΙο τάγμα, δεν μπόρεσε να χτυπήσει, γιατί διέθετε κι αυτός μερικά πιστόλια άχρηστα για χτύπημα ενάντια σε εχθρό, που για να τον πλησιάσεις σε απόσταση βολής πιστολιού, έπρεπε να περάσεις ακάλυπτος και κάτω από τα πυρά του, τουλάχιστον 50 μέτρα στα χωράφια.
Ο τραγικός θάνατος των ηρώων μας και η πλήρης αδυναμία μας να εκτελέσουμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση, μας συγκλόνισε κυριολεκτικά τότε και θέσαμε ωμά, όλα τα στελέχη του συντάγματος και των ταγμάτων, προς την 1η ταξιαρχία, θέμα των πυρομαχικών κατ’ αρχήν και των νέων όπλων σε συνέχεια: «Δεν μπορούμε να ζητήσουμε τίποτα πλέον από τους μαχητές μας, αν προηγούμενα δεν εφοδιαστούμε με σφαίρες.
Κι αν δε γίνει αυτό σύντομα, πριν δεχτούμε νέο χτύπημα, τότε θάναι πάρα πολύ δύσκολο να ξαναφτιάξουμε τον ΕΛΑΣ του 2ου συντάγματος.
Ο λαός θα χάσει την εμπιστοσύνη που έχει σήμερα σε μας, θα απογοητευθεί, με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας πτώσης του ηθικού του».
Και πραγματικά το Α’ Σώμα του ΕΛΑΣ ανταποκρίθηκε αμέσως στις ανάγκες μας. Πολύ γρήγορα εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα πυρομαχικά. Κάναμε και από μόνοι μας παράλληλες προσπάθειες για απόχτηση βλημάτων.
Ευτυχώς άργησαν και οι γερμανοτσολιάδες να μας ξαναχτυπήσουν. Εφάρμοζαν τότε την τρομοκρατία των μαζικών εκτελέσεων, σε αντίποινα για τις απώλειες που τους είχαμε προκαλέσει".
Η Διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, σε ημερήσια διαταγή της έγραφε:
«…Ούτω ο διμοιρίτης Αυγέρης Δημήτριος και οι μαχηταί Φολτόπουλος Κωνσταντίνος και Κιοκμενίδης Αθανάσιος την 28.4.44 εκεί εις τον οικίσκον του Υμηττού έστησαν λαμπρόν Ηρώον Δόξης…
Το ολοκαύτωμα των αξίων και υπέροχων αυτών μαχητών του ΕΛΑΣ των Αθηνών, πυρσός πατριωτισμού, πυρπολεί τα ψυχάς μας τας ημέρας αυτάς… Αιωνία η μνήμη των τριών ανδρείων…».
Αφιερωμένο στους ήρωες του "Κάστρου του Υμηττού" είναι το ποίημα της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη.
ΣΑΝ ΘΡΥΛΟΣ
Κάστρο δεν ήταν, ένα σπίτι απλό
βαμμένο απ’ τα συνθήματα του αγώνα
σαν όλα τ’ άλλα εκεί στον Υμηττό.
Μα τ’ όρισε η τύχη προμαχώνα.
Κάστρο δεν ήταν, μ’ άντεξε σαν Κάστρο.
Ολάκερη μια μέρα και βωμός
υψώθηκε κι ολόκληρο σαν άστρο
στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός
Τρία παιδιά, τρεις νέοι, τρεις επονίτες
ήταν οι μόνοι άξιοι του φρουροί
και γύρω ένα φουσάτο γκεσταμπίδες,
τσολιάδες, καστροπάρτες Γερμανοί.
Κι όταν το γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοι
σιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
προχώρησαν αργά, δειλά, σκιαγμένοι
οι πολιορκητές μες στη σιγή.
Σωρό τα πτώματα έλεγαν θα βρούνε
και βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
πούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά.
Πούθε έβγαινε; Απ’ τα Νιάτα απ’ τη θυσία,
τάχε η ΕΠΟΝ γεννήσει η ηρωική
να ξαναγράψουν μια παλιά ιστορία
σε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή.
Στο Κούγκι τώρα και στ’ Αρκάδι,
το σπίτι – Κάστρο στέκεται ιερό.
Κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυ
τρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό.